Αίσακος (πτηνό)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αίσακος
Το είδος Esacus magnirostris
Το είδος Esacus magnirostris
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Υποτάξη: Χαραδριοί (Charadrii)
Οικογένεια: Οιδηκνηµίδες (Burhinidae)
Γένος: Αίσακος
(Esacus)
Lesson, 1831


Γεωγραφική κατανομή του αίσακου (με σκούρο πράσινο του είδους E. recurvirostris και με ανοικτό πράσινο του είδους E. magnirostris)

Ο αίσακος (επιστημονική-λατινική ονομασία Esacus) είναι γένος χαραδριόμορφων πουλιών, που ανήκουν στη μικρή οικογένεια οιδηκνηµίδες. Τα πουλιά του γένους τα συναντούμε σε μια ευρεία ημιτροπική και τροπική περιοχή από το Πακιστάν και την Ινδία μέχρι την Αυστραλία.

Ιστορικό και ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος Esacus εισάχθηκε (αρχικώς ως υπογένος) το 1831 από τον Γάλλο φυσιοδίφη Ρενέ Λεσόν προκειμένου να ταξινομήσει κάπου το είδος που σήμερα είναι γνωστό ως Esacus recurvirostris.[1] Η ονομασία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αίσακος, που υποδήλωνε ένα πτηνό που πιθανώς ήταν ο σημερινός κοκκινολαίμης ή κάποιο παράκτιο πουλί, ή ακόμα και ο κορμοράνος. Υπάρχει και ο αντίστοιχος μύθος για αυτό: ο Αίσακος ήταν γιος του γνωστού βασιλιά της Τροίας Πριάμου και τόσο πολύ λυπήθηκε για τον θάνατο είτε της συζύγου του Αστερόπης, είτε της Νύμφης Εσπερίας, την οποία είχε μόλις ερωτευθεί, ώστε επεχείρησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από έναν γκρεμό στη θάλασσα. Καθώς έπεφτε όμως μεταμορφώθηκε από την Τηθύ σε πουλί, που ακόμα περιπλανάται στις παραθαλάσσιες περιοχές.[2] Το ένα από τα είδη του Esacus είναι πράγματι παράκτιο.

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος περιλαμβάνει μόνο δύο είδη, τα εξής[3]:

  • Esacus recurvirostris, «αίσακος ο αναστροφόρραμφος» (Cuvier, 1829)
  • Esacus magnirostris, «αίσακος ο μεγάρραμφος» (Vieillot, 1818)

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμφότερα τα είδη είναι μεγαλύτερα από εκείνα του άλλου γένους της οικογένειας, του οιδίκνημου. Μοιάζουν με μικρές ωτιδίδες, ιδίως όταν πετούν, και έχουν μακρά και βαριά ράμφη, και μακριά πόδια.[4]

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος Esacus magnirostris ζει στις παράκτιες περιοχές και σπανίως συναντάται μακριά από την ακροθαλασσιά. Το Esacus recurvirostris αγαπά και αυτό το νερό, συναντώμενο συχνά κοντά σε μεγάλες λίμνες ή σε όχθες ποταμών. Το δεύτερο, όμοια με τον οιδίκνημο, είναι νυκτόβιο, ενώ το παράκτιο είδος είναι κυρίως ημερόβιο.[4]

Ο Esacus magnirostris συναντάται από τις νήσους Ανταμάν, στη Μαλαϊκή Χερσόνησο, στην Ινδονησία, την Αυστραλία και μέχρι τη Νέα Καληδονία.[5] Ο Esacus recurvirostris συναντάται από τα παράλια του Ιράν και το Πακιστάν, ατην κεντρική Ινδία, τη Βιρμανία και την Ταϊλάνδη, μέχρι το Hainan της Κίνας.[6]

Συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αίσακοι τρέφονται με καβούρια και άλλα ασπόνδυλα. Το μεγαλύτερο είδος χρησιμοποιεί το μεγάλο ράμφος του για να αναποδογυρίσει πέτρες ώστε να βρει τη λεία του, ενώ το παράκτιο είδος σπάει με ράμφος του τα κελύφη των καβουριών που τρώει.[4]

Οι αίσακοι κράζουν με σκληρούς θρηνητικούς ήχους. Ο Esacus recurvirostris αναπαράγεται σε πολύ συγκεκριμένη εποχή του έτους, ακριβώς προτού αρχίσουν οι μουσώνες. Η εποχή αναπαραγωγής του παράκτιου είδους είναι πιο ευρεία.[5] Ο Esacus magnirostris είναι το μοναδικό είδος σε όλη την οικογένεια που γεννά μόνο ένα αβγό σε κάθε γέννα, αντί δύο ή τριών.[4]

Κατάσταση διατηρήσεως[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμφότερα τα είδη του αίσακου κατατάσσονται στα «προ απειλής» είδη από την IUCN. Απειλούνται από την απώλεια ενδιαιτήματος, από εισαχθέντες θηρευτές και από διατάραξη των τόπων αναπαραγωγής τους.[5][6]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Lesson, René (1831). Traité d'Ornithologie, ou Tableau Méthodique (στα Γαλλικά). Livraison 7. Παρίσι: F.G. Levrault. σελ. 547. , εκδόθηκε σε 8 livraisons το 1830 και το 1831.
  2. Jobling, James A. (2010). The Helm Dictionary of Scientific Bird Names. Λονδίνο: Christopher Helm. σελ. 151. ISBN 978-1-4081-2501-4. 
  3. Gill, Frank· Donsker, David· Rasmussen, Pamela, επιμ. (Ιανουάριος 2021). «Buttonquail, thick-knees, sheathbills, plovers, oystercatchers, stilts, painted-snipes, jacanas, Plains-wanderer, seedsnipes». IOC World Bird List Version 11.1. International Ornithologists' Union. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2021. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Hume, R. & Bonan, A.: «Thick-knees (Burhinidae)» στο Handbook of the Birds of the World Alive, επιμ. del Hoyo, J., Elliott, A., Sargatal, J., Christie, D.A. & de Juana, E., Lynx Edicions, Βαρκελώνη 2017 (ανακτήθηκε από το http://www.hbw.com/node/52241 στις 12 Μαρτίου 2017)
  5. 5,0 5,1 5,2 Hume, R., Kirwan, G.M. & Boesman, P.: «Beach Thick-knee (Esacus magnirostris)» στο Handbook of the Birds of the World Alive, επιμ. del Hoyo, J., Elliott, A., Sargatal, J., Christie, D.A. & de Juana, E., Lynx Edicions, Βαρκελώνη 2017 (ανακτήθηκε από το http://www.hbw.com/node/53774 στις 12 Μαρτίου 2017).
  6. 6,0 6,1 Hume, R. & Kirwan, G.M.: «Great Thick-knee (Esacus recurvirostris)» στο Handbook of the Birds of the World Alive, επιμ. del Hoyo, J., Elliott, A., Sargatal, J., Christie, D.A. & de Juana, E., Lynx Edicions, Βαρκελώνη 2017. (Ανακτήθηκε από το http://www.hbw.com/node/53773 στις 12 Μαρτίου 2017).