Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πυροβασιλίσκος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{Ταξινομοπλαίσιο | name = Πυροβασιλίσκος | image = Common firecrest Franconville 03.jpg | image_caption = Αρσενικός πυροβασιλίσκος στη Γαλλία | status = LC | status_system = IUCN3.1 | status_ref = <ref name="iucn status 19 November 2021">BirdLife International (2016). "Regulus ignicapilla". IUCN Red List of Threatened Species. 2016: e.T22735002A87781502, doi: 10.2305/IUCN.UK.2016-3.RLTS.T22735002A87781502...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 05:55, 15 Οκτωβρίου 2022

Πυροβασιλίσκος
Αρσενικός πυροβασιλίσκος στη Γαλλία
Αρσενικός πυροβασιλίσκος στη Γαλλία
Κατάσταση διατήρησης
Αρχείο:Status IUCN3.1 LC el.svg
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Υποτάξη: Ωδικά (Oscines ή Passeri)
Οικογένεια: Βασιλισκίδες (Regulidae)
Γένος: Βασιλίσκος (Regulus)
Είδος: Πυροβασιλίσκος
Regulus ignicapilla
(Temminck, 1820)


Γεωγραφική κατανομή του πυροβασιλίσκου
(ανοιτό πράσινο = μόνο αναπαραγωγή
σκούρο πράσινο = περιοχές όπου ζει όλο το έτος
μπλε = μη αναπαραγωγικές περιοχές

Ο πυροβασιλίσκος (επιστημονική-λατινική ονομασία Regulus ignicapilla), είναι είδος πολύ μικρού στρουθιόμορφου πτηνού, της οικογένειας βασιλισκίδες. Στην πραγματικότητα είναι το μικρότερο όλων των πουλιών της Ελλάδας και της Ευρώπης γενικότερα, «τίτλο» που μοιράζεται με το συγγενικό του είδος χρυσοβασιλίσκος.

Αναπαράγεται στο μεγαλύτερο μέρος των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και στη βορειοδυτική Αφρική, όντας εν μέρει αποδημητικό πτηνό. Οι πυροβασιλίσκοι των Βαλεαρίδων Νήσων και της βόρειας Αφρικής αναγνωρίζονται από τους περισσότερους ειδικούς ως ξεχωριστό υποείδος. Πολύ περισσότερο ο πληθυσμός στη Μαδέρα, που παλαιά θεωρείτο επίσης υποείδος, θεωρείται σήμερα ξεχωριστό είδος, ο πυροβασιλίσκος της Μαδέρας (Regulus madeirensis). Ο προϊστορικός πρόγονος του πυροβασιλίσκου έχει ταυτοποιηθεί από ένα και μόνο οστό της πτέρυγας (φτερούγας).

Το χρώμα του πυροβασιλίσκου είναι πρασινωπό στο επάνω μέρος του και υπόλευκο στο κάτω. Το πτέρωμα στις φτερούγες έχει δύο λευκές ραβδώσεις, μαύρη λωρίδα στο ύψος των ματιών και λευκή υπερόφρυα. Το χαρακτηριστικό όμως είναι η έντονη λωρίδα στην κορυφή της κεφαλής, πορτοκαλί στο αρσενικό και κίτρινη στο θηλυκό, που έδωσε στο είδος την ονομασία του, καθώς στο αρσενικό μοιάζει με φλόγα. Ο πυροβασιλίσκος μοιάζει με τον χρυσοβασιλίσκο, με τον οποίο μοιράζεται την ευρωπαϊκή γεωγραφική κατανομή, αλλά η απόχρωση των ώμων του πυροβασιλίσκου και οι έντονες χρωματικές λωρίδες της κεφαλής είναι μοναδικές. Η φωνή του είναι μια επανάληψη από υψίσυχνες νότες, ελαφρώς χαμηλότερες από εκείνες του συγγενικού του είδους.

Ο πυροβασιλίσκος αναπαράγεται σε δασικές περιοχές και κήπους, κατασκευάζοντας τη συμπαγή φωλιά του σε κλαδί δέντρου. Τα επτά έως 12 αβγά της κάθε χρονιάς επωάζονται μόνο από το θηλυκό, αλλά αμφότεροι οι γονείς ταΐζουν τους νεοσσούς, οι οποίοι εγκαταλείπουν τη φωλιά 22 έως 24 ημέρες μετά την εκκόλαψη. Είναι πουλί που κινείται συνεχώς και συχνά αιωρείται στον αέρα καθώς αναζητεί έντομα για την τροφή του, ενώ τον χειμώνα βρίσκεται συχνά μαζί με κοπάδια πουλιών της οικογένειας παρίδες («παπαδίτσες»). Το είδος δεν φαίνεται να κινδυνεύει με μείωση των πληθυσμών του, καθώς μάλλον έχει επεκτείνει τη γεωγραφική κατανομή του την τελευταία εκατονταετία. Αποτελεί λεία αρπακτικών πτηνών.

Περιγραφή

Ο πυροβασιλίσκος είναι μικρό «στρουμπουλό» πουλί, με μήκος 9 εκατοστά και άνοιγμα πτερύγων[2] 13 έως 16 εκατοστά. Η μάζα του είναι 4 έως 7 γραμμάρια. Το χρώμα του πυροβασιλίσκου είναι ανοικτό λαδί πρασινωπό στο επάνω μέρος του, με ένα «μπάλωμα» στο χρώμα του μπρούντζου σε κάθε ώμο, και υπόλευκο στο κάτω μέρος, με καφετί-γκρίζο στο στήθος και τα πλευρά. Υπάρχουν δύο λευκές λωρίδες σε κάθε πτέρυγα. Το ράμφος είναι πολύ μικρό, μαύρο και μυτερό, ενώ τα πόδια είναι σκούρα καφετιά έως μαύρα. Το χρωματικό μοτίβο της κεφαλής είναι έντονο, με μαύρη λωρίδα στο ύψος των ματιών, μακρά λευκή υπερόφρυα λωρίδα (supercilium), και το χαρακτηριστικό σχήμα της έντονης λωρίδας στο στέμμα (κορυφή της κεφαλής), που είναι κίτρινη στο θηλυκό και κυρίως πορτοκαλί στο αρσενικό. Γενικώς τα δύο φύλα είναι πολύ παρόμοια στην εμφάνιση, εκτός από το χρώμα του στέμματος, αν και το θηλυκό έχει κάπως πιο θαμπό πτέρωμα και είναι ελαφρώς μικρότερο. Τα νεαρά άτομα ξεχωρίζουν από τους ενήλικες στο ότι έχουν πιο γκριζωπή απόχρωση στο πιο θαμπό κάτω μέρος του σώματός τους και στερούνται της λωρίδας του στέμματος, με τις υπόλοιπες λωρίδες της κεφαλής να είναι παρούσες, αλλά πιο θαμπές από ό,τι στα ενήλικα άτομα. Στον πρώτο χειμώνα της ζωής τους απορρίπτουν όλο το πτέρωμα, εκτός από τα πτητικά και τα ουραία πτερά.

Οι πυροβασιλίσκοι συνήθως περπετούν με μικρά άλματα, κρατώντας το σώμα οριζόντιο, ενώ η πτήση του φαίνεται ασθενική και «τρεμουλιαστή», με απότομες στροφές κάπου-κάπου.[3]

Ο ενήλικος πυροβασιλίσκος ξεχωρίζει από οποιοδήποτε άλλο είδος πτηνού: Ο φυλλοσκόπος του Παλάς (Phylloscopus proregulus) έχει παρόμοια μοτίβα στην κεφαλή και τις πτέρυγες, αλλά το στέμμα του είναι ανοικτό λεμονί και όχι ζωηρό κίτρινο ή πορτοκαλί, ενώ η υπερόφρυα λωρίδα είναι επίσης χλομή κίτρινη και όχι έντονα λευκή. Ο νεαρός πυροβασιλίσκος μοιάζει πολύ με τον χρυσοβασιλίσκο, αλλά συνήθως έχει αρκετά ευδιάκριτο το μοτίβο της κεφαλής ώστε να ξεχωρίζεται από τον στενό συγγενή του, ο οποίος εμφανίζει λιγότερο πολύχρωμη κεφαλή σε όλες τις ηλικίες.[3] Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα κάποιος να λαθέψει τον νεαρό πυροβασιλίσκο με τον φυλλοσκόπο τον άκοσμο, που έχει παρόμοιο μοτίβο της κεφαλής. Αλλά ο φυλλοσκόπος αυτός (εκτός του ότι ζει στην Ασία και όχι στην Ευρώπη) έχει χλομές άκρες στο πτέρωμα των κλειστών πτερύγων.[4]

Ταξινομική και συστηματική

Προσωρινά αποσβολωμένος αρσενικός πυροβασιλίσκος που βρέθηκε σε πεζοδρόμιο της πόλεως Lille της Γαλλίας. Διακρίνεται καθαρά το «φλογώδες» σημάδι στην κορυφή της κεφαλής.

Οι βασιλίσκοι είναι μικρή ομάδα πτηνών του Παλαιού Κόσμου, αλλά αρκετοί ταξινομιστές την ανυψώνουν σε ξεχωριστή οικογένεια.[5] Οι ονομασίες της οικογένειας βασιλισκίδες (Regulidae) και του γένους βασιλίσκος (Regulus) σημαίνουν (στην ελληνική και τη λατινική γλώσσα αντιστοίχως) «μικρός βασιλιάς»[6], και αναφέρονται στη χαρακτηριστική έντονη χρυσίζουσα λωρίδα στο στέμμα (κορυφή κεφαλής) των ενήλικων ατόμων. Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά επιστημονικώς από τον ζωολόγο Κούνρατ Γιάκοπ Τέμινκ το 1820 υπό την ονομασία Sylvia ignicapilla[7]. Η σχετική καθυστέρηση της ταυτοποιήσεως αυτού του συνηθισμένου στην Ευρώπη πουλιού οφείλεται στην πεποίθηση ότι αποτελούσε απλώς μια ποικιλία του χρυσοβασιλίσκου.[8] Η λατινική ονομασία του είδους προέρχεται από τις λέξεις ignis = φωτιά και capillus = μαλλιά.[6] Το επίθετο συναντάται συχνά λανθασμένα ως ignicapillus αντί του ορθού ignicapilla.[9]

Υπάρχουν δύο ευρέως αποδεκτά υποείδη πυροβασιλίσκου, το R. ignicapilla ignicapilla και το μεσογειακό υποείδος R. ignicapilla balearicus (Jordans, 1923). Το δεύτερο συναντάται στις Βαλεαρίδες Νήσους και τη βόρεια Αφρική, και έχει πιο ανοικτόχρωμο κάτω μέρος και πιο γκρίζο επάνω μέρος σε σχέση με το άλλο υποείδος.[3] Μερικοί ταξινομικοί βιολόγοι έχουν προτείνει την ύπαρξη και άλλων υποειδών, όπως του R. i. caucasicus, του βορειοαφρικανικού R. i. laeneni[10] και του «πυροβασιλίσκου της Κριμαίας» R. i. tauricus.[11] Ο πυροβασιλίσκος της Μαδέρας (R. madeirensis), θεωρείτο παλαιότερα υποείδος του πυροβασιλίσκου, αλλά φυλογενετική ανάλυση του γονιδίου του κυτοχρώματος b (στο μιτοχονδριακό DNA) έδειξε ότι ξεχωρίζει στο επίπεδο του είδους. Πιο συγκεκριμένα, η απόκλιση του γονιδίου αυτού ανάμεσα στον πυροβασιλίσκο της Μαδέρας και το ευρωπαϊκό πτηνό είναι 8,5%, ποσοστό συγκρίσιμο με το επίπεδο αποκλίσεως μεταξύ άλλων αναγνωρισμένων ειδών του γένους Regulus, όπως το 9% ανάμεσα στον χρυσοβασιλίσκο και τον Regulus satrapa.[12] Εξάλλου το είδος της Μαδέρας διαφέρει ελαφρώς και στη μορφολογία, καθώς και στο κελάηδημα.[13] Ο διαχωρισμός του νέου είδους έγινε αποδεκτός από την Association of European Rarities Committees (AERC)[14] το 2003.

Ο βασιλίσκος της Ταϊβάν (Regulus goodfellowi) έχει κάποτε θεωρηθεί ως υποείδος του πυροβασιλίσκου. Ωστόσο, γενετικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το είδος της Ταϊβάν είναι στενότερος συγγενής του υποείδους Regulus regulus himalayensis, που αναπαράγεται στα Ιμαλάια, και μακρινότερος των πυροβασιλίσκων.[15] Επίσης οι βασιλίσκοι των Καναρίων Νήσων, που θεωρούντο πιθανά υποείδη πυροβασιλίσκου, αποδείχθηκε πλέον ότι συνιστούν δύο υποείδη του χρυσοβασιλίσκου.[16]

Απολιθώματα

Υπάρχουν λίγα απολιθώματα βασιλίσκων της Πλειστόκαινης περιόδου (2,6 εκατομμύρια έως 12.000 έτη πριν) από την Ευρώπη και το Ισραήλ, κυρίως χρυσοβασιλίσκου ή απροσδιόριστου είδους. Υπάρχει ωστόσο και ένα δείγμα πυροβασιλίσκου από την Ισπανία. Μια αριστερή ωλένη από τη Βουλγαρία ταυτοποιήθηκε ως ένα άλλο, εξαφανισμένο είδος, το Regulus bulgaricus, ηλικίας 2,6 έως 1,95 εκατομμυρίων ετών. Τούτο φαίνεται να έχει προγονική σχέση με τον πυροβασιλίσκο, με τον χρυσοβασιλίσκο να αποκλίνει από αυτή τη γραμμή κατά τη Μέση Πλειστόκαινο.[17]

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα

Cork woodland is favoured for breeding.

Ο πυροβασιλίσκος αναπαράγεται, όσον αφορά την Κεντρική Ευρώπη, σε πεδινά δάση πλατύφυλλων δέντρων, προτιμώντας, όπου αυτά βρίσκονται, το είδος δέντρου δρυς η φελλοφόρος και το γένος δέντρου άλνος, με δεύτερα σε προτίμηση την οξιά και τον ελαιόπρινο. Ζει επίσης σε μεικτές δασικές εκτάσεις πλατύφυλλων και κωνοφόρων, ή σε συστάδες ελάτων, κέδρων και πεύκων, συχνά με υποκείμενη βλάστηση αρκεύθου, άγριου κισσού και άγριας τριανταφυλλιάς. Σε ξηρότερα, μεσογειακά ενδιαιτήματα συναντάται σε δασικές εκτάσεις κωνοφόρων, βελανιδιάς και ανάμεικτες, σε υψόμετρο έως και 2.800 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[3] Σε αντίθεση με πιο «εξειδικευμένα» πουλιά, όπως ο δεντροτσομπανάκος και ο δενδροβάτης, οι βασιλίσκοι δεν χρειάζονται μεγάλες δασικές εκτάσεις και η πυκνότητα πληθυσμού τους είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος του δάσους.[18] Τον χειμώνα ο πυροβασιλίσκος δεν εξαρτάται τόσο πολύ από τα κωνοφόρα όσο ο χρυσοβασιλίσκος, μετακινούμενος από το δάσος σε θαμνότοπους. Συναντάται σε ζευγάρια ή ως μοναχικά άτομα, που περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους πάνω στον θόλο των δέντρων, αν και συχνά εξορμούν σε θάμνους και άλλη χαμηλή βλάστηση.[3] Ο πυροβασιλίσκος μπορεί να ζήσει και σε πάρκα ή σε μεγάλους κήπους αστικών περιοχών, και μάλιστα η πυκνότητα πληθυσμού του σε αυτά τα μέρη μπορεί να είναι συγκρίσιμη με τις μέγιστες πυκνότητες που καταμετρούνται σε φυσικά ενδιαιτήματα.[19][20]

Το υποείδος R. ignicapilla ignicapilla αναπαράγεται στην Ευρώπη από τη νότια Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τη Λευκορωσία, τη βορειοδυτική Ουκρανία και την Ελλάδα. Στα βόρεια φθάνει έως τις ακτές της Βαλτικής και τη νότια Λετονία. Υπάρχουν απομονωμένοι πληθυσμοί ανατολικώς αυτής της βασικής κατανομής: στην Αμπχαζία, την Κριμαία και την Τουρκία. Γενικώς ζει στην περιοχή μεταξύ των ισοθέρμων Ιουλίου των 16 και των 24 °C.[2] Οι πιο νότιοι πληθυσμοί δεν αποδημούν, ενώ οι βόρειοι και ανατολικότεροι αποδημούν, ξεχειμωνιάζοντας κυρίως στις μεσογειακές χώρες και τη Δυτική Ευρώπη. Το υποείδος R. i. balearicus συναντάται στις Βαλεαρίδες και τα βόρεια μέρη του Μαρόκου, της Αλγερίας και της Τυνησίας.[3] Μεμονωμένα περιπλανηθέντα άτομα έχουν παρατηρηθεί στη Νορβηγία, τη Φινλανδία, την Εσθονία, την Κύπρο, την Αίγυπτο και τον Λίβανο.[12][21] Τον Ιούλιο του 2020 αναφέρθηκε ότι ο πυροβασιλίσκος φωλιάζει πλέον σε τουλάχιστον δύο τοποθεσίες στη νότια Φινλανδία[22], γεγονός που ενδεχομένως σημαίνει ότι με την κλιματική αλλαγή το είδος επεκτείνει την κατοίκησή του προς βορρά.


Παραπομπές

  1. BirdLife International (2016). "Regulus ignicapilla". IUCN Red List of Threatened Species. 2016: e.T22735002A87781502, doi: 10.2305/IUCN.UK.2016-3.RLTS.T22735002A87781502.en. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2021
  2. 2,0 2,1 Snow, David· Perrins, Christopher M., επιμ. (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition (2 τόμοι). Οξφόρδη: Oxford University Press. σελίδες 1346–1348. ISBN 978-0-19-850188-6. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Baker, Kevin (1997). Warblers of Europe, Asia and North Africa (Helm Identification Guides). Λονδίνο: Helm. σελίδες 383–384. ISBN 978-0-7136-3971-1. 
  4. Barthel, Peter H. (2003). «Juvenile firecrests Regulus ignicapilla as a confusion risk with yellow-browed Phylloscopus inornatus and Pallas's warblers P. proregulus» (στα γερμανικά). Limicola 17 (3): 139-151. 
  5. Monroe, Burt L. (Φεβρουάριος 1992). «The new DNA-DNA avian classification: What's it all about?». British Birds 85 (2): 53-61. 
  6. 6,0 6,1 The Chambers Dictionary (9η έκδοση). Εδιμβούργο: Chambers. 2006. σελίδες 223, 735, 1277. ISBN 978-0-550-10185-3. 
  7. Temminck, Coenraad Jacob (1820–1840). Manuel d'ornithologie, ou Tableau systematique des oiseaux qui se trouvent en Europe (στα Γαλλικά) (2η έκδοση). Παρίσι: H. Cousin & E. d'Ocagne. σελ. 231. CS1 maint: Μορφή ημερομηνίας (link)
  8. Wood, Neville (1836). British song birds: being popular descriptions and anecdotes of the choristers of the groves. Λονδίνο: John W. Parker. σελίδες 143-145. 
  9. Crochet, P.-A. (2010). AERC TAC's Taxonomic Recommendations, July 2010 (PDF). Association of European Rarity Committees (AERC). σελ. 14. 
  10. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Packert.
  11. Redkin, Y.A. (2001). «A new subspecies of Firecrest Regulus ignicapillus (Temminck, 1820) (Regulidae, Passeriformes) from the mountains of the Crimea». Ornitologia 29: 98-102. 
  12. 12,0 12,1 Martens, Jochen και Päckert, Martin: «Family Regulidae (Kinglets & Firecrests)», σσ. 330-349 στο Del Hoyo, Josep· Elliott, Andrew· Christie, David A., επιμ. (2006). Handbook of the Birds of the World: Old World Flycatchers to Old World Warblers, v. 11. Βαρκελώνη: Lynx Edicions. ISBN 978-84-96553-06-4. 
  13. Sangster, George; Collinson, J. Martin; Helbig, Andreas J.; Knox, Alan G.; Parkin, David T. (2005). «Taxonomic recommendations for British birds: third report». Ibis 147 (4): 821-826. doi:10.1111/j.1474-919X.2005.00483.x. 
  14. AERC Taxonomy Committee (2003). AERC TAC's Taxonomic Recommendations (PDF). Association of European Rarities Committees. σελ. 22. 
  15. Päckert, Martin; Martens, Jochen; Severinghaus, Lucia Liu (2008). «The Taiwan Firecrest (Regulus goodfellowi) belongs to the Goldcrest assemblage (Regulus regulus s.l.): evidence from mitochondrial DNA and the territorial song of the Regulidae». Journal of Ornithology 150 (1): 205-220. doi:10.1007/s10336-008-0335-5. 
  16. Päckert, Martin (2006). «Song dialects as diagnostic characters—acoustic differentiation of the Canary Island Goldcrest subspecies Regulus regulus teneriffae Seebohm 1883 and R. r. ellenthalerae Päckert et al. 2006 (Aves: Passeriformes: Regulidae)». Zootaxa 1325: 99-115. doi:10.11646/zootaxa.1325.1.7. 
  17. Boev, Zlatozar (1999). «Regulus bulgaricus sp. n. – the first fossil Kinglet (Aves: Sylviidae) from the Late Pliocene of Varshets, Western Bulgaria». Historia Naturalis Bulgarica 10: 109-115. https://www.biodiversitylibrary.org/page/31093140#page/111/mode/1up. 
  18. Telleria, J.L.; Santos, T. (1995). «Effects of forest fragmentation on a guild of wintering passerines: the role of habitat selection». Biological Conservation 71: 61-67. doi:10.1016/0006-3207(94)00021-H. http://www.ucm.es/info/zoo/bcv/pdf/1995_BiolCons_71_61.pdf. 
  19. Palomino, David; Carrascal, Luis M. (2006). «Urban influence on birds at a regional scale: A case study with the avifauna of northern Madrid province». Landscape and Urban Planning 77 (3): 276-290. doi:10.1016/j.landurbplan.2005.04.003. http://www.vertebradosibericos.org/lmcarrascal/pdf/leup2004.pdf. 
  20. Witt, Klaus; Mitschke, Alexander; Luniak, Maciej (Δεκέμβριος 2005). «A comparison of common breeding bird populations in Hamburg, Berlin and Warsaw». Acta Ornithologica 40 (2): 139-146. doi:10.3161/068.040.0209. 
  21. «BirdLife International Species factsheet: Regulus ignicapilla ». BirdLife International. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2010. 
  22. «Tulipäähippiäinen liittyi Suomen pesimälinnustoon» [Common firecrest joins Finland's nesting birds]. Birdlife Finland (στα Φινλανδικά). Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2020. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι