Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά
ΣυγγραφέαςΡόμπερτ Γκρέιβς
ΤίτλοςGood-Bye to All That
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1929
LC ClassOL24944460M
Αριθμός Σελίδων368

Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά (αγγλικός τίτλος: Good-Bye to All That) είναι αυτοβιογραφικό έργο του Άγγλου ποιητή και συγγραφέα Ρόμπερτ Γκρέιβς, που δημοσιεύθηκε το 1929. Μια δεύτερη, αναθεωρημένη από τον συγγραφέα, έκδοση κυκλοφόρησε το 1958. Η αφήγηση καλύπτει την παιδική ηλικία και τη νεότητα του Γκρέιβς, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αναφέρεται στην εμπειρία του ως αξιωματικός κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και απεικονίζει την καθημερινή ζωή στον πόλεμο των χαρακωμάτων. Θεωρείται ορόσημο στα αγγλικά αντιπολεμικά απομνημονεύματα.

Το έργο εκφράζει την απογοήτευση του Γκρέιβς για τις παραδοσιακές, σταθερές αξίες της ευρωπαϊκής και αγγλικής κοινωνίας και υποδηλώνει το τέλος της παλιάς τάξης πραγμάτων μετά τον πόλεμο. Αναφέρεται στον πατριωτισμό, το ενδιαφέρον ορισμένων για τον αθεϊσμό, τον φεμινισμό, τον σοσιαλισμό και τον ειρηνισμό, τις αλλαγές στον παραδοσιακό έγγαμο βίο, και την εμφάνιση νέων μορφών λογοτεχνικής έκφρασης.[1]

Ο Γκρέιβς αποχαιρετά όχι μόνο την Αγγλία, την οικογένεια και τους φίλους του, αλλά και έναν τρόπο ζωής. Ανιχνεύοντας την ανατροφή του από τη βικτωριανή παιδική του ηλικία στη μεσαία τάξη μέχρι την είσοδό του στον πόλεμο σε ηλικία 21 ετών ως πατριώτης εθελοντής, αυτή η δραματική, οδυνηρή, συχνά σκανδαλώδης αυτοβιογραφία απεικονίζει με σκοτεινό χιούμορ τη φρίκη και την απογοήτευση του Α΄ΠΠ, από τη ζωή στα χαρακώματα, τις τρομερές συνθήκες που αντιμετώπισαν οι στρατιώτες και την απώλεια αγαπημένων φίλων, μέχρι την ανικανότητα της κυβερνητικής γραφειοκρατίας και τον παραλογισμό της αγγλικής ταξικής διαστρωμάτωσης.[2]

Η αυτοβιογραφία συνεχίζεται και μετά τον πόλεμο, περιγράφοντας τον χρόνο που πέρασε στην Ουαλία, τα φοιτητικά του χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και, τέλος, τη ζωή του στην Αίγυπτο.[3]

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκρέιβς έγραψε το έργο σε ηλικία 33 ετών και συγκέντρωσε τις αναμνήσεις του αρχίζοντας από τα πρώτα παιδικά του χρόνια: μεγάλωσε σε μια οικογένεια με ιρλανδικές, δανικές και γερμανικές ρίζες - ο ιστορικός Λέοπολντ φον Ράνκε ήταν θείος του - που παρείχε στον νεαρό Ρόμπερτ ένα περιβάλλον που σέβονταν τις παραδόσεις και ήταν ανοιχτό σε συζητήσεις. Περιβάλλον που αποδείχθηκε επιδραστικό στη διαμόρφωση μιας αντισυμβατικής προσωπικότητας και έκανε αρκετά προβληματική την ενσωμάτωσή του στο άκαμπτο βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα πρόβλημα που έμελλε να γίνει σοβαρότερο με τη φοίτησή του στο ακριβό ιδιωτικό σχολείο Τσάρτερχαουζ, όπου η αγάπη για τις σπουδές και οι γερμανικές συγγένειές του, σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο, οδήγησε στον εξοστρακισμό του από τους συμμαθητές του. Αυτό που έσωσε τον νεαρό Ρόμπερτ ήταν η φιλία του με κάποιους συμμαθητές του και η ανάπτυξη ενός ακατανίκητου πάθους για την ποίηση, με τη χρήσιμη ενασχόληση με την πυγμαχία, μια πολύ αποτελεσματική λύση για να αποφεύγει την παρενόχληση των μεγαλύτερων και πιο επιθετικών συμμαθητών του. Όσο περνούσε ο καιρός, αναδύθηκε και η αγάπη για έναν νεότερο συμμαθητή, ένα πλατωνικό αλλά δυνατό συναίσθημα.

Στο τέλος του γυμνασίου, ξέσπασε ο πόλεμος και η προοπτική να συνεχίσει τις σπουδές του στο νέο περιβάλλον του πανεπιστημίου της Οξφόρδης ώθησε τον νεαρό Γκρέιβς να καταταγεί εθελοντής, παρά τις επιφυλάξεις του σχετικά με τους λόγους της σύγκρουσης. Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση ως έφεδρος αξιωματικός στο Βασιλικό Σύνταγμα των Ουαλών Τυφεκιοφόρων και μια απογοητευτική περίοδο υπηρεσίας στην Αγγλία, ξεκίνησε η περιπέτεια του πολέμου των χαρακωμάτων στο γαλλικό έδαφος, με την καθημερινότητα να αποτελείται από εξαντλητικά καθήκοντα και υπηρεσίες, εξαντλητικές αναμονές και στιγμές ξέφρενης δράσης, που συνοδεύονταν διαρκώς από το ανελέητο μέτρημα των ανθρώπινων απωλειών. Ο νεαρός αξιωματικός είχε έτσι την ευκαιρία να ζήσει τον πιο καταστροφικό πόλεμο που έχει βιώσει ποτέ η ανθρωπότητα, σε όλες του τις πτυχές, τον ένδοξο αλλά και τον πιο φρικτό: αναφέρεται στο αίσθημα της τιμής και της αδελφοσύνης που αναδύεται μεταξύ εκείνων που διακινδυνεύουν τη ζωή τους μαζί, στην απογοήτευση και αποθάρρυνση για την απώλεια συντρόφων, στον επίμονο φόβο του θανάτου, στην παραληρηματική δημοσιογραφική προπαγάνδα και στον πατριωτισμό, στην κατάθλιψη λόγω της αίσθησης ανικανότητας και της ματαιότητας των προσπαθειών που οδήγησαν σ' αυτές τις τεράστιες σφαγές, που έχουν όλο και λιγότερο νόημα. Ακόμη και η φιλία του με τον νεαρό Ζίγκφριντ Σασούν, με τον οποίο ο συγγραφέας μοιράζονταν το πάθος για την ποίηση, δεν είναι παρά μια φευγαλέα παρένθεση στη ζοφερή πραγματικότητα του θανάτου και των απογοητεύσεων, στην οποία προστέθηκε και η επιβαρυντική περίσταση της ευθύνης λόγω της προαγωγής του σε λοχαγό, αναπόφευκτη συνέπεια της συνεχούς απώλειας ανδρών στα πεδία των μαχών.[4]

1 Ιουλίου 1916, 07.30 π.μ., τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα βγαίνουν έξω από την τάφρο τους, αρχίζει η Μάχη του Σομ.

Στις 20 Ιουλίου 1916, κατά τη διάρκεια επίθεσης του γερμανικού πυροβολικού, ο Γκρέιβς τραυματίστηκε σοβαρά στους πνεύμονες κατά τη διάρκεια της μάχης του Σομ: αρχικά θεωρήθηκε νεκρός, εμφανιζόμενος στον κατάλογο των θυμάτων που δημοσιεύονταν καθημερινά στους Times, επέστρεψε όμως με νοσοκομειακό τρένο για να αναρρώσει στην Αγγλία και ενώ η οικογένειά του θρηνούσε τον θάνατό του, τους έστειλε ο ίδιος είδηση ​​ότι ήταν ζωντανός. Η σύντομη επιστροφή στην ενεργό υπηρεσία στη Γαλλία στην οπισθοφυλακή ενίσχυσε τους φόβους του νεαρού Γκρέιβς για το παράλογο αυτού του πολέμου. Με την επιστροφή του στην Αγγλία, τοποθετήθηκε στην εκπαίδευση νεαρών αξιωματικών και βοήθησε τον φίλο του Σασούν να αποφύγει τις συνέπειες της επιλογής του να δημοσιεύσει ανοιχτά τις ειρηνιστικές θέσεις του. Μετά την επιστροφή του στο σπίτι, περιγράφει ότι τον στοιχειώνουν φαντάσματα και εφιάλτες. Η περίοδος μετά τον πόλεμο θέτει ένα διαφορετικό είδος αγώνα για τον Γκρέιβς, καθώς προσπαθεί να επανενταχθεί σε μια βαθιά αλλαγμένη κοινωνία που δεν μπορούσε να κατανοήσει τις τραυματικές εμπειρίες των στρατιωτών - για περίπου μια δεκαετία μετά τον πόλεμο, ο Γκρέιβς υπέφερε από ψυχοσωματική κατάρρευση λόγω μετατραυματικής διαταραχής. Ο συγγραφέας είχε συσσωρεύσει πάρα πολλές εντάσεις αλλά ο έρωτάς του για τη νεαρή Νάνσι Νίκολσον και ο μετέπειτα γάμος τους φαίνεται να τον επανέφεραν σε κάποια ηρεμία.

Η ανακωχή του Νοεμβρίου 1918 και η γέννηση της πρώτης του κόρης τον βοήθησαν στην επιστροφή στην κανονική ζωή, συνέχισε τη ζωή του σχεδόν ακριβώς από εκεί που την άφησε. Σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου συνάντησε άλλες εξέχουσες προσωπικότητες του αγγλικού πολιτισμού και έγινε φίλος με τον Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, που είχε επιστρέψει από τις περιπέτειές του στην Εγγύς Ανατολή. Μετά από μια ατυχή εμπορική επιχείρηση, οι οικονομικές δυσκολίες τον οδήγησαν στην Αίγυπτο, έλαβε θέση καθηγητή αγγλικής λογοτεχνίας στο νεοϊδρυθέν Αιγυπτιακό Πανεπιστήμιο στο Κάιρο, μια δουλειά που αποδείχθηκε ότι δεν τον ικανοποιούσε. Το βιβλίο τελειώνει με μια σύντομη περιγραφή των αντιξοοτήτων που οδήγησαν τον συγγραφέα - στοιχειωμένο ακόμη από τα σημάδια που άφησε ο πόλεμος - να απομακρυνθεί με τη σύζυγό του οριστικά από την Αγγλία, την πατρίδα όπου δεν μπορούσε πια να ζήσει, εξ ου και η επιλογή του τίτλου που σηματοδοτεί τον τελικό, συμβολικό «αποχαιρετισμό σε όλα αυτά». [5]

Το 1927 ο Γκρέιβς εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μαγιόρκα, αρχίζοντας μια μακρά επιτυχημένη σταδιοδρομία ως συγγραφέας, ποιητής και μελετητής της αρχαιότητας, έως τον θάνατό του το 1985.

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά, μτφ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδόσεις Κάκτος, [6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]