Γκασάν Καναφανί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκασάν Καναφανί
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
غسّان كنفانيّ (Αραβικά)
Γέννηση9  Απριλίου 1936[1][2][3]
Acre Subdistrict
Θάνατος8  Ιουλίου 1972[1][2][4]
Βηρυτός
Αιτία θανάτουεκρηκτική συσκευή
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΠαλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑραβικά[5]
Αγγλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
μυθιστοριογράφος
δημοσιογράφος
συγγραφέας
κριτικός λογοτεχνίας
Αξιοσημείωτο έργοUmm Saʻd
Men in the Sun
Return to Haifa
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΛαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και Αραβικό Εθνικιστικό Κίνημα
Οικογένεια
ΤέκναFayez Kanafani
ΑδέλφιαʻAdnān Kanafānī
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςLotus Prize for Literature (1975)
Ιστότοπος
www.ghassankanafani.com
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γκασάν Καναφανί (8 Απριλίου 19368 Ιουλίου 1972) ήταν Παλαιστίνιος συγγραφέας και στα τελευταία χρόνια της ζωής του ηγετικό στέλεχος του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP).[6] Δολοφονήθηκε από τη Μοσάντ στα πλαίσια των αντιποίνων για τη Σφαγή του Αεροδρομίου Λοντ.[7]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκασάν Φαγίζ Καναφανί γεννήθηκε στην πόλη Άκρα (Άκα), που σήμερα βρίσκεται στο Ισραήλ, αλλά τότε βρισκόταν στα εδάφη της Βρετανικής Εντολής για την Παλαιστίνη. Οι γονείς του ήταν Παλαιστίνιοι Μουσουλμάνοι της μεσαίας τάξεως[8] και ο Γκασάν ήταν το τρίτο τους παιδί. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος ενεργά αναμεμιγμένος στο εθνικό κίνημα κατά της βρετανικής κατοχής και είχε φυλακισθεί αρκετές φορές από τους Βρετανούς όταν ο Γκασάν ήταν παιδί.[9] Ο Γκασάν πήγε σε γαλλικό σχολείο Καθολικών ιεραποστόλων στη Γιάφα.[10]

Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών του Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948 στην Άκρα, ο Γκασάν και η οικογένειά του υποχρεώθηκαν να φύγουν[11] μαζί με χιλιάδες άλλους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Σε γράμμα του προς τον γιο του δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα, ο Γκασάν ανακαλεί την «έντονη ντροπή» που αισθάνθηκε τότε ως παιδί βλέποντας τους άνδρες συγγενείς του να παραδίδουν τα όπλα τους και να γίνονται πρόσφυγες.[12] Πήγαν πρώτα στον Λίβανο και μετά εγκαταστάθηκαν στη Δαμασκό της Συρίας.[13] Εκεί ο πατέρας του άνοιξε μικρό δικηγορικό γραφείο, ενώ το οικογενειακό εισόδημα συμπληρωνόταν από τη μερική απασχόληση των αγοριών. Ο Γκασάν ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση και πήρε πιστοποιητικό διδασκαλίας από την Υπηρεσία Περιθάλψεως και Εργασίας για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες του ΟΗΕ (UNRWA) το 1952. Αρχικώς βρήκε εργασία ως δάσκαλος των τεχνικών για περίπου 1.200 εκτοπισμένα παιδιά Παλαιστινίων σε στρατόπεδο προσφύγων, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα για να βοηθήσει τους μαθητές του να εντάξουν σε κάποιο πλαίσιο την κατάσταση που βίωναν.[14]

Πολιτική και δημοσιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ίδιο έτος, το 1952, ο Γκασάν Καναφανί εγγράφηκε στο Τμήμα Αραβικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Δαμασκού. Το επόμενο έτος γνώρισε τον δρα. Ζωρζ Χαμπάς, ο οποίος τον εισήγαγε στην πολιτική και άσκησε σημαντική επίδραση στο έργο του. Το 1955, προτού προλάβει να ολοκληρώσει τις σπουδές του με μια διπλωματική εργασία με θέμα «Φυλή και θρησκεία στη σιωνιστική λογοτεχνία» (που θα αποτελούσε τη βάση για τη μελέτη του Επί της σιωνιστικής λογοτεχνίας το 1967), Ο Καναφανί αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο. Αιτία ήταν η πολιτική σχέση του με το Κίνημα Αράβων Εθνικιστών, στο οποίο τον είχε στρατολογήσει ο Χαμπάς.[15] Το 1956 ο Καναφανί εγκαταστάθηκε στο Κουβέιτ, ακολουθώντας την αδελφή του, τη Φαϊζά, που είχε εγκατασταθεί εκεί ήδη[16] από το 1950 για να εργασθεί ως δασκάλα, αλλά και τον αδελφό του. Ο Γκασάν βρήκε εκεί εργασία ως φιλόλογος καθηγητής και περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του διαβάζοντας ρωσική λογοτεχνία. Το επόμενο έτος έγινε συντάκτης της ιορδανικής εφημερίδας Αλ-Ραΐ (= «Η Γνώμη»), που υπεστήριζε το Κίνημα Αράβων Εθνικιστών[17]

Το 1960, μετά από συμβουλή του Χαμπάς, ο Καναφανί μετακόμισε και πάλι, αυτή τη φορά στη Βηρυτό, όπου άρχισε να γράφει στο φερέφωνο του κινήματος, την Αλ-Χουρίγια, και ενδιαφέρθηκε για τη μαρξιστική φιλοσοφία και πολιτική.[18] Το 1962 υποχρεώθηκε να ζήσει για λίγο στην παρανομία, καθώς δεν είχε την υπηκοότητα κανενός κράτους. Επανεμφανίσθηκε ωστόσο στη Βηρυτό αργότερα το ίδιο έτος, αναλαμβάνοντας τη σύνταξη της νασερικής εφημερίδας Αλ Μουχαρίρ (= «Ο Απελευθερωτής»), και συγκεκριμένα του εβδομαδιαίου της ένθετου «Παλαιστίνη».[19] Συνέχισε το 1967 σε μια άλλη νασερική εφημερίδα, την Αλ-Ανουάρ (= «Ο φωτισμός»), γράφοντας επιφυλλίδες υπό το ψευδώνυμο «Φαρίς Φαρίς».[20] Το ίδιο έτος εντάχθηκε στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και το 1969 παραιτήθηκε από την Αλ-Ανουάρ προκειμένου να απασχοληθεί με το εβδομαδιαίο περιοδικό του Μετώπου, το Αλ-χαντάφ (= «Ο στόχος»), ενώ τον ίδιο καιρό συνέταξε ένα πρόγραμμα του Μετώπου, σύμφωνα με το οποίο το κίνημα υιοθέτησε επισήμως τον μαρξισμό-λενινισμό. Αυτό σηματοδότησε την απομάκρυνση από τον παναραβικό εθνικισμό και την πορεία προς τον επαναστατικό παλαιστινιακό αγώνα.[21] Μέχρι τον θάνατό του διατηρούσε εκτεταμένες επαφές με ξένους δημοσιογράφους και με αντισιωνιστές Εβραίους της Σκανδιναβίας.[22] Πιστεύεται ότι τα πολιτικά του κείμενα και το δημοσιογραφικό έργο του είχαν μείζονα επίδραση στην αραβική σκέψη και στρατηγική της εποχής του.[23]

Λογοτεχνικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και εξέχων ως πολιτικός διανοητής, αγωνιστής και δημοσιογράφος, ο Καναφανί είχε δηλώσει ότι η λογοτεχνία ήταν το «διαμορφωτικό πνεύμα» πίσω από την πολιτική δράση του.[24] Η λογοτεχνική γραφή του έχει περιγραφεί ως «διαυγής και απερίφραστη»[25], ενώ η μοντερνιστική αφηγηματική τεχνική του, με χρήση αναδρομών και πολλαπλών αφηγηματικών φωνών, αντιπροσωπεύει μια ξεχωριστή πρόοδο στην αραβική πεζογραφία.[26] Οι Ιχάμπ Σαλμπάκ και Φαϊζάλ Νταράτζ ανιχνεύουν μια εξέλιξη στα έργα του Καναφανί από τον απλουστευτικό μανιχαϊσμό των κακών Σιωνιστών επιτιθέμενων και των αγνών Παλαιστινίων-θυμάτων, σε έναν κόσμο όπου το καλό και το κακό δεν είναι απόλυτα, παρά την ηθική του κατάφαση στο δίκαιο του παλαιστινιακού αγώνα, και τέλος στην εκτίμηση του ότι η αυτογνωσία απαιτούσε την κατανόηση του Άλλου και του ότι μόνο με την ενοποίηση αμφότερων των αφηγημάτων θα μπορούσε κάποιος να συλλάβει τη βαθύτερη δυναμική της συγκρούσεως.[27][28]

Σε πολλά λογοτεχνικά έργα του, ο Καναφανί απεικονίζει τα πολυσύνθετα διλήμματα που πρέπει να αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι διάφορων υποβάθρων. Ο Καναφανί υπήρξε ο πρώτος που ανέπτυξε την έννοια της «λογοτεχνίας της αντίστασης» (αντάμπ αλ-μουκαουάμα»)[29][30]: σε δύο έργα του, που δημοσιεύθηκαν το 1966 και το 1968, ο κριτικός Ορίτ Μπασκίν έχει παρατηρήσει ότι τα μυθιστορήματα του περιέχουν μια κάποια φετιχιστική λατρεία των όπλων και ότι εμφανίζεται να παρουσιάζει τα στρατιωτικά μέσα ως τον μόνο τρόπο να τελειώσει η παλαιστινιακή τραγωδία.[31][32]

Ο Καναφανί άρχισε να γράφει διηγήματα τότε που εργαζόταν στα προσφυγικά στρατόπεδα. Αυτά συχνά έχουν αφηγητές παιδιά, ωστόσο απηχούν τις τότε πολιτικές απόψεις του και την πίστη του ότι η εκπαίδευση των μαθητών του έπρεπε να συνδέεται με το άμεσο περιβάλλον τους. Στο Κουβέιτ διάβασε πολλή ρωσική λογοτεχνία και σοσιαλιστική θεωρία, ενώ ξαναδούλεψε τα παλαιά διηγήματά του, κερδίζοντας ένα κουβεϊτινό βραβείο.[33]

Άνθρωποι στον ήλιο (1962)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1962 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Καναφανί Ριτζάλ φι-α-σαμς (= «άνθρωποι στον ήλιο), που χαρακτηρίσθηκε ως «ένα από τα πιο θαυμασμένα και συχνότερα αναφερόμενα έργα στη σύγχρονη αραβική λογοτεχνία»[34] και έτυχε επαίνων από τους κριτικούς.[35] Η υπόθεσή του αποτελεί μια αλληγορία των παλαιστινιακών δεινών, καθώς περιγράφει την ηττοπαθή απελπισία, την παθητικότητα και την πολιτική διαφθορά που δηλητηρίαζαν τις ζωές των Παλαιστινίων στα στρατόπεδα προσφύγων.[36] Ο βασικός χαρακτήρας είναι ένας πικραμένος πρώην μαχητής, ο Αμπούλ Χαϊζουράν, παραμορφωμένος από τα τραύματά του, του οποίου η κυνική επιδίωξη πλουτισμού βλάπτει συχνά τους συμπατριώτες του.[37][38] Τρεις Παλαιστίνιοι, ο ηλικιωμένος Αμπού Καΐς, ο Άσσαντ και ο νεαρός Μαρουάν, κρύβονται στην άδεια δεξαμενή νερού ενός βυτιοφόρου προκειμένου να διασχίσουν τα σύνορα και να μπουν παράτυπα στο Κουβέιτ. Καταφέρνουν να φθάσουν στη Μπάσρα και μέχρι το τελευταίο φυλάκιο ελέγχου. Οδηγός είναι ο Χαϊζουράν, που προσπαθεί να είναι σύντομος, αλλά παρασύρεται στο να υπερασπισθεί την τιμή του καθώς ο Ιρακινός αξιωματικός στο φυλάκιο τον πειράζει υπαινισσόμενος ότι περνά την ώρα του με πόρνες. Η θερμοκρασία στο εσωτερικό της δεξαμενής είναι τόσο μεγάλη, ώστε κανένας δεν θα μπορούσε να επιβιώσει περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας, και πράγματι οι φυγάδες υποκύπτουν στο μοιραίο, ενόσω ο Χαϊζουράν, του οποίου οι τραυματισμοί τον έχουν καταστήσει και σεξουαλικώς ανίκανο, παρασύρεται στο να ανταλλάσσει ιστοριούλες που διατρανώνουν τον ανδρισμό του με τον φλύαρο Αμπού Μπακίρ έξω από ένα γραφείο.[39][40] Το τέλος αυτό έχει συχνά θεωρηθεί ως μεταφορά για τη ματαιότητα των προσπαθειών των Παλαιστινίων να κτίσουν μια νέα ταυτότητα μακριά από την Παλαιστίνη, ενώ ο χαρακτήρας του Αμπούλ Χαϊζουράν μια αλληγορία για την ανικανότητα της παλαιστιανικής ηγεσίας.[41] Το έργο έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο το 1972-1973 από τον Αιγύπτιο σκηνοθέτη Τεουφίκ Σαλέχ, με τη συριακής παραγωγής ταινία Αλ-μαχντούουν (= «Οι προδομένοι» ή «Οι εξαπατημένοι»).[42]

Το μόνο που σου απόμεινε (1966)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο μυθιστόρημα του Καναφανί Μα ταμπακάχ λακούμ (= «Το μόνο που σου απόμεινε», 1966) η πλοκή διαδραματίζεται σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στη Λωρίδα της Γάζας.[43]. Εκεί δυο αδελφάκια, η Μαριάμ και ο Χαμίντ, ζουν με τη θεία τους, καθώς ορφάνεψαν από πατέρα στον πόλεμο του 1948. Πεθαίνοντας στη μάχη ο πατέρας τους εξέπνευσε ζητώντας τους να μην παντρευτούν μέχρι να κερδηθεί ο «εθνικός στόχος». Η μάνα τους χωρίστηκε από αυτά και ζει στην Ιορδανία. Τα δύο αδέλφια μεγαλώνουν έτσι μαζί, αναπτύσσοντας οιδιπόδειες μεταθέσεις: Ο Χαμίντ αναζητεί ένα υποκατάστατο της μητέρας του στο πρόσωπο της αδελφής του, ενώ η Μαριάμ τρέφει έναν αιμομικτικό έρωτα για τον αδελφό της. Στο τέλος όμως παραβαίνει την πατρική απαγόρευση και παντρεύεται τον προδότη Ζακαρία, που είχε δώσει στους Ισραηλινούς πληροφορίες για να πιάσουν έναν Παλαιστίνιο μαχητή, ο οποίος έτσι έχασε τη ζωή του. Ο Χαμίντ, έξω φρενών, φεύγει και περιπλανιέται στην έρημο (Νεγκέβ), έχοντας στον νου του να φθάσει στη μητέρα τους στην Ιορδανία. Οι χωριστές πλέον ιστορίες τους συνυφαίνονται σε μια ταυτόχρονη διασταυρούμενη αφήγηση: Ο νεαρός Χαμίντ συναντά έναν επίσης περιπλανώμενο Ισραηλινό στρατιώτη, που έχει χάσει την επαφή με τη μονάδα του, παλεύει μαζί του και του παίρνει τον οπλισμό του. Καταλήγει να υφίσταται ένα είδος αναγεννήσεως καθώς αντιπαλεύει με την έρημο. Από την άλλη, η Μαριάμ προκαλούμενη από τον σύζυγό της να κάνει έκτρωση και θέλοντας να ονομάσει το μελλούμενο τέκνο τους Χαμίντ, αποφασίζει να το σώσει σκοτώνοντας τον Ζακαρία.[44][45] Αυτό το έργο κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας του Λιβάνου εκείνου του έτους.[46][47]

Ουμ Σαάντ (1969)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Ουμ Σαάντ (1969) η επίδραση της νέας επαναστατικής ματιάς του Καναφανί είναι προφανής, καθώς δημιουργεί το πορτρέτο μιας μάνας που ενθαρρύνει τον γιο της να πάρει τα όπλα ως μαχητής στον αντιστασιακό αγώνα με πλήρη επίγνωση πως αυτή η επιλογή ζωής ίσως να έχει ως τελικό αποτέλεσμα τον θάνατό του.[48]

Επιστροφή στη Χάιφα (1970)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αΐντ λλα Χαγίφα (= «Επιστροφή στη Χάιφα», 1970) είναι η ιστορία ενός ζεύγους Παλαιστινίων, του Σαΐντ και της συζύγου του Σαφίγια, που ζει για σχεδόν 20 χρόνια στην πόλη Ραμάλα, η οποία βρισκόταν υπό την ιορδανική διοίκηση μέχρι που καταλήφθηκε από τους Ισραηλινούς μαζί με την υπόλοιπη Δυτική Όχθη στον Πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967. Το ζεύγος στη συνέχεια πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός πως το πεντάμηνο τότε παιδί τους, ένας γιος που είχαν υποχρεωθεί να αφήσουν πίσω τους φεύγοντας ως πρόσφυγες από το σπίτι τους στη Χάιφα το 1948 έχει μεγαλώσει και ανατραφεί ως κανονικός Εβραίος Ισραηλινός.[49][50] Ο πατέρας αναζητεί την πραγματική Παλαιστίνη μέσα στα ερείπια της μνήμης, βρίσκοντας μόνο περισσότερα ερείπια. Η ισραηλινή κατοχή σημαίνει ότι έχουν επιτέλους μια ευκαιρία να επιστρέψουν και να επισκεφθούν τη Χάιφα στο Ισραήλ. Το ταξίδι εκεί προκαλεί στον πατέρα την ανάκληση του παρελθόντος όπως το γνώριζε.[51] Η ασυμφωνία ανάμεσα στο ενθυμούμενο παλαιστινιακό παρελθόν και στο ξαναφτιαγμένο Ισραηλινό παρόν της πόλεως και των προαστίων της δημιουργεί έναν συνεχή «διασπορικό αναχρονισμό»[52]. Το μυθιστόρημα αναλύει δύο αποφασιστικές ημερομηνίες, την 21η Απριλίου 1948 και την 30ή Ιουνίου 1967. Στην πρώτη ο Σαΐντ και η Σαφίγια μεταφέρθηκαν με βρετανικά σκάφη δια θαλάσσης στην Άκρα. Ο γιος τους ανευρέθηκε από έναν Εβραίο πρόσφυγα από την Πολωνία, επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, τον Εβράτ Κουσέν, και τη σύζυγό του Μιριάμ, οι οποίοι τον ανέθρεψαν ως Εβραίο, δίνοντάς του το όνομα «Ντοβ». Όταν το ζεύγους Παλαιστινίων επισκέπτεται το παλιό του σπίτι, η σύζυγος του Κουσέν τους χαιρετά με τη φράση: «Σας περίμενα πολύ καιρό.» Η ανάκληση των γεγονότων του Απριλίου του 1948 από τον Κουσέν επιβεβαιώνει την εντύπωση του Σαΐντ πως η πτώση της Χάιφα συντονίσθηκε από τις βρετανικές δυνάμεις και τη Χαγκανά. Ο άλλος γιος του Σαΐντ και της Σαφίγια, ο Χαλίντ, που μεγάλωσε μαζί τους στη Ραμάλα, έχει καταταγεί στους φενταγίν με τις ευλογίες του πατέρα του. Ο Ντοβ επιστρέφει φορώντας τη στολή του ισραηλινού στρατού και έχει εκδικητική πίκρα για το ότι οι πραγματικοί γονείς του τον εγκατέλειψαν. Παρακινούμενος από τη σκηνή να φύγει από το σπίτι, ο Σαΐντ σκέπτεται ότι μόνο η ένοπλη δράση μπορεί να λύσει τη διαμάχη των δυο λαών, συνειδητοποιώντας ωστόσο πως σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί κάλλιστα ο Ντον να αντιμετωπίσει τον αδελφό του Χαλίντ στη μάχη. Το μυθιστόρημα μεταδίδει μια επίκριση προς τους Παλαιστινίους για την πράξη της εγκαταλείψεως, ενώ προδίδει έναν κάποιο θαυμασμό για την κάθε άλλο παρά εύκολη, πείσμονη επιμονή των Σιωνιστών, των οποίων η ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα πρέπει να είναι το πρότυπο για τους Παλαιστίνιους στους μελλοντικούς τους αγώνες. Ο Αριέλ Μπλοχ, πράγματι, υποστηρίζει ότι ο Ντοβ αποτελεί όταν ωρύεται για την αδυναμία του πατέρα του ένα φερέφωνο του ίδιου του συγγραφέα: Ο Σαΐντ συμβολίζει τους αναποφάσιστους Παλαιστίνιους που έχουν θάψει τη μνήμη της φυγής τους και την προδοσία της πατρώας γης τους.[53] Ταυτοχρόνως, η έννοια της πατρίδας δεν μπορεί πλέον να είναι βασισμένη σε μια νοσταλγική θέση βασισμένη στο παρελθόν, αλλά πρέπει να είναι μια σύνδεση που να αψηφά τις θρησκευτικές και εθνοτικές διακρίσεις.[54][55][56] Παρά την κατηγορία του κατά των Παλαιστινίων και μια συμπάθεια για το πεισματικό χτίσιμο του ισραηλινού κράτους, η επιφανειακή ρητορική του μυθιστορήματος παραμένει «κλειδωμένη» στην εθνική απελευθέρωση δια του ένοπλου αγώνα.[57] Μια φαντασιακή συνέχεια-επίλογος στην πλοκή του έχει γραφεί από τον Ισραηλινό μυθιστοριογράφο Σαμί Μικαέλ, στο έργο του Γιονίμ μπε-Τραφάλγκαρ (= «Περιστέρια στην [Πλατεία] Τραφάλγκαρ»).[58]

Λοιπά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο του Καναφανί με θέμα τον Ιζ αντ-Ντιν αλ-Κασάμ, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Κέντρου Ερευνών της PLO, του Σουούν Φιλιστινίγια (= «Παλαιστινιακά θέματα»), άσκησε μεγάλη επίδραση στο να διαδοθεί η εικόνα του αλ-Κασάμ ως προδρόμου του παλαιστινιακού ένοπλου αγώνα και σύμφωνα με τον Ρασίντ Χαλίντι παγίωσε την παλαιστινιακή αφήγηση που τείνει να παρουσιάζει την αποτυχία ως θρίαμβο.[59]

Δολοφονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκασάν Καναφανί δολοφονήθηκε σε ηλικία 36 ετών στη Βηρυτό, όταν άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου του (τύπου Austin-Morris 1100) προκαλώντας έτσι την έκρηξη μιας χειροβομβίδας, που με τη σειρά της πυροδότησε μια βόμβα πλαστικού εκρηκτικού εμφυτευμένη πίσω από τον προφυλακτήρα.[60] Το πτώμα του ανασύρθηκε απανθρακωμένο, όπως και αυτό της δεκαεφτάχρονης ανιψιάς του, της Λαμίς Νατζίμ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb11909372q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. kanafani-ghassan.
  3. 3,0 3,1 (Γαλλικά) Babelio. 172370.
  4. AlKindi. 15318.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb11909372q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  6. Farsoun 2004, σελ. 97.
  7. Ensalaco 2012, σελ. 37.
  8. Kamal Abdel-Malek: The Rhetoric of Violence: Arab-Jewish Encounters in Contemporary Palestinian Literature and Film, Springer, 2016, σελ. 35
  9. Zalman 2004, σελ. 683.
  10. Zalman 2004, σελ. 683.
  11. Bashkin 2010, σελ. 96.
  12. Schmitt 2014.
  13. Zalman 2004, σελ. 683.
  14. Zalman 2004, σελ. 685.
  15. Rabbani 2005, σελ. 275.
  16. Ghabra 1987, σελίδες 100–101
  17. Rabbani 2005, σελ. 275.
  18. Rabbani 2005, σελ. 275.
  19. Rabbani 2005, σελ. 275.
  20. Zalman 2004, σελ. 688.
  21. Rabbani 2005, σελ. 275.
  22. Nasr 1997, σελ. 65.
  23. Harlow 1996, σελ. 179.
  24. Zalman 2006, σελ. 48.
  25. Zalman 2004, σελ. 688.
  26. Saloul 2012, σελ. 107.
  27. Shalback 2010, σελ. 78.
  28. Mendelson-Maoz 2014, σελ. 46.
  29. Rabbani 2005, σελ. 275.
  30. Harlow 1996, σελ. 179.
  31. Bashkin 2010, σελ. 96.
  32. Rabbani 2005, σελ. 275.
  33. Zalman 2004, σελ. 688.
  34. Irwin 1997, σελ. 23.
  35. Bashkin 2010, σελ. 96.
  36. Saloul 2012, σελ. 107.
  37. Zalman 2004, σελ. 688.
  38. Zalman 2006, σελίδες 53–60.
  39. Irwin 1997, σελ. 23.
  40. Abraham 2014, σελίδες 101–102.
  41. Zalman 2006, σελίδες 48, 52–53.
  42. Zalman 2006, σελ. 52.
  43. Irwin 1997, σελ. 23.
  44. Zalman 2006, σελ. 65.
  45. Zalman 2004, σελ. 689.
  46. Rabbani 2005, σελ. 275.
  47. Zalman 2006, σελίδες 65–71.
  48. Zalman 2004, σελ. 688.
  49. Mendelson-Maoz 2014, σελ. 47.
  50. Bloch 2000, σελ. 358.
  51. Zalman 2004, σελ. 689
  52. Bardenstein 2007, σελ. 26.
  53. Bloch 2000, σελ. 361.
  54. Attar 2010, σελίδες 159–162.
  55. Mendelson-Maoz 2014, σελίδες 46–53.
  56. Shalback 2010, σελίδες 78.
  57. Bloch 2000, σελ. 362.
  58. Mendelson-Maoz 2014, σελίδες 47–48.
  59. Khalidi 2009, σελ. 195.
  60. Pedahzur 2009, σελίδες 39–40.