Η όπερα του ζητιάνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η όπερα του ζητιάνου
Σκηνή από το έργο, πίνακας του Ουίλλιαμ Χόγκαρθ (1728)
ΣυγγραφέαςΤζον Γκέι
ΣυνεργάτηςΤζόναθαν Σουίφτ
ΤίτλοςThe Beggar's Opera
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1727
Ημερομηνία δημοσίευσης18ος αιώνας
Μορφήόπερα
θεατρικό έργο
ΤόποςΛονδίνο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Όπερα του ζητιάνου (αγγλικά: The Beggar's Opera) είναι όπερα μπαλάντα σε τρεις πράξεις, που γράφτηκε το 1727 από τον θεατρικό συγγραφέα και ποιητή Τζον Γκέυ σε μουσική του συνθέτη Γιόχαν Κρίστοφ Πέπους. Το έργο σατίριζε την πολιτική, τη φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα, εστιάζοντας στο θέμα της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Ήταν επίσης μια αντίδραση στη μόδα της ιταλικής όπερας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην αγγλική σκηνή αλλά αντί της μεγαλειώδους μουσικής και των θεμάτων της όπερας, το έργο χρησιμοποιεί γνώριμες μελωδίες και χαρακτήρες του εγκληματικού υπόκοσμου του Λονδίνου.[1]

Ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του Γκέυ, χαρακτηρίστηκε «το πιο δημοφιλές έργο του 18ου αιώνα» και επηρέασε τη βρετανική κωμική όπερα του 19ου αιώνα και το σύγχρονο μιούζικαλ. Το έργο εξακολουθεί να παίζεται έως την εποχή μας. [2]

Το 1928 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ διασκεύασε το έργο στην Όπερα της πεντάρας σε μουσική του Κουρτ Βάιλ.

Η όπερα μπαλάντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι όπερες μπαλάντες ήταν χαρακτηριστικό θέαμα της αγγλικής σκηνής του 18ου αιώνα που γράφτηκαν ως αντίδραση στην κυριαρχία της ιταλικής όπερας στην αγγλική σκηνή της εποχής. Επρόκειτο για σατιρικά μουσικά έργα που ακολουθούσαν ορισμένες από τις συμβάσεις της όπερας, αλλά χωρίς ρετσιτατίβο. Τα κείμενα αυτών των έργων ήταν προσαρμοσμένα σε δημοφιλή τραγούδια, εκκλησιαστικούς ύμνους και λαϊκές αγγλικές, σκωτσέζικες και ιρλανδικές λαϊκές μπαλάντες της εποχής, που έδωσαν το όνομά τους στο είδος. Οι αρχικοί στίχοι διασκευάζονταν έτσι ώστε να εξυπηρετούν την πλοκή. Η πρώτη όπερα μπαλάντα ήταν η Όπερα του ζητιάνου και η επιτυχία της σηματοδότησε τη δημιουργία της όπερας που παιζόταν μέχρι τη βικτωριανή εποχή. Θεωρείται ως προπομπός της κωμικής όπερας των Γκίλμπερτ και Σάλλιβαν του 19ου αιώνα και του σύγχρονου μιούζικαλ. [3]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηθοποιός Λαβίνια Φέντον στον ρόλο της Πόλλυ στην πρώτη παράσταση έγινε διάσημη μέσα σε μια νύχτα.

Στις 30 Αυγούστου 1716, ο Τζόναθαν Σουίφτ έγραψε μια επιστολή στον Αλεξάντερ Πόουπ, στην οποία εξέφραζε την ιδέα να γράψει μια βουκολική όπερα, που θα διαδραματιζόταν ανάμεσα σε πόρνες και κλέφτες. Ο φίλος τους Τζον Γκέυ εκμεταλλεύτηκε την ιδέα και έγραψε την Όπερα του ζητιάνου. Το έργο σατίριζε τον Βρετανό πρωθυπουργό Ρόμπερτ Ουόλπολ και ολόκληρο το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της Αγγλίας των αρχών του 18ου αιώνα. Συγχρόνως, στόχευε σατιρικά στο παθιασμένο ενδιαφέρον των ανώτερων τάξεων για την ιταλική όπερα που πρόσφατα είχε εισαχθεί στο Λονδίνο. Ωστόσο, αντίθετα με τα μεγάλα ερωτικά πάθη και τους υψηλούς χαρακτήρες της όπερας, στο έργο προβάλλεται η φτώχια, η διαφθορά, το χρήμα και ο υπόκοσμος. Οι ήρωες του έργου είναι ζητιάνοι, πόρνες, προαγωγοί, μαχαιροβγάλτες, κλέφτες, κλεπταποδόχοι, χαρτοπαίχτες, συνεργάτες της αστυνομίας και ληστές, όλος ο υπόκοσμος μιας βαθιά διεφθαρμένης κοινωνίας.[4]

Το λιμπρέττο της όπερας γράφτηκε από τον Τζον Γκέυ. Ο Γιόχαν Κρίστοφ Πέπους, Γερμανός μουσικός που εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, θεωρείται ένας από τους δημιουργούς των 69 τραγουδιών που ακούγονται στο έργο. Κατά την παράδοση, του πιστώνεται η διασκευή όλων των άλλων τραγουδιών που βασίζονται σε λαϊκές μελωδίες - αγγλικά, ιρλανδικά, σκωτσέζικα και γαλλικά, καθώς και στα έργα των Χένρυ Πέρσελ, Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ, Τζιοβάννι Μπονοντσίνι και άλλων συνθετών όπερας.

Η όπερα του ζητιάνου έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία του Τζον Γκέυ και τον καθιέρωσε ως μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές προσωπικότητες της εποχής. Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 29 Ιανουαρίου 1728 και παίχτηκε για 62 παραστάσεις - μέχρι τότε ήταν ο μεγαλύτερος κύκλος παραστάσεων στην ιστορία του αγγλικού θεάτρου. Ήταν τόσο δημοφιλές που το 1730 τυπώθηκε μια τράπουλα με σκηνές από το έργο.

Η ανατρεπτική πλευρά του έργου, οδήγησε στην απαγόρευση της Πόλλυ, της συνέχειας που έγραψε ο Γκέι το 1729, που τελικά ανέβηκε στη σκηνή πενήντα χρόνια αργότερα, το 1777.

 Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πόλλυ και η Λούσυ επικρίνουν τον Μακίθ στη φυλακή, Γκίλμπερτ Στιούαρτ Νιούτον (1826).

Στην αρχή της όπερας, ένας ζητιάνος παρουσιάζει τη σύνθεσή του σε έναν ηθοποιό. Ισχυρίζεται ότι είναι ο συγγραφέας του έργου και ότι έχει προσαρμόσει τις μεγαλειώδεις συμβάσεις της ιταλικής όπερας στη σκληρή πραγματικότητα της ζωής στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου. [5]

Η δράση διαδραματίζεται στο Λονδίνο, ανάμεσα σε εγκληματίες, απατεώνες και κλεπταποδόχους. Ο Μακίθ, αρχηγός συμμορίας κλεφτών και καρδιοκατακτητής, σαγηνεύει την Πόλλυ Πίτσαμ. Ο πατέρας της Πόλλυ, ο κ. Πίτσαμ είναι κλεπταποδόχος και ταυτόχρονα πράκτορας της αστυνομίας: συνεργάζεται με κλέφτες, αγοράζει τα κλοπιμαία και τα μεταπωλεί, αλλά όταν οι κλέφτες σταματούν να του φέρνουν αρκετά, τους παραδίδει στις αρχές της φυλακής Νιούγκειτ, παίρνει ανταμοιβή 40 λιρών και οι κλέφτες εκτελούνται. Ο κ. Πίτσαμ αντιτίθεται στον γάμο της Πόλλυ και εκείνη παντρεύεται κρυφά με τον Μακίθ. Ο Πίτσαμ προδίδει τον γαμπρό του στην αστυνομία, η οποία δεν περιφρονεί τις υπηρεσίες των γυναικών της εύκολης αρετής: Ο Μακίθ, που δεν μπορεί να αντισταθεί στους πειρασμούς, περνάει τον καιρό του παρέα με ιερόδουλες οι οποίες του αποσπούν την προσοχή με φιλιά και δεν παρατηρεί ότι του παίρνουν τα πιστόλια, στερώντας του έτσι την ευκαιρία να αντισταθεί στην αστυνομία. Συλλαμβάνεται και στέλνεται στη φυλακή Νιούγκειτ. Όμως εκεί, ο Μακίθ συναντά την κόρη του δεσμοφύλακα, τη Λούσυ Λόκιτ η οποία είναι έγκυος στο παιδί του και την οποία υπόσχεται να παντρευτεί. Η Λούσυ τον βοηθά να δραπετεύσει.[2]

Η αστυνομία, ωστόσο, καταφέρνει, με τη βοήθεια του Πίτσαμ, να συλλάβει ξανά τον Μακίθ και να τον στείλει πίσω στη φυλακή για τη δίκη και την εκτέλεσή του. Τόσο ο Πίτσαμ όσο και ο δεσμοφύλακας επιμένουν στην εκτέλεση του κατάδικου. Η Πόλλυ και η Λούσυ, ξεχνώντας την αμοιβαία τους ζήλια, παρακαλούν τους πατέρες τους να γλιτώσουν τον εραστή τους.

Αλλά λίγο πριν την εκτέλεση του Μακίθ, ο ζητιάνος και ο ηθοποιός της εναρκτήριας σκηνής επιστρέφουν στη σκηνή. Ο ηθοποιός ανακοινώνει ότι ο Μακίθ δεν μπορεί να πεθάνει, γιατί μια καλή όπερα χρειάζεται αίσιο τέλος. Ο ζητιάνος συμφωνεί και υπόσχεται να ξαναγράψει την τελευταία σκηνή. Αντί να εκτελεστεί, λοιπόν, ο Μακίθ απελευθερώνεται καθώς την τελευταία στιγμή ανεξήγητα έρχεται η χάρη. Το έργο τελειώνει με μια χαρούμενη σκηνή τραγουδιού και χορού, στην οποία ο Μακίθ λέει στην Πόλλυ ότι είναι η μοναδική του αληθινή σύζυγος. [6]

Επιρροή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Όπερα της πεντάρας του Μπέρτολτ Μπρεχτ, που δημιουργήθηκε το 1928, βασίζεται στην πλοκή της Όπερας του ζητιάνου του Γκέυ, αλλά ο Μπρεχτ προσάρμοσε την υπόθεση στην κατάσταση μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η διασκευή του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1948, είναι πιο πιστή στο πρωτότυπο έργο. Η βραζιλιάνικη Πειρατική Όπερα (Ópera do Malandro), που γράφτηκε από τον Τσίκο Μπουάρκε το 1978 διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1940 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.[7]

Ταινίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το 1953, ο Βρετανός σκηνοθέτης Πήτερ Μπρουκ διασκεύασε το έργο σε μια ταινία μεγάλου μήκους με πρωταγωνιστή τον Λώρενς Ολίβιε. Η ταινία σηματοδότησε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μπρουκ.
  • Το 1983, ο Τζόναθαν Μίλλερ σκηνοθέτησε μια νέα διασκευή του έργου για το BBC, με πρωταγωνιστή τον Ρότζερ Ντάλτρυ.
  • Το 1991, ο Τσέχος σκηνοθέτης Γίρι Μένζελ ανέβασε μια ταινία-θεατρική παράσταση βασισμένη στο έργο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]