Αναδιπλασιασμός (γραμματική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο αναδιπλασιασμός είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι η επανάληψη μιας συλλαβής με τα ίδια ή σύστοιχα σύμφωνα στην αρχή του θέματος των ονομάτων ή των ρημάτων.

Στα ρήματα ο αναδιπλασιασμός δηλώνει τη διάρκεια ή το τι έγινε ήδη («τετελεσμένο»). Στην ελληνική γλώσσα συναντάται στους χρόνους παρακείμενο, υπερσυντέλικο και συντελεσμένο μέλλοντα. Στις άλλες λέξεις ο αναδιπλασιασμός δηλώνει επίταση της σημασίας της λέξεως.

Στην ελληνική γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαία ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα ρήματα που αρχίζουν από τα περισσότερα σύμφωνα ο αναδιπλασιασμός συνίσταται κατ' αρχήν στην επανάληψη του αρχικού συμφώνου, ακολουθούμενου από το γράμμα ε. Π.χ. γράφω-γέγραψα, παιδεύω-πεπαίδευκα και η μετοχή πεπαιδευμένος. Αν όμως το αρχικό σύμφωνο είναι δασύ, τότε τρέπεται στο αντίστοιχο ψιλό, για χάρη της ευφωνίας, επειδή στην ίδια λέξη σε συνεχόμενες συλλαβές δεν προφέρονται δύο δασέα. Δηλαδή το θ αντικαθίσταται από το τ, το φ από το π και το χ από το κ: θέτω-τέθηκα, πέφυκα, κεχηνώς. Τα ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν ή από τα σύμφωνα ρ, ζ, ξ και ψ (τα δύο διπλά), ή από σύμπλεγμα δύο ή τριών συμφώνων, έχουν άλλη συμπεριφορά: Αντί για αναδιπλασιασμό, παίρνουν συλλαβική ή χρονική αύξηση. Π.χ.: ετοιμάζομαι-ητοιμασμένος, αγοράζομαι-ηγορασμένος, ζώνομαι-εζωσμένος, ψηφίζομαι-εψηφισμένος, στολίζομαι-εστολισμένος, σφραγίζομαι-εσφραγισμένος. Αλλά και στον ενεστώτα χρόνο εμφανίζεται αναδιπλασιασμός: βάζω-βιβάζω. Ωστόσο αυτός ο αναδιπλασιασμός είναι του είδους που παρουσιάζεται στα ονόματα (επίθετα και ουσιαστικά), ο λεκτικός αναδιπλασιασμός, ο οποίος λαβαίνει τις εξής τρεις διακριτές μορφές:

  1. Επανάληψη του αρχικού συμφώνου, ακολουθούμενου από ε ή ι. Π.χ. βρώσκω-βιβρώσκω, κε-κραγμός (= ξεφωνητό, από το ρήμα κραυγάζω), κε-κρύφαλος (= είδος σκούφου) από το θέμα κρυβ- του αορίστου εκρύβην.
  2. Επανάληψη του αρχικού φωνήεντος του θέματος μαζί με το σύμφωνο που ακολουθεί, ενώ το αρχικό φωνήεν του θέματος παθαίνει έκταση. Το γνωστότερο ίσως παράδειγμα εδώ είναι το ρήμα άγω με τη μορφή του αγάγω, που δίνει με την έκταση τη λέξη αγωγή (ενώ χωρίς τον αναδιπλασιασμό θα ήταν «αγή»).
  3. Επανάληψη ολόκληρης της αρκτικής συλλαβής του θέματος. Π.χ. βάρ-βαρος, από τη συριακή λέξη var = «ξένος».

Νέα ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δημοτική γλώσσα αφεαυτή δεν χρησιμοποιεί αναδιπλασιασμένους ρηματικούς τύπους, εκτός από ελάχιστους που από τη λόγια γραπτή γλώσσα μεταπήδησαν στην καθομιλουμένη των αστικών πληθυσμών. Η λέξη βέβαιος προέρχεται στην πραγματικότητα από αναδιπλασιασμό του θέματος βα- του ρήματος βαίνω. Περισσότερες είναι οι μετοχές παρακειμένου, με γνωστότερο ίσως παράδειγμα εδώ το ηνωμένος στην καθιερωμένη φράση «Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής» (ΗΠΑ) αντί του «Ενωμένες», με την αύξηση να επέχει τη θέση αναδιπλασιασμού επειδή το ρήμα ενώνω αρχίζει με φωνήεν. Η υπογεγραμμένη είναι γραμματικός όρος από τα αρχαία, ένας άλλος καθιερωμένος όρος είναι το πεπιεσμένο χαρτί, ενώ παλαιότερα ιδίως ακούγονταν φράσεις όπως πεπαιδευμένος άνθρωπος και λελυμένο ζήτημα.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελίδες 345-346