Εμέρικο Αμάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εμέρικο Αμάρι
Ο Εμέρικο Αμάρι σε λιθογραφία.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Emerico Amari (Ιταλικά)
Γέννηση10  Μαΐου 1810[1]
Παλέρμο[1]
Θάνατος21  Φεβρουαρίου 1870[1]
Παλέρμο[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Ιταλίας (1861–1870)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά
Εκπαίδευσηlaurea
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητανομικός[1]
στατιστικολόγος[1]
οικονομολόγος[1]
πολιτικός[1]
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο του Παλέρμο
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΙταλική ενοποίηση
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων του Βασιλείου της Ιταλίας (1861–1865)[2]
μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων του Βασιλείου της Ιταλίας (1867–1870)[2]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Εμέρικο Αμάρι (ιταλικά: Emerico Amari, 1810–1870) ήταν Ιταλός νομικός και πολιτικός, πρωτοπόρος του συγκριτικού δικαίου, καθώς και οικονομολόγος με φιλοσοφικά ενδιαφέροντα και δεξιότητες. Ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές του φιλελεύθερου πολιτικού κινήματος, κατά τη διάρκεια της ιταλικής ενοποίησης.[3][4]

Ο Εμέρικο Αμάρι ανήκε σε μια παλαιά και αριστοκρατική οικογένεια του Παλέρμο. Πατέρας του ήταν ο κόμης και βουλευτής Αντριάνο Μαριάνο Σαλβατόρε Αμάρι και μητέρα του η Ροζαλία Μπαγιάρντι. Αφού ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στο Βασιλικό Κολλέγιο «Καρολίνο Καλασάντσιο» του Παλέρμο, φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Παλέρμο. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο εγκατάλειψε για να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία. Δημοσίευσε άρθρα σε επιστημονικές λογοτεχνικές εφημερίδες, όπου άσκησε κριτική στην καντιανή σκέψη, η οποία εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στους πνευματικούς κύκλους της Σικελίας. Ασχολήθηκε επίσης με την εμπειριστική θεώρηση του Άγγλου Τζων Λοκ και με τις φιλοσοφικές απόψεις του Τζαν Ντομένικο Ρομανιόζι.[5][6]

Από το 1836 ξεκίνησε να δημοσιεύει άρθρα νομικού και οικονομικού περιεχομένου του ως ανταποκριτής με άρθρα για δωρεάν νομικά και οικονομικά θέματα στην «Εφημερίδα της Στατιστικής» (Giornale di Statistica). Αυτά τα θέματα που πρότεινε ξανά στη διδασκαλία του ποινικού δικαίου από το 1841 έως το 1848 στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, όπου τράβηξε την προσοχή της αστυνομίας των Βουρβόνων για τη χειροκροτημένη διάλεξή του τον Δεκέμβριο του 1842 σχετικά με τη θανατική ποινή. Από το 1841 έως το 1848 κατείχε τη θέση του καθηγητή ποινικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, όπου απέσπασε την προσοχή της αστυνομίας των Βουρβόνων για τις απόψεις του πάνω στη θανατική ποινή.[7]

Στις 28 Νοεμβρίου του 1847 έδωσε μια παθιασμένη ομιλία μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος στο Παλέρμο, εκφράζοντας φιλελεύθερες και αντιπολιτευόμενες απόψεις. Δύο ημέρες πριν από το ξέσπασμα της Σικελικής Επανάστασης του 1848 συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος λίγες μέρες αργότερα. Ως βουλευτής του Σαλέμι και του Παλέρμο, εργάστηκε για τη θέσπιση ενός νέου συντάγματος του Βασιλείου της Σικελίας, ενώ ως πρεσβευτής της επαναστατικής κυβέρνησης μετέβη στο Τορίνο για να προσφέρει το θρόνο της Σικελίας στον Δούκα Φερδινάνδο της Γένοβας.

Όταν τα στρατεύματα των Βουρβόνων κατέλαβαν ξανά το Παλέρμο, αποκαθιστώντας τη μοναρχία το 1849, ο Εμέρικο Αμάρι κατέφυγε πρώτα στη Μάλτα και μετά στη Γένοβα.

Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του αλληλογραφούσε με τον Φραντσέσκο Φεράρα και συνεργάστηκε με οικονομικές εφημερίδες, δημοσιεύοντας το 1857 το σημαντικότερο έργο του «Η κριτική μιας επιστήμης συγκριτικών νόμων» (La Critica di una scienza delle legislazioni comparate). Το 1859 έγινε καθηγητής φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών της Φλωρεντίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1860.[8]

Το 1860, μετά την επιτυχή Εκστρατεία των Χιλίων του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, επέστρεψε στο Παλέρμο, αναλαμβάνοντας από την προσωρινή κυβέρνηση να βρει λύσεις που θα επιτύγχαναν μια ομαλή ενσωμάτωση των νότιων περιοχών της Ιταλικής Χερσονήσου στο νέο Βασίλειο. Ωστόσο, σύντομα παραιτήθηκε από το έργο που του είχε ανατεθεί, συνειδητοποιώντας ότι ολόκληρο το εγχείρημα αποτελούσε ουσιαστικά μία προσπάθεια δημιουργίας ενός συγκεντρωτικού Βασιλείου υπό τη δυναστεία της Σαβοΐας. Ως εκ τούτου, αρνήθηκε τα δημόσια αξιώματα που του προτάθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Δημόσιας Παιδείας.

Προτεινόμενος ως υποψήφιος από όλο το κοινοβουλευτικό πολιτικό φάσμα, ο Εμέρικο Αμάρι εξελέγη βουλευτής στην πρώτη Βουλή του Βασιλείου της Ιταλίας. Η παραίτησή του, που υποβλήθηκε ένα χρόνο αργότερα και οφειλόταν στην ασθένεια του γιου του, δεν έγινε δεκτή. Εξελέγη για μία ακόμη θητεία το 1867, αλλά αποσύρθηκε σύντομα από τα καθήκοντά του. Το 1868 έγινε δημοτικός σύμβουλος της πόλης του Παλέρμο, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 1870.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]