Εκτροχιασμός στο Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εκτροχιασμός στο Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν
Απομεινάρια του συρμού μετά το δυστύχημα
ΧώροςΣαβοΐα (Γαλλία)
Ώρα~ 23:25΄
Ημερομηνία12 Δεκεμβρίου 1917
ΤοποθεσίαΣεν-Μισέλ-ντε Μωριέν
ΤύποςΕκτροχιασμός επιβατικού συρμού
ΑίτιαΑνεπαρκής ισχύς πέδησης
Θάνατοι675
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο εκτροχιασμός στο Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν στις 12 Δεκεμβρίου 1917 ήταν σιδηροδρομικό δυστύχημα που περιελάμβανε στρατιωτική αμαξοστοιχία που μετέφερε τουλάχιστον 1.000 Γάλλους στρατιώτες στο σπίτι τους για άδεια από το Ιταλικό Μέτωπο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο . Ο εκτροχιασμός, που συνέβη καθώς το τρένο κατέβαινε την κοιλάδα Μωριέν ΙMaurienne) στη σιδηροδρομική γραμμή Κυλόζ - Μοντάν (Culoz–Modane) προκάλεσε συντριβή του συρμού και στη συνέχεια πυρκαγιά στην οποία περισσότεροι από 675 άτομα έχασαν τη ζωή τους. [1] Εξακολουθεί να είναι το πιο θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στη Γαλλία μέχρι σήμερα.

Ιστορικό του ατυχήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Στρατηγός Εμίλ Φαγιόλ

Μετά τη Μάχη του Καπορέτο, που έλαβε χώρα από τις 24 Οκτωβρίου έως τις 19 Νοεμβρίου 1917, ένα Βρετανικό και Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα στάλθηκαν στη βορειοανατολική Ιταλία για να ενισχύσουν την ιταλική γραμμή του μετώπου. Όταν το ιταλικό μέτωπο σταθεροποιήθηκε ένα μήνα αργότερα, ο στρατηγός Εμίλ Φαγιόλ (Émile Fayolle), ο οποίος ήταν ο νέος αρχιστράτηγος των γαλλικών στρατευμάτων που υποστήριζαν τους Ιταλούς, έδωσε άδεια σε στρατιώτες που είχαν πολεμήσει προηγουμένως στο Δυτικό Μέτωπο, έτσι ώστε το ηθικό να βελτιωθεί στον απόηχο της Ανταρσίας του Γαλλικού Στρατού 1917. Στα τέλη Νοεμβρίου 1917, οργανώθηκε σχέδιο σιδηροδρομικών μεταφορών για τη μεταφορά των Γάλλων στρατιωτών από τη Βιτσέντζα, μια ιταλική πόλη, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς στη Γαλλία .

Τη νύχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου 1917, το στρατιωτικό τρένο, με αριθμό 612, επέστρεφε από την Ιταλία γεμάτο με Γάλλους στρατιώτες που είχαν περάσει ένα μήνα βοηθώντας τα ιταλικά στρατεύματα.

Αφού πέρασε από τη σήραγγα Μοντ Σενί (Mont Cenis), το τρένο έφτασε στο σταθμό του Μοντάν, όπου συνδέθηκαν στον συρμό δύο επιπλέον βαγόνια πριν από τη διαδρομή προς το Σαμπερί. Από εκεί επρόκειτο να διασκορπιστούν για να βρουν τις οικογένειές τους σε όλη τη Γαλλία για 15 ημέρες άδειας που κάλυπταν τις διακοπές του τέλους του έτους. Το τρένο σταμάτησε στο Μοντάν επί μία ώρα για να περάσουν άλλα τρένα. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς κατέβηκαν από το τρένο κατά τη διάρκεια αυτής της στάσης, για να πάρουν το εξπρές Μοντάν - Παρίσι.

Το τρένο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τρένο αποτελούνταν από 19 βαγόνια ιταλικής κατασκευής: ένα φορτηγό αποσκευών σε κάθε άκρο, 15 βαγόνια με αναρτήσεις σε φορέα και δύο βαγόνια με σταθερούς άξονες που προστέθηκαν στο Μοντάν, συνολικού μήκους 350 μέτρων και συνολικού βάρους 526 τόνων. Με επίσημη καταμέτρηση μετέφερε 982 στρατευμένους άνδρες της 46ης και 47ης μεραρχίας. [1] Τα βαγόνια ήταν ξύλινης κατασκευής με μεταλλικό σκελετό (σασί). Λόγω έλλειψης ατμαμαξών στην περιοχή, ο τοπικός διοικητής σιδηροδρομικής κυκλοφορίας επέλεξε να συνδέσει δύο τρένα συνδυάζοντας 19 βαγόνια σε μιαν ατμάμαξα κλάσης 4-6-0 . Από αυτά τα βαγόνια, μόνο τα τρία πρώτα είχαν αερόφρενα, τα υπόλοιπα βαγόνια είχαν μόνο χειρόφρενα ή καθόλου φρένα. Τα φρένα πεπιεσμένου αέρα λειτούργησαν μόνο στα τρία πρώτα βαγόνια του τρένου και επτά 'φρεναδόροι" (υπάλληλοι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή των φρένων, δύο από τους οποίους πέθαναν στον εκτροχιασμό) είχαν κατανεμηθεί σε όλο το τρένο, για να ενεργοποιούν τα φρένα όταν τους δινόταν σήμα από το σφύριγμα της ατμάμαξας.

Το τρένο πιθανόν μετέφερε περισσότερους από τον επίσημο αριθμό στρατιωτών και ήταν υπερφορτωμένο για λειτουργία στην απότομη κλίση 3,3% μεταξύ Μοντάν (υψόμετρο 1040 μέτρα) και Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν (Saint Michel de Maurienne, υψόμετρο 710 μέτρα), με πάρα πολλά βαγόνια σε σχέση με την ισχύνπέδησης της μονής ατμάμαξας. Ένα τέτοιο τρένο κανονικά θα είχε δύο ατμάμαξες. Ωστόσο, η δεύτερη ατμάμαξα που είχε διατεθεί είχε επιταχθεί για ένα τρένο πυρομαχικών από τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για την αποστολή. Ο οδηγός προέβαλε αντιρρήσεις στο να πάρει τόσο βαρύ φορτίο με μια μόνον ατμάμαξα, αλλά αυτές δεν έγιναν αποδεκτές από τον αξιωματικό μεταφοράς.

Το δυστύχημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τόπος του ατυχήματος

Το τρένο αναχώρησε από τον σταθμό Μοντάν στις 23:15΄ και κατέβηκε στην κοιλάδα. Ο οδηγός ξεκίνησε την κατηφόρα όσο πιο αργά γινόταν, στις 10 kilometres per hour (6 mph) στην πρώτη κλίση, αλλά από το Φρενέ και μετά, σε μικρή απόσταση από το Μοντάν, το τρένο άρχισε να επιταχύνει σε μια τελική ανεξέλεγκτη ταχύτητα 135 kilometres per hour (84 mph) όπως μετράται από τον δείκτη ταχύτητας της ατμομηχανής. Ο οδηγός πάτησε τα φρένα χωρίς αποτέλεσμα, λόγω του μεγάλου φορτίου, και γρήγορα έχασε τον έλεγχο του τρένου. Λόγω έλλειψης επαρκούς ισχύος πέδησης για την απότομη κατωφέρεια κλίσης 3,3%, το τρένο εκτροχιάστηκε.

Το πρώτο βαγόνι εκτροχιάστηκε ενώ έτρεχε με 102 kilometres per hour (63 mph) σε σημείο όπου η επιτρεπόμενη ταχύτητα ήταν 40 kilometres per hour (25 mph) και ο ζεύκτης του έσπασε μόλις 1.300 μέτρα από τον σταθμό Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν λίγο μετά τη διέλευση της μεταλλικής γέφυρας του αυτοκινητόδρομου στο Σωσσάζ (Saussaz), πάνω από τον ποταμό Αρκ. Τα ξύλινα βαγόνια συγκρούστηκαν το ένα με το άλλο και αμέσως πήραν φωτιά, που προκλήθηκε από τα υπερθερμασμένα φρένα και τα αναμμένα κεριά που υπήρχαν σε αυτά λόγω ελαττωματικού ηλεκτρικού φωτισμού. Η φωτιά τροφοδοτήθηκε επίσης από χειροβομβίδες και άλλα εκρηκτικά που μετέφεραν χωρίς άδεια οι στρατιώτες που επέστρεφαν σπίτι. Η φωτιά δεν έσβησε μέχρι το βράδυ της επόμενης μέρας. Ο εκτροχιασμός σημειώθηκε σε σημείο όπου η σιδηροδρομική γραμμή περνούσε από ένα στενό κενό στο ορεινό ανάγλυφο, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια διαφυγής θερμότητας από τη φωτιά.

Απώλειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εργασίες εκκαθάρισης μετά το δυστύχημα

Ο οδηγός του συρμού (μηχανικός) ήταν πολύ απασχολημένος με τα χαλασμένα φρένα του και την υπερβολική ταχύτητα για να παρατηρήσει την απουσία των βαγονιών μέχρι να φτάσει στο σταθμό του Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν. Εδώ κατάφερε τελικά να σταματήσει την ατμομηχανή του και την εφοδιοφόρο της. Μαζί με μερικούς Σκωτσέζους στρατιώτες που περίμεναν να αναχωρήσουν για το Μοντάν (δύο βρετανικές μεραρχίες είχαν επίσης σταλεί στο ιταλικό μέτωπο τον Οκτώβριο) και σιδηροδρομικούς υπαλλήλους και από τους δύο σταθμούς, πήγε αμέσως στον τόπο του ατυχήματος για να βοηθήσει. Το έργο τους έγινε πιο δύσκολο από το βραχώδες έδαφος όπου βρίσκονταν τα κατεστραμμένα βαγόνια, από τη ζέστη από τις φωτιές και από το ύψος των συσσωρευμένων συντριμμιών. Ο σταθμάρχης στο Λα Πραζ (La Praz), βλέποντας το τρένο να περνά με ταχύτητα και εκτός ελέγχου, είχε ειδοποιήσει τον σταθμάρχη στον επόμενο μεγαλύτερο σταθμό, τον Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν, ο οποίος ανέστειλε την αναχώρηση ενός συρμού γεμάτου Βρετανούς στρατιώτες, εμποδίζοντας έτσι μια καταστροφική μετωπική σύγκρουση. [2]

Τόσο το στρατιωτικό νοσοκομείο στο Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν όσο και το εργοστάσιο ζυμαρικών Μποζόν - Βερντυράζ (Bozon-Verduraz) στη γύρω περιοχή μετατράπηκαν σε αυτοσχέδια νοσοκομεία και νεκροτομεία για τα θύματα.

Τα σωστικά συνεργεία ανέσυραν περισσότερα από 424 πτώματα από τα συντρίμμια, που μπορούσαν να αναγνωριστούν επίσημα. Άλλα 135 δεν ήταν δυνατό να αναγνωριστούν. 37 ακόμη πτώματα βρέθηκαν σκορπισμένα κατά μήκος του έρματος του σιδηροδρόμου ή της δεξιάς διαδρομής, μεταξύ του Λα Πραζ και της μεταλλικής γέφυρας, που ανήκαν σε στρατιώτες που είχαν πηδήξει από το τρένο εκτός ελέγχου ή είχαν εκτιναχθεί με ταχύτητα από αυτό. Ενταφιάστηκαν σε κοινό τάφο δίπλα στο νεκροταφείο.

Μόνον 183 άνδρες που επέβαιναν στο τρένο αναφέρθηκαν στο προσκλητήριο το επόμενο πρωί (13 Δεκεμβρίου). Περισσότεροι από 100 άλλοι είτε πέθαναν σε νοσοκομεία της περιοχής, είτε κατά τη μεταφορά τους σε αυτά, τις επόμενες 15 ημέρες. Ο αναφερόμενος αριθμός θανάτων ποικίλλει μεταξύ των πηγών, και κυμαίνεται από τουλάχιστον 675 [1] έως περίπου 800. [2]

Μετά το δυστύχημα: Η έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μνημείο στον τόπο του δυστυχήματος

Το δυστύχημα παρέμεινε απόρρητο στρατιωτικό μυστικό επί 90 χρόνια. Εκείνη την εποχή, ο γαλλικός στρατός επέβαλε σιωπή στον γαλλικό Τύπο, ο οποίος ανέφερε ελάχιστα ή καθόλου για το ατύχημα επειδή ενέπλεξε Γάλλους αξιωματικούς. Η καθημερινή Le Figaro αφιέρωσε μόνον 21 γραμμές στο δυστύχημα στις 17 Δεκεμβρίου, τέσσερις ημέρες μετά το συμβάν.

Συγκροτήθηκε στρατοδικείο για να δικάσει έξι υπαλλήλους του σιδηροδρόμου PLM (Παρίσι–Λυών–Μεσόγειος), οι οποίοι αθωώθηκαν.

Τον Ιούνιο του 1923 ο Υπουργός Άμυνας, Αντρέ Μαζινό, εγκαινίασε μνημείο για τα θύματα στο νεκροταφείο του Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν. Το 1961 τα λείψανα των θυμάτων μεταφέρθηκαν στο εθνικό στρατιωτικό νεκροταφείο της Λυών-Λα Ντουά. Στις 12 Δεκεμβρίου 1998 ένα μνημείο εγκαινιάστηκε στην τοποθεσία Λα Σωσσάζ, κοντά στο σημείο του ατυχήματος.

Ο εκτροχιασμός παραμένει η μεγαλύτερη σιδηροδρομική καταστροφή στη γαλλική ιστορία. Παραμένει επίσης η δεύτερη μεγαλύτερη σιδηροδρομική καταστροφή στο σύνολο της παγκόσμιας ιστορίας όσον αφορά στον ακριβή αριθμό γνωστών θυμάτων, που αντικαταστάθηκε μόνο από το ναυάγιο του τρένου από το τσουνάμι της Σρι Λάνκα το 2004. Αυτό καθιστά επίσης τον εκτροχιασμό του Σεν-Μισέλ-ντε Μωριέν την πιο θανατηφόρα σιδηροδρομική καταστροφή στην παγκόσμια ιστορία που συνέβη ως αποτέλεσμα επιχειρησιακού ατυχήματος αντί να προκλήθηκε από μια μεγαλύτερη συνεχιζόμενη φυσική καταστροφή .

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Histoires 14-18 : la catastrophe ferroviaire de Saint-Michel-de-Maurienne» (στα γαλλικά). franceinfo. 7 December 2017. https://france3-regions.francetvinfo.fr/bourgogne-franche-comte/histoires-14-18-catastrophe-ferroviaire-saint-michel-maurienne-1379367.html. Ανακτήθηκε στις 1 April 2018. 
  2. 2,0 2,1 Fry, David. «Modane, France (1917)». Danger Ahead!. Ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2011. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Accident ferroviaire de Saint-Michel-de-Maurienne στο Wikimedia Commons