Καταπέλτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Σχηματική αναπαράσταση καταπέλτη σε χρήση.
Στρατιώτες του Γαλλικού στρατού που χρησιμοποιούν καταπέλτη για την εκσφενδόνιση χειροβομβίδων. (Α' Παγκόσμιος Πόλεμος)

Ο Καταπέλτης ήταν μία περίφημη αρχαία πολεμική μηχανή με την οποία εκσφενδονίζονταν, αρχικώς, βέλη και, αργότερα, ακόντια και λίθοι. Εφευρέθηκε στη Σικελία περί το 399 π.Χ. και κυριάρχησε ως πολεμικό μέσο πολλών λαών μέχρι την ανακάλυψη της πυρίτιδας, αλλά και ακόμα νεότερα. Σήμερα,ονομάζουμε "καταπέλτη" την κατασκευή εκείνη που επιτρέπει την επιβίβαση και αποβίβαση οχημάτων από οχηματαγωγά πλοία (ferryboats)

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καταπέλτης, λεγόμενος και οξυβελής, ήταν ένα βαρύ «εκηβόλο όπλο» που ανήκε στα χαρακτηριζόμενα κατά την αρχαιότητα «αφετήρια όργανα» ή «πολεμικές μηχανές» το οποίο εξακόντιζε βέλη και ακόντια. Εφευρέθηκε στη Σικελία από τους μηχανικούς που είχε προσκαλέσει ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος το 399 π.Χ. κατά τις προπαρασκευές που έκανε για την εκστρατεία του κατά της Καρχηδόνας.
Παρά ταύτα, όταν ο στόλος των Καρχηδονίων, υπό τον Ιμίλκα εισέπλευσε, αιφνιδιαστικά, στον λιμένα της Μοτύης (στη Σικελία,) οι Συρακούσιοι, όπως εξιστορεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΔ΄ 3):

«από της γης τοις οξυβελέσι καταπέλτες χρώμενοι, συχνούς των πολεμίων ανήρουν. και γαρ κατάπληξιν είχε μεγάλη τούτο το βέλος
δια το πρώτον ευρεθήναι κατ΄ εκείνον τον καιρόν ώστε Ιμίλκας, ου δυνάμενος κρατήσαι της επιβολής, απέπλευσεν».

Ο, δε, Πλούταρχος αφηγείται πως όταν ο βασιλεύς της Σπάρτης Αρχίδαμος, ο υιός του Αγησιλάου, είδε το πρώτο «καταπελτικό βέλος», που του προσκόμισαν από τη Σικελία, πιθανόν για αγορά ή κατασκευή, αναφώνησε έκπληκτος: «Ηράκλεις! απώλωλεν ανδρός αρετά!».

Έτσι, το υπερσύγχρονο της εποχής εκείνης όπλο διαδόθηκε ταχύτατα σε όλες τις αρχαίες πόλεις - κράτη που εφοδιάζονταν μ΄αυτό και τα οποία, επιμελώς, διατηρούσαν σε ειδικές αποθήκες. Μάλιστα, σε πολλές πόλεις που έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη στρατιωτική εκπαίδευση των νέων, δημιούργησαν ειδικό αγώνισμα (διαγωνισμό), τη λεγόμενη καταπελταφεσία, όπου στους νικητές «καταπελταφέτες» δίνονταν μεγάλες αμοιβές.
Τον ίδιο στρατιωτικό εξοπλισμό ακολούθησαν, ομοίως, και άλλοι λαοί, όπως, οι Καρχηδόνιοι, οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι. Έτσι, με την εξάπλωση αυτή άρχισαν να κατασκευάζονται διάφορες παραλλαγές του αρχικού καταπέλτη προκειμένου να καλύψουν επιμέρους ιδιαίτερες ανάγκες λαμβάνοντας ονομασίες περισσότερο από την όψη που παρουσίαζαν αυτές και των οποίων, όμως, η αρχή λειτουργίας των παρέμενε η ίδια. Τέτοιες παραλλαγές ήταν ο σκορπιός, η χελώνα, ο κριός, ο όναγρος κ.ο.κ.

Από τις σωζόμενες περιγραφές δεν παρέχεται πλήρης γνώση του τρόπου λειτουργίας του καταπέλτη. Στις αρχές του 1900 προσπάθησαν Γάλλοι και Γερμανοί στρατιωτικοί μηχανικοί να κατασκευάσουν ομοιώματα των καταπελτών, πλην όμως, δεν κατάφεραν να πετύχουν την απόσταση βολής (βεληνεκές) των αρχαίων μηχανών παρόλο ότι χρησιμοποίησαν βέλη μήκους 0,88 μ. και όχι ακόντια, φθάνοντας μόλις τα 375 μέτρα έναντι των αρχαίων που έφθαναν τα 750 μέτρα.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καταπέλτες ήταν ξύλινες κατασκευές που αποτελούνταν από τα ακόλουθα επτά βασικά μέρη:

  1. τον ορθοστάτη, που στηρίζονταν σε τριγωνική ή τετράγωνη βάση,
  2. το τόξο, που το αποτελούσαν δύο αντιτακτοί βραχίονες εμβολισμένοι σε συστρεμμένα σχοινιά του ορθοστάτη,
  3. τη σύριγγα, που αποτελούσε κάθετη δοκό προς το τόξο όπου έφερε γλυφή εντός της οποίας τοποθετούνταν το βέλος ή το ακόντιο,
  4. τη χορδή, δια της οποίας επιτυγχάνονταν η εκσφενδόνιση του βέλους ή του ακοντίου,
  5. τον στρόφαλο, που φέρονταν στη άκρη της σύριγγας, δια του οποίου τεντώνονταν η χορδή,
  6. την κατακλείδα, παρά τον στρόφαλο, η οποία συγκρατούσε τεντωμένη τη χορδή και
  7. τον μοχλό, ή πείρο που μετακινούσε την κατακλείδα και απελευθερώνονταν η χορδή.

Η βλητική ισχύς του καταπέλτη επιτυγχάνονταν με την κάμψη των βραχιόνων του τόξου και δια της χορδής αυτού. Η χορδή, η οποία ονομαζόταν τόνος, κατασκευάζονταν είτε από τρίχες (ίππων ή γυναικών), είτε από τένοντες ισχυρών ζώων (βοδιών) κατάλληλα κατεργασμένους. Το πάχος του τόνου αποτελούσε τον «κανόνα» ή τον «εμβάτη»[1][2] (τη βάση, το μέτρο) υπολογισμού της κατασκευής των διαφόρων μερών του καταπέλτη. Κατά τη διάρκεια εξέλιξης, η βλητική ισχύς του ενισχύθηκε από μεταλλικά ελατήρια «χαλκέτονα» ή «χαλκότονα» ή με πεπιεσμένο αέρα, τα λεγόμενα «αερότονα».

Βασικές διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια λήμματα: Ευθύτονο και Παλίντονο

Κατά κύριο λόγο, οι καταπέλτες διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες κατασκευαστικές: στους λεγόμενους «ευθύτονους» και στους «παλίντονους».

  • Ευθύτονοι καταπέλτες, ονομάζονται όσοι εκ των οποίων οι βραχίονες του τόξου ήταν στραμμένοι προς την πλευρά του βάλλοντος.
  • Παλίντονοι καταπέλτες, ονομάζονται εκείνοι, των οποίων οι βραχίονες του τόξου ήταν στραμμένοι, αντίθετα των προηγουμένων, δηλαδή, προς τον στόχο.

Το βεληνεκές και η δραστικότητα αμφοτέρων των τύπων αυτών ποίκιλε[3], αναλόγως, του μεγέθους της κατασκευής των και γίνονταν με βάση τη διατομή του τόνου που έφεραν, η οποία κυμαινόταν μεταξύ 200 και 750 μέτρων, περίπου. Συγκεκριμένα, ο καταπέλτης που κατασκεύασε ο Αγησίστρατος είχε βεληνεκές βολής ακοντίου μήκους 1,85 μ. μέχρι 4 στάδια. στα οποία διαπερνούσε, κυριολεκτικά , οποιαδήποτε ασπίδα μετά φερόμενου θώρακα πίσω απ΄αυτή. Αυτό το όριο καμία άλλη πολεμική μηχανή της αρχαιότητας δεν μπόρεσε να το υπερβεί.

Αυτός ήταν και ο λόγος που οι πολιορκητές στρατοπέδευαν, πάντα, σε απόσταση πέντε σταδίων από τα τείχη των πόλεων που πίστευαν ότι διέθεταν καταπέλτες.

Επίσης, το βάρος των καταπελτών ποίκιλε από 40 μέχρι 300 κιλά και εξ αυτού διακρίνονταν σε "μείζονες καταπέλτες" και σε "ελάσσονες καταπέλτες".

  • Οι μείζονες καταπέλτες, ήταν, καθεαυτού, πολιορκητικές μηχανές και χρησιμοποιούνταν μόνο από τους πολιορκητές.
  • Οι ελάσσονες καταπέλτες, ήταν μικρότερου μεγέθους και χρησιμοποιούνταν περισσότερο από τα τείχη ως αμυντικές μηχανές, ή επιθετικές από τα καταστρώματα των πολεμικών πλοίων.

Κατά την εξέλιξη της στρατιωτικής τακτικής, οι καταπέλτες άρχισαν να χρησιμοποιούνται και σε επιχειρήσεις κίνησης, σε αναπεπταμένα πεδία μαχών που φέρονταν πάνω σε αρμάμαξες, προσφέροντας, έτσι, την εικόνα του μετακινούμενου σκορπιού, εξ ου και η ονομασία αυτών. Πρώτος που χρησιμοποίησε κινούμενους καταπέλτες, έναντι των, αρχικά, στατικών, ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, κατά τη διάβαση του ποταμού Ταναΐδα.

Επίσης, υπήρξε και ο τύραννος της αρχαίας Σπάρτης Μαχανίδας στην, κατά του Φιλοποίμενα, μάχη της Μαντινείας : «τους καταπέλτας, προ πάσης επέστησε δυνάμεως, εν διαστήματι» (= καταπέλτες τοποθέτησε σε όλο το μέτωπο της παράταξης)

Αργότερα, κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, διαπιστώνεται πως οι Ρωμαίοι έκαναν ευρεία χρήση των καταπελτών, αλλάζοντας, όμως, τη μέχρι τότε τακτική, τοποθετώντας τους, όχι στη γραμμή μετώπου, αλλά πίσω από την παράταξη, για την προστασία των μεταγωγικών, (η τακτική αυτή ακολουθείται μέχρι σήμερα από το πυροβολικό). Όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την Καρχηδόνα βρήκαν και κατέλαβαν ως λάφυρα 120 μείζονες καταπέλτες και 281 ελάσσονες.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, οι καταπέλτες αναπτύχθηκαν πολύ περισσότερο, εξελισσόμενοι σε μεγάλες πολεμικές μηχανές, τόσο ως πολιορκητικές, όσο και επί πεδίων μαχών από ξηράς και θάλασσας, λαμβάνοντας το όνομα «βαλλίστρες».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βιτρούβιος, Περί αρχιτεκτονικής, βιβλίο II
  2. Βιτρούβιος, Περί αρχιτεκτονικής, βιβλίο VI
  3. http://www.lexigram.gr/lex/newg/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%BA%CE%B9%CE%BB%CE%B5#Hist1

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βιτρούβιος (μεταφρ.: Παύλος Λέφας) (2000). Περί αρχιτεκτονικής (τόμος Α) βιβλία I-V. Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον. σελ. 345. ISBN 9789603480556. 
  • Βιτρούβιος (μεταφρ.: Παύλος Λέφας) (2000). Περί αρχιτεκτονικής (τόμος Β) βιβλία V-X. Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον. σελ. 398. ISBN 960-348-056-8. 
  • Χαράλαμπος Μπούρας (Δεκέμβριος 1999). Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής (1ος τόμος). Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία. σελ. 488. ISBN 9789602660621. 

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]