Αθηρίς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αθηρίς
Atheris squamigera.jpg
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Ερπετά (Reptilia)
Τάξη: Φολιδωτά (Squamata)
Υποτάξη: Φίδια (Serpentes)
Οικογένεια: Εχιδνίδες (Viperidae)
Υποοικογένεια: Εχιδνίνες (Viperinae)
Γένος: Αθηρίς
(Atheris)
Cope, 1862

Συνώνυμα

Η αθηρίς (Atheris) είναι γένος από δηλητηριώδη φίδια[2] της υποοικογένειας της οχιάς, που βρίσκονται μόνο στην τροπική υποσαχάρια Αφρική[1], με πολλά είδη να έχουν απομονωμένες και κατακερματισμένες γεωγραφικές κατανομές εξαιτίας του περιορισμού τους στις ζούγκλες.[3] Ως αποτέλεσμα συγκλίνουσας εξελίξεως, εμφανίζουν πολλές ομοιότητες με δενδρόβια είδη της διαφορετικής υποοικογένειας του κροταλία, που ζουν στην Ασία και τη Νότια Αμερική.[2] Σήμερα αναγνωριζονται 17 είδη του γένους.[4]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αθηρίδες είναι σχετικώς μικρά φίδια, με τα ενήλικα να έχουν συνολικό μήκος που κυμαίνεται από 55 cm στο είδος Atheris katangensis μέχρι 78 cm το πολύ στο A. squamigera.[2]

Η κεφαλή είναι ευρεία και τριγωνική σε όλα είδη, και ξεχωρίζει καθαρά από τον λαιμό. Ο ρινικός κάνθος είναι διακρίνεται επίσης καθαρά, ενώ το ρύγχος είναι ευρύ. Οι οφθαλμοί είναι σχετικώς μεγάλοι, με ελλειψοειδείς κόρες.[3]

Το σώμα είναι λεπτό και ελαφρώς πεπλατυσμένο. Οι ραχιαίες φολίδες αλληλοεπικαλύπτονται και φέρουν έντονη γραμμική εξόγκωση. Στο μέσο του σώματος υπάρχουν 14 έως 36 σειρές ραχιαίων φολίδων. Υπάρχουν από 133 έως 175 στρογγυλευμένες κοιλιακές φολίδες. Οι υποουραίες φολίδες είναι μονές και 38 έως 67 τον αριθμό.[2][3] Η ουρά είναι ισχυρά συλληπτήρια και μπορεί να στηρίξει το σώμα όταν κρέμεται από ένα κλαδί.[5]

Τα φίδια του γένους έχουν μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων, συχνά ακόμα και μέσα στο ίδιο είδος. Ιδίως τα είδη A. ceratophora και A. squamigera παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία.[6]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 McDiarmid R.W., Campbell J.A., Touré T.: Snake Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference, Volume 1, Washington DC 1999, ISBN τόμου 1-893777-01-4
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Spawls S. και Branch B.: The Dangerous Snakes of Africa, Ralph Curtis Books/Oriental Press, Dubai 1995, ISBN0-88359-029-8
  3. 3,0 3,1 3,2 Mallow D., Ludwig D., Nilson G.: True Vipers: Natural History and Toxinology of Old World Vipers, Krieger Publishing Company, Malabar της Florida 2003, ISBN 0-89464-877-2
  4. «Atheris». ITIS. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουλίου 2006. 
  5. Mehrtens J.M.: Living Snakes of the World in Color Sterling Publishers, Νέα Υόρκη 1987, ISBN 0-8069-6460-X
  6. Overview Αρχειοθετήθηκε 2007-10-08 στο Wayback Machine. στο The World Of Atheris Αρχειοθετήθηκε 2009-07-25 στο Wayback Machine.. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2007.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bonaparte C.L. (1849). «On the Lorine genus of Parrots, Eclectus, with the description of a new species, Eclectus cornelia». Proceedings of the Zoological Society of London 17: 142-146 [υποσημείωση στη σελ. 145]. 
  • Boulenger G.A.: Catalogue of the Snakes in the British Museum (Natural History). Volume III., Containing the ...Viperidæ, Trustees of the British Museum (Natural History), εκτύπ. Taylor & Francis, Λονδίνο 1896 (γένος Atheris, σελ. 508)
  • Broadley D.G. (1996). «A review of the tribe Atherini (Serpentes: Viperidae), with the descriptions of two new genera». African Journal of Herpetology 45 (2): 40-48. doi:10.1080/21564574.1996.9649964. 
  • Cope E.D. (1862). «Notes upon some REPTILES of the Old World». Proceedings of the Academy of Natural Sciences of Philadelphia 14: 337-344 [343-344]. 
  • Freed P. (1986). «Atheris chlorechis (West African bush viper)». Herpetological Review (Society for the Study of Amphibians and Reptiles) 17 (2): 47-48. 
  • Günther A.C.L.G. (1863). «On new species of snakes in the collection of the British Museum». Annals and Magazine of Natural History (Λονδίνο) 11 (3): 20-25 [25]. doi:10.1080/00222936308681373. 
  • «Atheris squamiger: fatal envenomation». Journal of the Herpetological Association of Africa (Stellenbosch) 39: 29. 1991. 
  • Love W. (1988). «Bush vipers (Atheris): Experiences in breeding and maintenance». Vivarium 1 (3): 22-25. 
  • Pareti K.S. (1994). «Cannibalism in a captive West African bush viper (Atheris chloroechis)». Herpetological Review (Society for the Study of Amphibians and Reptiles) 25 (1): 17. 
  • Pitman C.R.S. (1974). A Guide to the Snakes of Uganda. Λονδίνο: Codicote, Wheldon & Wesley. ISBN 0-85486-020-7.