Ανάγειν εις τον πρατήρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η φράση «ανάγειν εις τον πρατήρα» ήταν όρος του αρχαίου Αττικού δικαίου με την εξής έννοια: Αν κάποιος τρίτος αμφισβητούσε νομικώς το αντικείμενο (πράγμα ή και δούλο) μιας αγοραπωλησίας, τότε ο αγοραστής μπορούσε είτε να αναλάβει τη δίκη, είτε να στραφεί κατά του πωλητή (του «πρατήρα») προκειμένου να αναλάβει ο πωλητής τη δίκη κατά του τρίτου. Η δεύτερη αυτή επιλογή ήταν το «ανάγειν εις τον πρατήρα». Με τα λόγια του ρήτορα Λυσία: «Το μηνύειν τον πεπρακότα και επί εκείνον ιέναι.»[1] Παρόμοιος είναι και ο ορισμός του Δεινάρχου: «Ανάγειν εις πράτην και ανάγειν ωνήν: δίκης όνομα, όταν αμφισβητεί τις περί οικέτου ως ου δεόντως πραθέντος, ο τον οικέτην διακατέχων παραγίνεται επί τον πεπρακότα και αναγκάζει αυτόν συνίστασθαι την δίκην προς τους αμφισβητούντας...» Αλλά και ο μέγας φιλόσοφος Πλάτων αναφέρει την πρακτική αυτή: «... αναγέτω μεν ο έχων εις πρατήρα ή τον δόοτα...»

Το δικαίωμα του «ανάγειν εις τον πρατήρα» στηριζόταν στην υποχρέωση που είχε ο πωλητής να παραδώσει το πράγμα στον αγοραστή «αναμφισβήτητον», δηλαδή χωρίς αμφισβητήσεις τρίτων. Αν ο πωλητής δεν ήθελε να αναλάβει αυτός τη δίκη κατά του τρίτου, τότε εξαναγκαζόταν με τη «δίκην βεβαιώσεως». Η αναγωγή αυτή είναι παρόμοια με την παραγγελία (ανακοίνωση) του Ρωμαϊκού Δικαίου.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Λυσίου Προς Βίωνα ει γνήσιος

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα (υπό το ρήμα «ανάγω») στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 336