Ο Αλχημιστής (θεατρικό έργο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
«Ο Ντέιβιντ Γκάρικ στον ρόλο του Ντρούγκερ στον Αλχημιστή του Τζόνσον». Πίνακας του Γιόχαν Τσόφανυ (περ. 1770).

Ο Αλχημιστής (αγγλ. The Alchemist) είναι θεατρικό έργο, μια κωμωδία του Άγγλου αναγεννησιακού θεατρικού συγγραφέα Μπεν Τζόνσον. Η πρώτη φορά που παίχθηκε στη θεατρική σκηνή ήταν το έτος 1610 από τον θίασο King's Men (όπου συμμετείχε και ο Σαίξπηρ). Θεωρείται γενικώς η καλύτερη και η πιο χαρακτηριστική από τις κωμωδίες του Τζόνσον. Ο Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ πίστευε ότι είχε μία από τις τρεις τελειότερες πλοκές στην αγγλική γραμματεία. Η ευφυής εκπλήρωση των τριών αριστοτελικών ενοτήτων (ενότητα δράσεως, χώρου και χρόνου) από το έργο και η ζωντανή αναπαράσταση του ανθρώπινου παραλογισμού το έχουν καταστήσει ένα από τα λίγα αναγεννησιακά έργα (πλην των σαιξπηρικών) που συνεχίζουν να «ανεβαίνουν» στη σκηνή σχεδόν συνεχώς ανά τους αιώνες, εκτός από μια περίοδο αγνοήσεως κατά τη Βικτωριανή εποχή.[1]

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλχημιστής έκανε πρεμιέρα 34 χρόνια μετά το άνοιγμα του πρώτου μόνιμου δημόσιου θεάτρου (του «The Theatre») στην ιστορία του Λονδίνου. Είναι, λοιπόν, προϊόν της πρώιμης ωριμότητας του εμπορικού δράματος στο Λονδίνο. Μόνο ένας από την ομάδα των λεγόμενων «πανεπιστημιακών» («University Wits») που είχαν μεταμορφώσει το δράμα στην ελισαβετιανή περίοδο παρέμεινε ζωντανός (αυτός ήταν ο Τόμας Λοτζ). Προς την άλλη κατεύθυνση, ο τελευταίος μεγάλος θεατρικός συγγραφέας που άνθισε πριν από τη Μεσοβασιλεία, ο Τζέιμς Σίρλεϋ, ήταν ήδη έφηβος. Τα θέατρα είχαν επιβιώσει από την πρόκληση που τους είχαν θέσει οι δημοτικές και οι θρησκευτικές αρχές. Τα θεατρικά έργα είχαν καταστεί πλέον ένα τακτικό χαρακτηριστικό της ζωής στη βασιλική αυλή και για μεγάλο αριθμό Λονδρέζων.[2]

Ο χώρος για τον οποίο ο Τζόνσον προφανώς έγραψε το έργο του αντανακλά αυτή τη νέα, σταθερή αποδοχή του θεάτρου ως μιας πλευράς της αστικής ζωής. Το 1597 οι αρχές είχαν αρνηθεί την άδεια στον θίασο «Lord Chamberlain's Men» (τους μετέπειτα King's Men) να χρησιμοποιήσει το θέατρο στο Μπλάκφριαρς ως χειμερινή σκηνή, εξαιτίας αντιρρήσεων από κατοίκους της συνοικίας με επιρροή. Κάποια στιγμή μεταξύ 1608 και 1610, η εταιρεία, τώρα οι King's Men, ανέλαβε ξανά τον έλεγχο της σκηνής, αυτή τη φορά χωρίς αντιρρήσεις. Η καθυστερημένη πρεμιέρα τους σε αυτή τη σκηνή εντός των τειχών της πόλεως, μαζί με τη βασιλική προστασία, σηματοδοτεί την άνοδο αυτής της εταιρείας στον θεατρικό κόσμο του Λονδίνου (Gurr, 171). Ο Αλχημιστής ήταν ένα από τα πρώτα έργα που επιλέχθηκαν για παράσταση στο θέατρο αυτό.

Το έργο του Τζόνσον αντανακλά αυτή την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση. Σε αυτό, ο συγγραφέας εφαρμόζει την κλασική του αντίληψη για το δράμα για πρώτη φορά σε ένα σκηνικό στο σύγχρονό του Λονδίνο, με αναζωογονητικά αποτελέσματα. Τα κλασικά στοιχεία, κυρίως η σχέση μεταξύ Λόβγουιτ και Φέις, είναι πλήρως εκσυγχρονισμένα. Παρομοίως, στην απεικόνιση του ιακωβιανού Λονδίνου δίνεται τάξη και κατεύθυνση από την κλασική κατανόηση της κωμωδίας ως μέσου για να εκθέσεως το κακού και της επιπολαιότητας στη γελοιοποίηση.

Η υπόθεση του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια επιδημία πανούκλας στο Λονδίνο, ο αξιοσέβαστος κύριος Λόβγουιτ (Lovewit) αποφασίζει και καταφεύγει στην ύπαιθρο χώρα για την εξασφάλιση της υγείας του. Αφήνει το σπίτι του υπό την αποκλειστική ευθύνη του μπάτλερ του, ονόματι Τζέρεμυ. Ο Τζέρεμυ επωφελείται της ευκαιρίας αυτής για να χρησιμοποιήσει το σπίτι ως το κέντρο του για απατεωνιές. Μεταμορφώνεται στον «Λοχαγό Φέις» (Captain Face) και στρατολογεί τη βοήθεια του Σαμπτλ (Subtle) επίσης απατεώνα, και της Ντολ Κόμον, μιας πόρνης.

Το έργο ξεκινά με μια έντονη λογομαχία ανάμεσα στον Σαμπτλ και τον Φέις με θέμα τη μοιρασιά των κερδών που έχουν αποκτήσει και θα συνεχίσουν να αποκτούν. Ο Φέις απειλεί ότι θα παραγγείλει ένα πορτρέτο του Σαμπτλ όπου η φάτσα του θα είναι πιο άσχημη από εκείνη του (διαβόητου τότε) ληστή ταξιδιωτών Γκαμάλιελ Ράτσυ. Η Ντολ τους χωρίζει και αποδέχονται ότι πρέπει να δρουν ως ομάδα εάν θέλουν να επιτύχουν. Το πρώτο θύμα τους είναι ο Ντάπερ (Dapper), υπάλληλος ενός δικηγόρου, που θέλει να εφαρμόσει ο Σαμπτλ τις υποτιθέμενες ικανότητές του στη νεκρομαντεία προκειμένου να καλέσει ένα πνεύμα για να τον βοηθήσει στις χαρτοπαικτικές του φιλοδοξίες. Οι τρεις τους καταλήγουν ότι θα πρέπει να προτείνουν στον Ντάπερ να κερδίσει την εύνοια της «Βασίλισσας των Νεράιδων», μόνο που θα πρέπει να υποβάλει τον εαυτό του σε εξευτελιστικές τελετουργικές πράξεις ώστε να τον βοηθήσει η Βασίλισσα. Το δεύτερο θύμα τους είναι ο Ντρούγκερ (Drugger), ένας καπνοπώλης, που ενδιαφέρεται να ιδρύσει μια επικερδή επιχείρηση (κατάστημα). Ως τρίτος «πελάτης» εμφανίζεται κατόπιν ένας πλούσιος ευγενής, ο σερ Έπικιουρ Μάμμον (Epicure Mammon, δηλαδή «Επίκουρος Μαμμωνάς»), εκφράζοντας τον πόθο του να αποκτήσει την περίφημη φιλοσοφική λίθο, που πιστεύει ότι θα του αποφέρει τεράστιο υλικό και μη πλούτο. Συνοδεύεται από τον Σούρλη (Surly), έναν σκεπτικιστή που απορρίπτει την όλη ιδέα της αλχημείας. Οι απατεώνες τού υπόσχονται τη λίθο, η οποία θα μετατρέπει όλα τα κοινά μέταλλα σε χρυσάφι, ωστόσο ο Σούρλη υποπτεύεται ότι ο Σαμπτλ είναι κλέφτης. Κι όταν ο Μαμμωνάς βλέπει την Ντολ, τού λένε ότι είναι η αδελφή ενός λόρδου και πάσχει από ανισορροπία. Ο Σαμπτλ υποκρίνεται ότι θυμώνει με τον Ανανία, έναν Αναβαπτιστή, και απαιτεί να επιστρέψει με ένα ανώτερο μέλος της αιρέσεώς του. Ο Ντρούγκερ επιστρέφει και οι απατεώνες του δίνουν κωμικές άστοχες συμβουλές για το πώς να στήσει το κατάστημά του. Εκείνος τους γνωστοποιεί ότι μια νεαρή και πλούσια χήρα, η κυρία Πλάιαντ (Dame Pliant) έχει φθάσει με τον αδελφό της Κάστριλ στο Λονδίνο. Οι Σαμπτλ και Φέις, γεμάτοι απληστία και φιλοδοξία, αναζητούν τρόπους να κερδίσουν τη χήρα.

Οι Αναβαπτιστές επιστρέφουν και συμφωνούν να πληρώσουν ώστε αγαθά να μετατραπούν σε χρυσάφι. Αυτά τα αγαθά ανήκουν στον Μαμμωνά. Ο Ντάπερ επιστρέφει και του υπόσχονται ότι σύντομα θα συναντηθεί με τη Βασίλισσα των Νεράιδων. Τον φιμώνουν και τον κλειδώνουν στον καμπινέ. Ο Ντρούγκερ φέρνει τον Κάστριλ, που όταν τον πληροφορούν ότι ο Σαμπτλ είναι ικανός προξενητής, τρέχει να φέρει την αδελφή του. Οι απατεώνες λένε στον Ντρούγκερ ότι αν πληρώσει ένα κατάλληλο χρηματικό ποσό μπορεί να εξασφαλίσει τον γάμο του με την πλούσια χήρα. Επίσης γνωρίζουν τον Μαμμωνά στην Ντολ, ο οποίος της κάνει υπερβολικά κοπλιμέντα. Ο Κάστριλ επιστρέφει με την αδελφή του, η οποία αιχμαλωτίζει με τη γοητεία της τους Φέις και Σαμπτλ, οι οποίοι τσακώνονται για το ποιος θα την αποκτήσει.

Τότε φθάνει ένας «Ισπανός ευγενής», αλλά πρόκειται για τον Σούρλη μεταμφιεσμένο. Οι Φέις και Σαμπτλ νομίζουν ότι δεν μιλάει αγγλικά και τον προσβάλλουν. Πιστεύουν επίσης ότι έχει έρθει αναζητώντας κάποια γυναίκα, αλλά η Ντολ βρίσκεται αλλού στο αρχοντικό, «απασχολημένη» με τον Μαμμωνά, οπότε ο Φέις έχει τη φαεινή έμπνευση να του γνωρίσει την κυρία Πλάιαντ. Εκείνη είναι διστακτική στην ιδέα να γίνει Ισπανή κόμισσα, αλλά ο αδελφός της την πείθει με έντονο τρόπο να βγει με τον Σούρλη. Οι απατεώνες τότε πρέπει να απαλλαγούν από τον Μαμμωνά. Η Ντολ προσποιείται μια κρίση τρέλας και γίνεται μια «έκρηξη» στο αλχημικό «εργαστήριο». Επιπροσθέτως, ο εξοργισμένος αδελφός της κυρία Πλάιαντ κυνηγάει τον Μαμμωνά, ο οποίος φεύγει. Ο Σούρλη αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα στην Πλάιαντ και ελπίζει ότι εκείνη θα αποκτήσει μια ευνοϊκή εικόνα για αυτόν. Επίσης ο Σούρλη αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα και στους απατεώνες Φέις και Σαμπτλ, τους οποίους καταγγέλλει. Σύντομα επιστρέφουν ο ένας μετά τον άλλον οι Κάστριλ, Ντρούγκερ και Ανανίας, συναντώντες τον Σούρλη, ο οποίος αποχωρεί. Λένε στον Ντρούγκερ να πάει να βρει μια ισπανική φορεσιά αν θέλει να έχει μια ευκαιρία να κατακτήσει τη χήρα. Τότε η Ντολ αναγγέλλει ότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού έχει επιστρέψει.

Ο Λόβγουιτ πληροφορείται από τους γείτονες ότι το σπίτι του είχε πολλούς επισκέπτες κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Ο Φέις είναι και πάλι ο υπηρέτης Τζέρεμυ και αρνείται το γεγονός, λέγοντας ότι κράτησε το σπίτι κλειδωμένο εξαιτίας της πανδημίας. Αλλά οι Σούρλη, Μαμμωνάς, Κάστριλ και οι Αναβαπτιστές επιστρέφουν, ενώ ακούγεται μια φωνή και από τον καμπινέ: ο Ντάπερ έχει μασήσει το φίμωτρό του. Ο απατεώνας υπηρέτης δεν μπορεί πλέον να αποκρύψει την πραγματικότητα. Υπόσχεται στον Λόβγουιτ ότι αν τον συγχωρήσει θα τον βοηθήσει να πάρει ως σύζυγο μια πλούσια χήρα (δηλαδή την κυρία Πλάιαντ). Ο Ντάπερ συναντά τη «Βασίλισσα των Νεράιδων» και αποχωρεί ευχαριστημένος. Ο Ντρούγκερ δίνει την ισπανική φορεσιά και αποστέλλεται να βρει έναν πάστορα για να τελέσει τον γάμο. Ο Φέις/Τζέρεμυ γνωστοποιεί στους Σαμπτλ και Ντολ ότι εξομολογήθηκε την αλήθεια στον Λόβγουιτ και ότι έρχεται η αστυνομία: οι Σαμπτλ και Ντολ υποχρεώνονται να διαφύγουν με άδεια χέρια.

Τα θύματα επιστρέφουν και πάλι. Ο Λόβγουιτ παντρεύεται την πλούσια χήρα, και επιπλέον βρίσκει και τα αγαθά που έχει εγκαταλείψει ο Μαμμωνάς στο σπίτι, τα οποία ο τελευταίος δεν τολμά να τα διεκδικήσει και αποχωρεί με τον Σούρλη απαρηγόρητος. Οι Αναβαπτιστές και ο Ντρούγκερ φεύγουν επίσης, ενώ ο Κάστριλ αποδέχεται τον γάμο της αδελφής του με τον Λόβγουιτ. Ο Λόβγουιτ αναγνωρίζει τη μεγάλη εξυπνάδα του υπηρέτη του και ο Φέις ζητεί τη συγχώρηση του κοινού, κάνοντας τον επίλογο του έργου.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Craig, D.H.: Ben Jonson: The Critical Heritage, εκδ. Routledge, Λονδίνο 1999
  2. Gurr, Andrew: Play-going in Shakespeare's London, 2η έκδ., Cambridge University Press, Cambridge 1996

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «Αλχημιστής» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 581
  • Donaldson, Ian: Jonson's Magic Houses: Essays in Interpretation, Clarendon Press, Οξφόρδη 1997