Ιησουίτες στην Ελλάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι πρώτοι Ιησουίτες ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες σαν πνευματικοί των ναυτών μέσα στα δυτικά καράβια που έρχονταν στα ελληνικά νερά και στάθμευαν στα νησιά ήδη από το 1560. Η πρώτη αποστολή έγινε το 1583, όταν 5 Γάλλοι και 3 Ιταλοί Ιησουίτες εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ο θάνατος των τριών από πανούκλα διέκοψε το ιεραποστολικό έργο τους το 1586, τρία χρόνια αφότου είχαν αρχίσει. Παρ' όλα αυτά σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσαν να οργανώσουν τη βιβλιοθήκη τους δίπλα στον ναό του Αγίου Βενέδικτου (η επίσημη ονομασία της εκκλησίας ήταν La Madonna della Cisterna) και να δημιουργήσουν κύκλους μαθημάτων ξένων γλωσσών και γραμματικής, αλλά και να προκαλέσουν δημόσιες συζητήσεις πάνω σε θρησκευτικά θέματα με Ορθόδοξους ιερωμένους.[1] Οι Ιησουίτες έδωσαν έμφαση στην ίδρυση σχολείων σε μεγάλο μέρος της ελληνόφωνης επικράτειας, αποσκοπώντας και στην περαιτέρω διάδοση του ρωμαιοκαθολικού δόγματος.

Το 1609 έφτασε στην Ανατολή η δεύτερη αποστολή με αρχηγό τον Γάλλο ιερωμένο Φρανσουά ντε Κανιγιάκ (Canillac). Οι Ιησουίτες αυτοί βρίσκονταν κάτω από την προσωπική προστασία του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου του Δ΄. Ο Κανιγιάκ είχε σκοπό να ιδρύσει, με τη γαλλική προστασία, ιεραποστολικούς σταθμούς και στις τρεις άλλες πόλεις που υπήρχαν ορθόδοξα Πατριαρχεία (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Ιεροσόλυμα), με σκοπό να κερδίσει Έλληνες ιερωμένους στον σκοπό της ένωσης των εκκλησιών. Σε περίπτωση χηρείας επίσης στους πατριαρχικούς θρόνους η πίεση του λαού και των ιερωμένων θα ανέβαζε ενωτικούς πατριάρχες.[2] Με τις επιτυχίες τους στην εκπαίδευση των νέων και στη θρησκευτική προπαγάνδα ανάμεσα στους ορθόδοξους, οι Ιησουίτες δεν άργησαν να προκαλέσουν τη δυσπιστία των Τούρκων και την έντονη αντίδραση του ορθόδοξου κλήρου. Αφού κατηγορήθηκαν επανειλημμένα για κατασκοπεία και ανατρεπτική δράση για λογαριασμό του πάπα και της Ισπανίας, καταδιώχθηκαν το 1610 και απελάθηκαν, αλλά έπειτα από λίγο επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.

Έτσι, ξεκινώντας με την Κωνσταντινούπολη κατά την εγκατάστασή τους, ίδρυσαν σχολεία στη Χίο (1627), στη Σμύρνη και τη Νάξο (1628), στη Σαντορίνη το 1642, στη Σύρο και την Άνδρο (1657), στο Ναύπλιο (1656), στην Αθήνα (1657), στη Μήλο (1661) και σε άλλα μέρη.[3] Με την ίδρυση γαλλικού προξενείου στα Ιεροσόλυμα το 1621, και το διάβημα των γαλλικών αρχών για αποστολή Καθολικών ιερωμένων για τις πνευματικές ανάγκες των Γάλλων υπηκόων εκεί, στάλθηκαν Ιησουίτες στα Ιεροσόλυμα, καθώς και στη Ναζαρέτ. Το 1623 δημιούργησαν ιεραποστολικό σταθμό στη Σμύρνη και άρχισαν να παραδίδουν μαθήματα ξένων γλωσσών, κάτι που προσέλκυσε μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων. Με την άδεια του ορθόδοξου μητροπολίτη Σμύρνης Ιακώβου πήραν την άδεια να κηρύττουν μέσα σε ορθόδοξες εκκλησίες και εννέα χρόνια αργότερα ο ίδιος ιεράρχης εγκωμίασε με επιστολή του στον Γάλλο βασιλιά, τις αρετές των Ιησουιτών.[4] Παρόλο που ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη προσπαθούσε να αποκτήσει μια γενική και μακράς διαρκείας άδεια από την οθωμανική κυβέρνηση για ελεύθερη εγκατάσταση των Ιησουιτών στο έδαφός του, δεν τα κατάφερε. Αποσπούσε από τον Σουλτάνο τοπικές άδεις για εγκατάστασή τους στις επαρχίες. Έτσι το 1625 πήρε την άδεια για την εγκατάσταση τους στη Σόφια και τη Φιλιππούπολη, το 1626 στο Χαλέπι, και το 1627 στη Νάξο. Το 1588 στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης ίδρυσαν σχολείο και μονή. Αλλά και εκεί το 1606 διέκοψαν τη λειτουργία τους, επειδή Βενετία είχε εξορίσει τους Ιησουίτες από όλα τα εδάφη της. Η εξορία των Ιησουιτών από όλα τα ενετοκρατούμενα εδάφη Ανατολής και Δύσης κράτησε μέχρι το 1657 και δυσκόλεψε πολύ το έργο τους.[5]

Επίσης ίδρυσαν σχολείο και μέσα στο Άγιο Όρος, στις Καρυές, το 1635 για να μορφώνονται οι ορθόδοξοι μοναχοί. Η σχολή ιδρύθηκε ύστερα από αίτημα του ηγούμενου της Μονής Βατοπεδίου Ιγνατίου προς τον πάπα το 1628. Το 1641 το σχολείο μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και αυτό όχι εξαιτίας της αντίδρασης των μοναχών αλλά εξαιτίας της τουρκικής κυβέρνησης, που έβλεπε με δυσπιστία τη διείσδυση των Δυτικών στον Άθωνα.[6] Το πρώτο σταθερό ίδρυμα των Ιησουιτών στον ελληνικό χώρο δημιουργήθηκε το 1594 στην τουρκοκρατούμενη Χίο. Ήταν η Μονή του Αγίου Αντωνίου του Εξωμερίτη στην πόλη της Χίου. Στον επόμενο αιώνα η σχολή της μονής αναπτύχθηκε αρκετά, καθώς μάλιστα φοιτούσαν εκεί 250 φοιτητές κάθε χρόνο, αλλά τερμάτισε τη δραστηριότητά της το 1695, όταν από μια σύντομη βενετική επιδρομή οι Τούρκοι την ξανακατέλαβαν.

Πιστοί στον τρόπο λειτουργίας του τάγματος προκειμένου να επιτύχουν τους προσηλυτιστικούς σκοπούς τους, οι Ιησουΐτες πλησίαζαν και εξοικειώνονταν με τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα και τις συνήθειες κάθε τόπου. Ο ίδιος ο αρχηγός της αποστολής τους στην Κωνσταντινούπολη πατέρας Φραγκίσκος ντε Κανιγιάκ γράφει σε ένα γράμμα του το 1610 ότι «Για να μας αισθάνονται κοντά τους οι Έλληνες και οι Αρμένιοι αφήσαμε γενειάδα. Φορέσαμε ράσο χωρίς κολάρο και με μακριά μανίκια, σαν αυτό που φέρουν οι παπάδες». Έτσι στη Νάξο ο πατήρ Ρενέ De Saint-Cosme μελοποίησε το «Πάτερ ημών» για να το ψάλλουν οι πιστοί στα ελληνικά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας στη Χίο. Οι νεοαφιχθέντες Ιησουίτες επιδίδονταν στην περιφορά θαυματουργών εικόνων σαν αυτή της Παναγίας του ευαγγελιστή Λουκά, που κατά τον πατέρα Δομήνικο Μαυρίκιο απάλλαξε το νησί από την ανομβρία το 1595. Στην Αθήνα το 1642 ο πατέρας Bleseau ζήτησε από τους προϊστάμενους του στην Κωνσταντινούπολη να του στείλουν ελληνικά βιβλία, σταυρούς και εικόνες αγίων της ορθόδοξης εκκλησίας, και μαζί με αυτά και βιβλία αστρονομίας, φυσικής, γεωγραφίας και μαθηματικών σαν τα προσφορότερα μέσα για να πλησιάσουν τους Τούρκους.[7] Ορθόδοξοι μητροπολίτες έδιναν την άδεια σε Ιησουίτες να κηρύττουν μέσα στις ελληνικές εκκλησίες, να κοινωνούν και να εξομολογούν τους πιστούς τους. Οι μεταστροφές κληρικών στον ρωμαιοκαθολικισμό ήταν συχνές, όπως του μητροπολίτη Λακεδαίμονος Ιωσαφάτ, του μητροπολίτη της Αίγινας Καλλίνικου με αρκετούς μοναχούς του το 1727, του ηγούμενου μονής στην Ύδρα πάλι το 1727, έξι Ελλήνων επισκόπων στις Κυκλάδες το 1662, του μητροπολίτη Ρόδου Μελέτιου (1645-1651), της μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο το 1681, κ.ά.[8]

Με την απαγόρευση του Τάγματος από το 1773 έως το 1814 οι Ιησουίτες στα νησιά του Αιγαίου συνέχισαν το έργο τους. Για μεγαλύτερη ασφάλεια τους, το 1790 οι εναπομείναντες στον ελληνικό χώρο Ιησουίτες ενώθηκαν με το ρωσικό τμήμα της Εταιρείας του Ιησού, που είχε συνεχίσει τη λειτουργία του, αφού στη Ρωσία η Μεγάλη Αικατερίνη δεν είχε δημοσιεύσει το διάταγμα του πάπα για την κατάργηση του τάγματος, και έτσι αυτό δεν ίσχυε. Μάλιστα Έλληνες Ιησουίτες εργάστηκαν στη Λευκορωσία.

Με τη δραστηριοποίηση των μονών Σύρου και Τήνου το 1814 και την ίδρυση της Μονής Αθηνών το 1915 συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας το έργο τους. Το περιοδικό που εκδίδουν οι Έλληνες Ιησουίτες ονομάζεται Ανοιχτοί Ορίζοντες.[9]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βλ. greekjesuits.blogspot.gr
  2. P.J.M. Pratt, Recherches historiques et critiques sur la Compagnie de Jesus en France du temps du P. Coton 1564-1626, III (Λυών, 1876) σ. 686.
  3. Ιωάννης Β. Κογκούλης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική (Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη, 2008), σ. 74-75.
  4. Π. Γρηγορίου, Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων, Αθήνα, 1958, σ. 190.
  5. Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα (Αθήνα: Δόμος, 1992), σ. 99.
  6. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους(Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), τόμ. 10, σ. 124-126.
  7. Βλ. [1], τον ιστοχώρο του τάγματος των Ιησουιτών στην Ελλάδα.
  8. Γιανναράς, ό.π., σ. 100.
  9. Ανοιχτοί Ορίζοντες.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γιανναράς, Χρήστος. Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα. Αθήνα: Δόμος, 1992.

Επιπλέον βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ρούσσος-Μηλιδώνης, Μάρκος. Ιησουίτες στον ελληνικό χώρο (1560-1915). Αθήνα: Εκδόσεις ΚΕΟ, 1991.