Δομέστικος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Δομέστικος, από το λατινικά: domesticus‎‎ (= οικιακός), ήταν πολιτικό, εκκλησιαστικό και στρατιωτικό αξίωμα στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Στρατιωτική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καταγωγοί των δομέστικων εντοπίζεται στη μονάδα φρουράς της Ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου, που ιδρύθηκε στα τέλη τού 3ου αι. Επρόκειτο για ένα σώμα ανδρών, που χρησίμευε ως επιτελείο στους Ρωμαίους Αυτοκράτορες, ενώ λειτουργούσε και ως σχολή αξιωματικών. [1] Αυτό συνέχισε να υπάρχει στην Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία μέχρι τα τέλη τού 6ου αι. Στον βυζαντινό στρατό, οι παλαιοί protectores domestici είχαν εξαφανιστεί τον 7ο αι. και το όνομα παρέμεινε μόνο ως τίτλος, που συνδέθηκε με ορισμένες μονάδες φρουράς. Μετά τη δημιουργία των ταγμάτων στα μέσα τού 8ου αι., τέσσερα από αυτά, οι Σχολές, οι Εξκούβιτοι, οι Ικανάτοι και οι Νούμεροι, καθώς και, μοναδικά, το θέμα των Οπτιμάτων, εδιοικούντο από έναν δομέστικο. [2] Σε αυτά προστέθηκε το βραχύβιο τάγμα των Αθανάτων στα τέλη τού 10ου αι. [3]

Ο σημαντικότερος από αυτούς, ο δομέστικος των Σχολών θα αναδειχτεί τον 10ο αι. ως ο αρχιστράτηγος τού Στρατού μετά τον Αυτοκράτορα, και η θέση αργότερα τον ίδιο αιώνα θα μοιραστεί σε δύο, στον δομέστικο της Ανατολής και τον δομέστικο της Δύσεως να διοικούν τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία και την Ευρώπη (τα Βαλκάνια) αντίστοιχα. [4] Με την ιδιότητά του ως de facto αρχιστράτηγος τού στρατού, ο δομέστικος των Σχολών αντικαταστάθηκε από τον μεγάλο Δομέστικο τον 12ο–13ο αι., ενώ ο απλός δομέστικος έγινε τιμητικός τίτλος, που απονέμετο στους μεσαίου βαθμού αξιωματούχους κατά την περίοδο των Παλαιολόγων. [5] Ο μέγας Δομέστικος παρέμεινε ο αρχιστράτηγος τού βυζαντινού Στρατού στη συνέχεια, μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην περίοδο των Κομνηνών, σε απόηχο των διευθετήσεων τού 10ου αι., ο μέγας Δομέστικος διοικούσε μερικές φορές ολόκληρο τον στρατό πεδίου της Ανατολής ή της Δύσης, αλλά στην περίοδο των Παλαιολόγων υπήρχε μόνο ένας κάτοχος τού αξιώματος, ο οποίος έφτασε να είναι ένας από τους ανώτερους αυλικούς, που κατατάσσονται αμέσως μετά τον καίσαρα (διάδοχο). [2]

Πολιτικοί και ανακτορικοί λειτουργοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 355, οι πολιτικοί δομέστικοι μαρτυρούνται επίσης ως επικεφαλής διαφόρων γραφείων και διάφορες υψηλές διοικητικές θέσεις παρέμειναν συνδεδεμένες με τον τίτλο δομέστικος μέχρι την ύστερη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. [6] Ορισμένες αυλικές θέσεις μετονομάστηκαν επίσης, καθώς τα τμήματά τους έγιναν ανεξάρτητα: ο δομέστικος της βασιλικής τραπέζης («οικιακός τού αυτοκρατορικού τραπεζιού») που πιστοποιείται το 680, προέρχεται από το παλαιό castrensis palatii. [7]

Εκκλησιαστική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ένα εκκλησιαστικό χώρο, ένας δομέστικος ήταν επικεφαλής μίας ομάδας, που σχετιζόταν με την εκκλησιαστική τελετουργία, ειδικά σε σχέση με τους ψάλτες. Ήταν οι χοράρχες, που πρωτοστατούσαν στους ύμνους και τις επευφημίες προς τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη. [6] [8]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Southern & Dixon 1996.
  2. 2,0 2,1 ODB.
  3. ODB, σελ. 220.
  4. Treadgold 1995.
  5. ODB, σελ. 648.
  6. 6,0 6,1 ODB, σελ. 646.
  7. Haldon 1997.
  8. Moran 1986.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]