Η πιστολιά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η πιστολιά
ΣυγγραφέαςΑλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν
ΤίτλοςВыстрел
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1830
Ημερομηνία δημοσίευσης1831
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η πιστολιά (ρωσικός τίτλος:Выстрел) είναι διήγημα του Αλεξάντρ Πούσκιν που γράφτηκε το φθινόπωρο του 1830 στο κτήμα του συγγραφέα στο Μπολντίνο και δημοσιεύτηκε το 1831 στη συλλογή Οι ιστορίες του αείμνηστου Ιβάν Πέτροβιτς Μπέλκιν. [1]

Αναφέρεται σε μια μονομαχία μεταξύ δύο αξιωματικών που διακόπτεται και συνεχίζεται με ασυνήθιστο τρόπο λίγα χρόνια αργότερα. Η σκηνή της μονομαχίας είναι πιθανότατα εμπνευσμένη από μια από τις πολλές μονομαχίες στις οποίες συμμετείχε ο Πούσκιν, μια από τις οποίες οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του λίγα χρόνια αργότερα, το1837.[2]

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ο Πούσκιν πραγματεύεται τα θέματα της τιμής, της εκδίκησης και του θανάτου. Έμπνευση του συγγραφέα ήταν ένας συνδυασμός της προσωπικής του εμπειρίας, καθώς και έργων των συγχρόνων του, όπως σημείωσε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του Σίλβιο επηρεάστηκε από έργα του συγγραφέα Αλεξάντρ Μπεστούζεφ. Η ιστορία, στα όρια της παρωδίας των ρομαντικών μυθιστορημάτων, δίνει μια εικόνα για τη ρωσική κοινωνία του 19ου αιώνα. Αν και σύντομο έργο, αποτελεί ένα από τα κορυφαία της ρωσικής λογοτεχνίας.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την ιστορία διηγήθηκε στον Μπέλκιν ο συνταγματάρχης ILP, ο οποίος υπηρετούσε σε ένα ρωσικό στρατιωτικό φυλάκιο μια μικρής πόλης, ως αξιωματικός πεζικού.

Οι αξιωματικοί επισκέπτονται συχνά έναν μυστηριώδη άνδρα ονόματι Σίλβιο για να παίξουν χαρτιά. Ο Σίλβιο είναι απόστρατος, καλός σκοπευτής και εξασκείται συνεχώς στη σκοποβολή. Οι τοίχοι του σπιτιού του είναι γεμάτοι με τρύπες από σφαίρες. Μια μέρα, ένας αξιωματικός που είχε πρόσφατα τοποθετηθεί στο σύνταγμα πρόσβαλε τον Σίλβιο, ο οποίος, σε αντίθεση ότι αναμένονταν, δεν τον προκάλεσε σε μονομαχία, οπότε πολλοί αξιωματικοί τον θεώρησαν δειλό. Αυτό εκπλήσσει και τον αφηγητή, αφού ο Σίλβιο είναι εξαιρετικός σκοπευτής. [3]

Σε μια εμπιστευτική συνομιλία, ο Σίλβιο εξηγεί στον αφηγητή ότι δεν είναι δειλία εκ μέρους του: πριν από πολλά χρόνια, όταν ακόμη υπηρετούσε στο στρατό, ένας νέος αξιωματικός τον έκανε να ζηλέψει. Ο νεαρός ήταν όμορφος, καλός σκοπευτής, από πλούσια οικογένεια, ήταν κόμης, και πολύ δημοφιλής στις γυναίκες. Σε ένα χορό, ο Σίλβιο τον πρόσβαλε και στη συνέχεια αυτός τον χαστούκισε και ζήτησε μονομαχία, η οποία έγινε δεκτή. Ο κόμης κληρώθηκε να χτυπήσει πρώτος, αλλά πυροβόλησε μόνο το καπέλο του Σίλβιο. Καθώς ο Σίλβιο ετοιμάζονταν να τον χτυπήσει με τη σειρά του, ο κόμης έτρωγε κεράσια, κάτι που εκνεύρισε τον Σίλβιο και εγκατέλειψε τη μονομαχία γιατί δεν ήθελε να σκοτώσει κάποιον που έδειχνε ότι η ζωή του ήταν τόσο ανούσια και άχρηστη. Ο Σίλβιο εξηγεί στον αφηγητή ότι από τότε θέλει ακόμη να εκδικηθεί τον κόμη. Πρόσφατα, έμαθε ότι ο κόμης αρραβωνιάστηκε κι έτσι υποψιάζεται ότι η ζωή του δεν θα του είναι πια τόσο αδιάφορη. Ο Σίλβιο περίμενε αυτή τη στιγμή εδώ και πολύ καιρό και τώρα δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του πριν πάρει εκδίκηση.[4]

Η κόμισσα έπεσε στα πόδια του του Σίλβιο

Μετά από λίγα χρόνια, ο αφηγητής αποσύρεται στο εξοχικό του κτήμα μετά τη στρατιωτική του θητεία. Την ήσυχη ζωή του αναστατώνει η άφιξη γειτόνων του, μεταξύ των οποίων και μια όμορφη νεαρή κόμισσα, τους οποίους επισκέπτεται λίγο αργότερα. Σε έναν τοίχο, παρατηρεί έναν πίνακα που δείχνει ένα ελβετικό τοπίο και έχει δύο τρύπες από σφαίρες η μία πάνω στην άλλη. Ο αφηγητής επαινεί την ακρίβεια των πυροβολισμών και μαθαίνει ότι ο κόμης ήταν ο αντίπαλος του Σίλβιο. Λίγο μετά τον γάμο του, ο Σίλβιο εμφανίστηκε και ζήτησε την επανάληψη της μονομαχίας. Ο κόμης δέχθηκε, είχε και πάλι την πρώτη πιστολιά, αλλά ήταν τόσο νευρικός που αστόχησε και χτύπησε τον πίνακα. Όταν ο Σίλβιο σκόπευσε, η κόμισσα έπεσε στα πόδια του, οπότε ο Σίλβιο τη λυπήθηκε και αντί να στοχεύσει τον κόμη πυροβόλησε σχεδόν ακριβώς στην τρύπα της σφαίρας του πίνακα. Έτσι, χάρισε τη ζωή του κόμη, ωστόσο έδειξε πόσο εύκολα θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει και ικανοποιημένος πλέον έφυγε και δεν τον ξαναείδε κανείς.[5]

Στο τέλος μαθαίνουμε ότι ο Σίλβιο ηγήθηκε ενός συντάγματος στην Ελληνική Επανάσταση και έπεσε στη μάχη του Σκουλενίου κατά των οθωμανικών δυνάμεων.[6]

Αυτοβιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά στοιχεία στο διήγημα μπορούν να συνδεθούν με τις εμπειρίες του Πούσκιν ως νεαρός ενήλικας. Το 1817, κατά το τελευταίο έτος των σχολικών του χρόνων, δημιούργησε φιλίες με Ρώσους αξιωματικούς που βρίσκονταν κοντά στο σχολείο του στην Αγία Πετρούπολη και συναναστρέφονταν μαζί τους – συχνά πίνοντας και παίζοντας χαρτιά, έτσι, γνώριζε πολύ καλά τη συμπεριφορά των Ρώσων αξιωματικών του 19ου αιώνα.

Τα στοιχεία της μονομαχίας αντλούνται σε μεγάλο βαθμό από την ενασχόληση του ίδιου του Πούσκιν με τη μονομαχία, μια από τις οποίες οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του λίγα χρόνια αργότερα, το 1837. Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη μονομαχία του Πούσκιν. Συμμετείχε σε πολλές κατά τα νεανικά του χρόνια και ήταν πολύ τυχερός που γλίτωσε αλώβητος. Η πρώτη μονομαχία μεταξύ του Σίλβιο και του κόμη βασίστηκε σε μια εμπειρία του Πούσκιν. Ο βιογράφος του Ρόμπερτ Τσάντλερ γράφει «Όσο για τη μονομαχία, ο Πούσκιν φαίνεται να έχει επιδείξει μεγάλη γενναιότητα: μια φορά έφτασε με ένα κύπελο κεράσια, τρώγοντάς τα ενώ ο αντίπαλός του έκανε την πρώτη βολή». Επίσης:  «Όταν ο αντίπαλός του αστόχησε, ο Πούσκιν αποχώρησε χωρίς να πυροβολήσει».[7]

Η μονομαχία στη Ρωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, η Ρωσία γνώρισε τις περισσότερες μονομαχίες στην ιστορία της. Οι μονομαχίες έγιναν ο πρωταρχικός τρόπος για έναν κύριο να αποκαταστήσει την τιμή του και για να διευθετήσει διάφορες διενέξεις. Οτιδήποτε, από διαφωνίες στις επιχειρήσεις, επίλυση διαφορών για γυναίκες, ασήμαντες προσβολές ή οποιαδήποτε ενέργεια αμφισβητούσε την τιμή κάποιου, προκαλούσαν μονομαχία, η οποία θεωρούνταν μέρος του «κώδικα τιμής» ενός κυρίου. Οι μονομαχίες ήταν ένα τελετουργικό γεγονός και παρά τις πολλές προσπάθειες του κράτους να τις θέσει εκτός νόμου, συνεχίστηκαν για αιώνες.[8]

Η ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα αναφέρθηκε συχνά σε μονομαχίες και έργα όπως Η πιστολιά συνέβαλαν στην προώθηση της θέσης της ως πολιτιστική παράδοση της ρωσικής κοινωνίας.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1942: Un colpo di pistola, ιταλική ταινία σε σκηνοθεσία Ρενάτο Καστελάνι [9]
  • 1965: Le Coup de pistol, γαλλική τηλεταινία σε σκηνοθεσία Willy Holt.
  • 1967: Vystrel, ρωσική ταινία σε σκηνοθεσία Naum Trakhtenberg.[10]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η πιστολιά, μετάφραση: κ. Λύμπη, εκδόσεις, Μαρή και Κοροντζή, 1943, σε συλλογή διηγημάτων του Πούσκιν.
  • Η πιστολιά, μετάφραση: Ανδρέας Σαραντόπουλος, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1990, σε συλλογή διηγημάτων του Πούσκιν.[11]
  • Η πιστολιά, μετάφραση: Κώστας Μιλτιάδης, εκδόσεις Κοροντζή, 2005 στη συλλογή Τα διηγήματα της φωτιάς[12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]