Λάμνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λάμνα

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υπερομοταξία: Χονδριχθύες (Chondrichthyes)
Υφομοταξία: Ελασμοβράγχιοι (Elasmobranchii)
Τάξη: Λαμνόμορφα (Lamniformes)
Οικογένεια: Λαμνίδες (Lamnidae)
Γένος: Λάμνα (Lamna)
Είδος: L. nasus
Διώνυμο
Lamna nasus (Λάμνα η μύτη)
(Bonnaterre, 1788))

Η λάμνα ή λάμια (επιστημονική ονομασία Lamna nasus - Λάμνα η μύτη) είναι ένα είδος καρχαρία που ανήκει στην οικογένεια λαμνίδες, που βρίσκεται στα εύκρατα και ψυχρά νερά του Βόρειου Ατλαντικού και του Νότιου Ημισφαιρίου. Στον βόρειο Ειρηνικό αντίστοιχο ρόλο έχει αναλάβει η λάμνα του Ειρηνικού,[1] η οποία είναι συγγενικό είδος.[2] Η λάμνα κατά μέσο όρο φτάνει σε μήκος τα 2,5 μέτρα και βάρος τα 130 κιλά,[3] με μέγιστο μήκος τα 3,7 μέτρα. Οι καρχαρίες του βόρειου Ατλαντικού είναι μεγαλύτεροι από αυτούς του νοτίου ημισφαιρίου και διαφέρουν σε διάφορες πλευρές της ζωής τους.[1] Έχουν μεγάλα θωρακικά και πρώτα ραχιαία πτερύγια και μικρά δευτερεύοντα. Ένα χαρακτηριστικό του είδους είναι μια λευκή κηλίδα στο πίσω μέρος της βάσης του πρώτου ραχιαίου πτερυγίου.

Επειδή τρέφεται με οστεϊχθύς και κεφαλόποδα, η λάμνα είναι ευκαιριακός θηρευτής κινούμενη πάνω-κάτω στο νέρο, κυνηγώντας λεία τόσο στο βύθο όσο και σε μεσαία βάθη. Βρίσκεται συνήθως πάνω από πλούσια ψαροτόπια στις υφαλοκρηπίδες, αλλά μετακινείται επίσης κοντά στην ακτή ή μέσα στον ωκεανό μέχρι σε βάθος 1.360 μέτρων.[3][4] Πραγματοποιεί επίσης μεγάλες εποχιακές μεταναστεύσεις, γενικά μετακινούμενη μεταξύ ρηχών και βαθιών νερών. Η λάμνα είναι γρήγορη και πολύ δραστήρια, με φυσιολογικές προσαρμογές που της επιτρέπουν να διατηρεί υψηλότερη θερμοκρασία στο σώμα της από το περιβάλλον νερό. Μπορεί να είναι μοναχική ή κοινωνική και γνωστή για φαινομενικά παιχνιδιάρικη συμπεριφορά. Είναι ωοζωοτόκος, που σημαίνει ότι τα αναπτυσσόμενα έμβρυα διατηρούνται μέσα στη μήτρα της μητέρας και εξακολουθούν να υφίστανται σαν μη βιώσιμα αυγά. Τα θηλυκά γεννούν συνήθως τέσσερα νεογνά κάθε χρόνο.[εκκρεμεί παραπομπή]

Μόνο μερικές επιθέσεις καρχαρία αβέβαιης προέλευσης έχουν αποδοθεί στην λάμνα. Θεωρείται ως ένα ψάρι παιχνιδιάρικο από ερασιτέχνες αλιείς. Το κρέας και τα πτερύγια της λάμνας είναι μεγάλης αξίας, γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει σε μια μακροχρόνια έντονη εκμετάλλευσή της από τον άνθρωπο. Ωστόσο, το είδος αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί με τις έντονες αλιευτικές πιέσεις, λόγω της χαμηλής αναπαραγωγικής του ικανότητας. Η υπερβολική εμπορική αλιεία της λάμνας, κυρίως από τα νορβηγικά παραγάδια, οδήγησε σε κατάρρευση του πληθυσμού του ανατολικού Βόρειου Ατλαντικού το 1950, και του δυτικού Βόρειου Ατλαντικού το 1960. Η λάμνα εξακολουθεί να ψαρεύεται σε όλη τη διασπορά της, τόσο εσκεμμένα όσο και ως παρεμπίπτον αλιεύμα, με ποικίλους βαθμούς παρακολούθησης και διαχείρισης. Η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) έχει αξιολογήσει τη λάμνα ως ευπαθή σε παγκόσμιο επίπεδο, και είτε ως κινδυνεύον ή ως κρίσιμα κινδυνεύον σε διάφορα σημεία του βόρειου Ατλαντικού και της Μεσογείου.[εκκρεμεί παραπομπή]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Francis, M.P., L.J. Natanson and S.E. Campana (2008). "The Biology and Ecology of the Porbeagle Shark, Lamna nasus" in Camhi, M.D., E.K. Pikitch and E.A. Babcock (eds.) Sharks of the Open Ocean: Biology, Fisheries and Conservation. Blackwell Publishing. pp. 105–113.
  2. Compagno, L.J.V. (1990). "Relationships of the megamouth shark, Megachasma pelagios (Lamniformes: Megachasmidae), with comments on its feeding habits". NOAA Technical Report NMFS-90. pp. 357–379.
  3. 3,0 3,1 Compagno, L.J.V. (2002). Sharks of the World: An Annotated and Illustrated Catalogue of Shark Species Known to Date (Volume 2). Rome: Food and Agriculture Organization of the United Nations. pp. 121–125 ISBN 92-5-104543-7.
  4. Campana, S.E., W. Joyce, and M. Fowler (2010). "Subtropical pupping ground for a cold-water shark". Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences 67: 769–773.