Λαθρεμπόριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βρετανοί αξιωματούχοι της Υπηρεσίας Εσόδων & Τελωνείων με κατασχεθέντα λαθραία καπνά, το 2014.[1]

Γενικά με τον όρο λαθρεμπόριο (λαθραίο - κρυφό + εμπόριο) χαρακτηρίζεται οποιασδήποτε μορφής επιχειρούμενο εμπόριο κατά παράβαση κείμενης νομοθεσίας, η καταστρατήγησης αυτής, με απώτερο σκοπό την αποφυγή πληρωμής δασμών. Στην πράξη αποτελεί εξαπάτηση των Αρχών ενός κράτους κατά την εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λαθρεμπόριο γίνεται κυρίως σε είδη υποκείμενα σε βαρείς δασμούς, ή φόρους κατανάλωσης, σε τυχόν είδη μονοπωλίου, (αν τέτοιο υφίσταται), σε αρχαιότητες, καθώς και σε απαγορευμένα είδη εμπορίας, ή εισαγωγής. Τέτοια για παράδειγμα είναι πάσης φύσεως αντικείμενα πολυτελείας, κοσμήματα, ποτά, γούνες, αυτοκίνητα, καπνός, τσιγάρα, πετρέλαιο κ.λπ., ή απαγορευμένα ελεύθερης εμπορίας είδη όπως όπλα, ναρκωτικά, εκρηκτικά, κ.λπ.

Το λαθρεμπόριο χαρακτηρίζεται στις περισσότερες νομοθεσίες του κόσμου ως ιδιώνυμο φορολογικό ποινικό αδίκημα (έγκλημα) που στοιχειοθετείται με την απόπειρα διαφυγής, ή αποφυγής της υποχρέωσης, με παράνομες ενέργειες ή και παραλείψεις, τόσο των υπόχρεων, όσο επίσης και των αρμοδίων οργάνων καταστολής. Ανάλογα του αντικειμένου επί του οποίου επιχειρείται λαθρεμπόριο λαμβάνει τούτο ίδια ονομασία, π.χ. λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρεμπόριο όπλων, λαθρεμπόριο ναρκωτικών, κ.λπ.

Άλλες χώρες τηρούν ενιαία τελωνειακή νομοθεσία με όλα τα είδη του λαθρεμπορίου, άλλες τηρούν επιμέρους νομοθεσίες για κάθε είδος εξ αυτών και τέλος άλλες, οι περισσότερες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, μια γενική τελωνειακή νομοθεσία για όλα τα «υποκείμενα» σε δασμούς εμπορεύματα και μια ειδικότερη για τα απαγορευμένα είδη εμπορίας, προκειμένου να δύνανται να επιλαμβάνονται κατά τόπο πολλές διωκτικές Αρχές.

Ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ειδικότερα, έναντι του γενικού όρου «λαθρεμπόριο», ο ελληνικός όρος λαθρεμπορία χαρακτηρίζει μία προς μία τις πράξεις αυτού θεωρούμενες ως «φορολογική απάτη» κατά το χρόνο της κυκλοφορίας συγκεκριμένων κάθε φορά υποκείμενων εμπορευμάτων.
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα και με τον Τελωνειακό Κώδικα, λαθρεμπορία χαρακτηρίζεται η εισαγωγή, ή η εξαγωγή από τα σύνορα του κράτους, πραγμάτων υποκειμένων σε εισαγωγικό δασμό, ή τελωνειακό τέλος, ή φόρο, ή άλλο δικαίωμα, χωρίς έγγραφη άδεια τελωνειακής Αρχής, ή ακόμα και η διενεργούμενη σε τόπο και χρόνο άλλο από τον καθοριζόμενο.
Ομοίως και κάθε ενέργεια που αποβλέπει να στερήσει το Δημόσιο από δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα επί εισαγομένων εκ του εξωτερικού, ή εξαγομένων προς τούτο, εμπορευμάτων, έστω και αν ακόμα έχουν εισπραχθεί σε τόπο και χρόνο διάφορο από εκείνον που προβλέπει ο σχετικός νόμος.

Περιπτώσεις λαθρεμπορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία των περισσοτέρων κρατών περιπτώσεις λαθρεμπορίας είναι:

  1. Η εισαγωγή ή εξαγωγή απαγορευμένων ειδών, καθώς και οποιαδήποτε χωρίς τελωνειακό έλεγχο.
  2. Η διάθεση αντικειμένων που έχουν εισαχθεί με ατέλεια, για ειδική χρήση, σε άλλες χρήσεις χωρίς άδεια.
  3. Η αντικατάσταση εισαγομένων εμπορευμάτων με ατέλεια (έστω και με προσωρινή) με άλλα εμπορεύματα.
  4. Κάθε έλλειψη εμπορευμάτων που έχουν τεθεί σε αποθήκες αποταμίευσης με σκοπό την αποστέρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου.
  5. Η ύπαρξη εμπορευμάτων επί πλοίου εξωτερικού που κατέπλευσε χωρίς ανωτέρα βία σε λιμένα ή όρμο μη επιτρεπτό για εκτέλεση εμπορικής πράξης. Ομοίως για αεροπλάνα και αεροδρόμια.
  6. Η ύπαρξη εμπορευμάτων που δεν υφίστανται στο επίσημο δηλωτικό του πλοίου ή αεροπλάνου ή άλλου μέσου μεταφοράς.
  7. Η έλλειψη εμπορευμάτων που φέρονται να φορτώθηκαν σε πλοίο εξωτερικού ή εσωτερικού, ή άλλα μέσα μεταφοράς, κατά την ώρα της αναχώρησης.
  8. Η κατοχή διαφόρων εμπορευμάτων που προβλέπουν διάφορες επιμέρους νομοθεσίες.
  9. Η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθηκαν ή εισχώρησαν στη κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστούν το αδίκημα της λαθρεμπορίας.

Το αδίκημα της λαθρεμπορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικός όρος της λαθρεμπορίας είναι η δόλια προαίρεση, με σκοπό τη στέρηση των νομίμων δικαιωμάτων του Δημοσίου. Γενικά στις τελωνειακές νομοθεσίες ο δόλος τεκμαίρεται αυτούσια εκ του τρόπου της τέλεσης παράβασης ορισμένων διατάξεων, ή απλούστερα αρκεί η παραβίαση των σχετικών νόμων για τη στοιχειοθέτηση της λαθρεμπορίας. Συνεπώς στις παραπάνω εννέα εκτεθείσες περιπτώσεις λαθρεμπορίας οι δικαστές δεν διαθέτουν περιθώρια αναζήτησης αποδείξεων δόλου, αλλά κατά τεκμήριο τοποθετούνται επ΄ αυτών, νομικά, άνευ ανταποδείξεων.

Στοιχεία του αδικήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα στοιχεία του αδικήματος της λαθρεμπορίας διακρίνονται σε υποκειμενικά και σε αντικειμενικά.

  1. Υποκειμενικά: είναι η πρόθεση του δράστη είτε να στερήσει το Δημόσιο από τα νόμιμα δικαιώματά του, καταβάλλοντας προσπάθεια ν΄ αποφύγει την πληρωμή των αναλογούντων δασμών, είτε να εισαγάγει, ή εξαγάγει, εξ ορισμού απαγορευμένα είδη.
  2. Αντικειμενικά: είναι η έμπρακτη εκδήλωση της παραπάνω πρόθεσης, δηλαδή με επιχειρούμενη πράξη που έρχεται σε σύγκρουση με την κείμενη νομοθεσία.
  • Σημειώνεται ότι κάθε παράβαση τελωνειακής νομοθεσίας δεν συνιστά απαραίτητα και λαθρεμπορία, όπως συμβαίνει αντίθετα. Όταν για παράδειγμα διαπιστωθεί καταστρατήγηση των τελωνειακών νόμων, εξ οποιασδήποτε αιτίας, όπου και σαφώς δεν συνυπάρχει δόλος, τότε βεβαιώνεται υπό του αρμοδίου οργάνου τελωνειακή παράβαση η οποία και επισύρει στο δράστη μόνο πρόστιμο. Η τελωνειακή παράβαση διαφέρει της λαθρεμπορικής παράβασης που επισύρει επιπρόσθετα κατασχέσεις και ποινική δίωξη του δράστη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Man arrested in tobacco smuggling raids». mynewsdesk.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Απριλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]