Κορεσμένα λιπαρά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Δημιουργήθηκε από μετάφραση της σελίδας "Saturated fat"
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 15:47, 1 Οκτωβρίου 2018

Το κορεσμένο λίπος είναι ένας τύπος λίπους στο οποίο οι αλυσίδες των λιπαρών οξέων έχουν όλες απλούς χημικούς δεσμούς. 'Ενα λιπίδιο αποτελείται από δύο είδη μικρότερα μόρια: γλυκερόλη και λιπαρά οξέα. Τα λίπη αποτελούνται από μακριές αλυσίδες ατόμων άνθρακα (C). Μερικά άτομα άνθρακα συνδέονται μεταξύ τους με απλούς δεσμούς (-C-C-) και άλλα συνδέονται με διπλούς δεσμούς (-C=C-).[1] Οι διπλοί δεσμοί μπορούν να αντιδράσουν με υδρογόνο προς σχηματισμό απλών δεσμών. Ονομάζονται κορεσμένα, επειδή ο δεύτερος δεσμός έχει σπάσει και το κάθε μέρος του δεσμού έχει συνδεθεί (κορεστεί) με ένα άτομο υδρογόνου. Τα περισσότερα ζωικά λίπη είναι κορεσμένα. Τα λίπη από τα φυτά και τα ψάρια είναι γενικά ακόρεστα. Τα κορεσμένα λίπη γενικά έχουν υψηλότερα σημεία τήξης από τα αντίστοιχο ακόρεστα λίπη, συνεπώς γενικά τα κορεσμένα λίπη είναι στερεά σε θερμοκρασία δωματίου ενώ τα ακόρεστα λίπη υγρά με διάφορους βαθμούς ιξώδους (δηλαδή τα κορεσμένα και τα ακόρεστα λίπη είναι υγρά στη θερμοκρασία του σώματος).

Διάφορα λίπη περιέχουν διαφορετικές αναλογίες από  κορεσμένα και ακόρεστα λιπαρά. Μεγάλη περιεκτικότητα σε κορεσμένα λίπη έχουν τα προϊόντα ζωικών λιπών όπως η κρέμα γάλακτος, το τυρί, το βούτυρο, τα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα  και τα λιπαρά κρέατα που περιέχουν διαιτητική χοληστερόλη. Ορισμένα φυτικά προϊόντα έχουν πολλά κορεσμένα λιπαρά, όπως το λάδι καρύδας και το φοινικοπυρηνέλαιο.[2] Πολλά έτοιμα φαγητά έχουν πολλά κορεσμένα λιπαρά, όπως η πίτσα, τα γαλακτοκομικά επιδόρπια, και τα λουκάνικα.[3][4]

Οι κατευθυντήριες γραμμές που κυκλοφόρησαν από πολλούς ιατρικούς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστούν μείωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών για καλύτερη υγεία και λιγότερους κινδύνους για καρδιαγγειακά νοσήματα. Και σε πολλά άρθρα υγείας συνιστάται μια διατροφή χαμηλή σε κορεσμένα λιπαρά και υποστηρίζεται ότι θα περιορίσει την πιθανότητα καρδιαγγειακών παθήσεων[5], διαβήτη, ή θανάτου.[6] Ωστόσο, ορισμένα άλλα άρθρα έχουν καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.[7][8][9]

Λιπαρά συστατικά

Στις διατροφικές ετικέτες είναι κατηγοριοποιημένα μαζί, όμως τα κορεσμένα λιπαρά οξέα βρίσκονται σε διαφορετικές αναλογίες μεταξύ των ομάδων τροφίμων. Τα οξέα λαυρικό και μυριστικό βρίσκονται περισσότερο σε "τροπικά" έλαια (π. χ., φοινικοπυρηνέλαιο, καρύδα) και σε γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα κορεσμένα λίπη σε κρέατα, αυγά, κακάο και καρύδια είναι κυρίως τα τριγλυκερίδια των οξέων παλμιτικό και στεατικό.

Τα λιπαρά συστατικά κοινών τροφίμων * Εστεροποιημένα λιπαρά οξέα ως % αναλογία επί των ολικών λιπαρών[10]
Τρόφιμο Λαυρικό οξύ Μυριστικό οξύ Παλμιτικό οξύ Στεατικό οξύ
Λάδι καρύδας 47% Το 18% 9% 3%
Φοινικοπυρηνέλαιο 48% 1% Το 44% 5%
Βούτυρο 3% 11% 29% 13%
Βόειος κιμάς 0% 4% 26% 15%
Σολομός 0% 1% 29% 3%
Αυγού κρόκοι 0% 0.3% Το 27% 10%
Κάσιους 2% 1% 10% 7%
Σογιέλαιο 0% 0% 11% 4%

Παραδείγματα κορεσμένων λιπαρών οξέων

Μερικά κοινά παραδείγματα λιπαρών οξέων:

  • Βουτυρικό οξύ με 4 άτομα άνθρακα (περιέχεται στο βούτυρο)
  • Λαυρικό οξύ με 12 άτομα άνθρακα (περιέχεται στο λάδι καρύδας, το φοινικοπυρηνέλαιο, και το μητρικό γάλα)
  • Μυριστικό οξύ με 14 άτομα άνθρακα (περιέχεται στο αγελαδινό γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα)
  • Παλμιτικό οξύ  με 16 άτομα άνθρακα (περιέχεται στο φοινικέλαιο και το κρέας)
  • Στεατικό οξύ με 18 άτομα άνθρακα (περιέχεται στο κρέας και το βούτυρο κακάο)

Συσχέτιση με ασθένειες

Από τη δεκαετία του 1950, έχει αποδειχθεί ότι η κατανάλωση τροφών με μεγάλη περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά (όπως λιπαρά κρέατα, λίπος γάλατος,  βούτυρο, λαρδί, έλαιο καρύδας, το φοινικέλαιο και φοινικοπυρηνέλαιο) είναι καλύτερο για την υγεία να περιορίζεται. Λιγότερα κορεσμένα λιπαρά και περισσότερα ακόρεστα λιπαρά περιλαμβάνονται σε: ελαιόλαδο, φυστικέλαιο, κραμβέλαιο, και έλαια αβοκάντου, καλαμποκιού, ηλίανθου, σόγιας και βαμβακόσπορου.[11][12]

Καρδιαγγειακή νόσος

Υπάρχει άμεση, απόλυτη, και μετρήσιμη σύνδεση μεταξύ της προσλαμβανόμενης ποσότητας κορεσμένων λιπαρών, των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα, και της πιθανότητας εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Οι σχέσεις είναι παραδεκτές ως αιτιολογικές.[13][14]

Πολλές υγειονομικές αρχές όπως ο Αμερικανικός Σύλλογος Διατροφολόγων,[15] ο Βρετανικός Σύλλογος Διατροφολόγων,Σφάλμα αναφοράς: Η αρχική ετικέτα <ref> έχει κακή μορφή ή έχει κακό όνομα ο Αμερικάνικος Σύλλογος Καρδιολόγων,Σφάλμα αναφοράς: Η αρχική ετικέτα <ref> έχει κακή μορφή ή έχει κακό όνομα η Παγκόσμια Καρδιολογική Ομοσπονδία,Σφάλμα αναφοράς: Η αρχική ετικέτα <ref> έχει κακή μορφή ή έχει κακό όνομα το Βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας,Σφάλμα αναφοράς: Η αρχική ετικέτα <ref> έχει κακή μορφή ή έχει κακό όνομα  μεταξύ άλλων,Σφάλμα αναφοράς: Η αρχική ετικέτα <ref> έχει κακή μορφή ή έχει κακό όνομαΣφάλμα αναφοράς: Η αρχική ετικέτα <ref> έχει κακή μορφή ή έχει κακό όνομα συμβουλεύουν ότι τα κορεσμένα λίπαρά είναι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας από τον Μάιο 2015 συνιστά μετάβαση από κορεσμένα σε ακόρεστα λίπη.Σφάλμα αναφοράς: Η αρχική ετικέτα <ref> έχει κακή μορφή ή έχει κακό όνομα

Σε ολιγάριθμες συστηματικές ανασκοπήσεις εξετάστηκε η σχέση μεταξύ κορεσμένων λιπαρών και καρδιαγγειακών παθήσεις κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ωστόσο, βασίζονταν σε μελέτες παρατήρησης και είναι ακατάλληλες για προσδιορισμό σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος:

Το 2017 μία συστηματική ανασκόπηση του Αμερικανικού Συλλόγου Καρδιολόγων από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές έδειξε ότι με μείωση της διαιτητικής πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών και αντικατάστασης από μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λίπη περιορίζεται η πιθανότητα καρδιαγγειακής νόσου κατά 30%, όπως επιτυγχάνει η θεραπεία στατίνης στη διατήρηση της χοληστερόλης του αίματος σε φυσιολογικά επίπεδα.

Το 2017 μία διαφορετική ανασκόπηση από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές συμπέρανε ότι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με n-6 πολυακόρεστα λίπη δεν θα μειώσει την πιθανότητα στεφανιαίας καρδιακής νόσου, τη θνησιμότητα αυτής, ή την ολική θνησιμότητα. Έδειξε ότι ανεπαρκώς ελεγχόμενες δοκιμές (π. χ., αδυναμία ελέγχου άλλων παραγόντων του τρόπου ζωής) που είχαν περιληφθεί σε προηγούμενες μετα-αναλύσεις εξηγούν τα προηγούμενα αποτελέσματα.[16]

Το 2015 μία συστηματική ανασκόπηση δεν βρήκε συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών και του κινδύνου για καρδιακή νόσο, εγκεφαλικό επεισόδιο, διαβήτη, ή θάνατο. Ωστόσο, η μελέτη αυτή βασίστηκε μόνο σε μελέτες παρατήρησης, και είναι ακατάλληλη για προσδιορισμό σχέσης αιτίου και αποτελέσματος.[17]

Δυσλιπιδαιμία

Η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών γενικά θεωρείται παράγοντας κινδύνου για δυσλιπιδαιμία, που με τη σειρά του αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ορισμένα είδη καρδιαγγειακής νόσου.[18][19][20][21][22]

Μη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα, όπως υψηλή ολική χοληστερόλη, υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων,  υψηλά επίπεδα χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL, "κακή" χοληστερόλη) ή χαμηλά επίπεδα υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (HDL, "καλή" χοληστερόλη), όλα συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου.

Καρκίνος

Καρκίνος του μαστού

Το 2003 μία μετα-ανάλυση βρήκε συσχέτιση μεταξύ κορεσμένων λιπαρών και καρκίνου του μαστού.[23] Ωστόσο, δύο επόμενες αναθεωρήσεις βρήκαν αμελητέα τη συσχέτιση.[24][25] [26]

Καρκίνος του παχέος εντέρου

Μια ανασκόπηση βρήκε περιορισμένα στοιχεία για συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης ζωικών λιπών και της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.[27]

Καρκίνος των ωοθηκών

Το 2001 μια μετα-ανάλυση οκτώ μελετών παρατήρησης βρήκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ κορεσμένων λιπαρών και καρκίνου των ωοθηκών.[28] Το 2013, ωστόσο, μία μελέτη έδειξε ότι από συγκεντρωτική ανάλυση 12 μελετών κοόρτης δε βρέθηκε τέτοια συσχέτιση. Περαιτέρω ανάλυση αποκάλυψε ότι τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα προστατεύουν από τον καρκίνο των ωοθηκών και ότι τα τρανς λιπαρά είναι παράγοντας κινδύνου.[29] Η μελέτη αποκάλυψε ότι πρέπει να εξετάζονται οι ιστολογικοί υποτύποι κατά τον προσδιορισμό των επιπτώσεων του διαιτητικού λίπους στον καρκίνο των ωοθηκών.

Καρκίνος του προστάτη

Μερικοί ερευνητές έχουν δείξει ότι τα οξέα μυριστικό[30][31] και παλμιτικό  του ορού και τα κορεσμένα λιπαρά οξέα μυριστικό και παλμιτικό[32] της τροφής και το παλμιτικό σε συνδυασμό με συμπλήρωμα άλφα-τοκοφερόλης  σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη με δοσο-εξαρτώμενο τρόπο. Ωστόσο, οι συσχετίσεις αφορούν διαφορές στην πρόσληψη ή το μεταβολισμό των λιπαρών οξέων μεταξύ περιστατικών, και δεν αποτελούν την πραγματική αιτία.

Οστά

Η προσλαμβανόμενη ποσότητα και ποιότητα λιπαρών επηρεάζει την υγεία των οστών. Από μελέτες σε ζώα αποδείχθηκε ότι η οστική πυκνότητα μειώνεται με αύξηση της κατανάλωσης λιπών, και ότι οι άνδρες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι.[33]

Διαιτητικές συμβουλές

Συστάσεις για μείωση ή περιορισμό της προσλαμβανόμενης ποσότητας κορεσμένων λιπαρών κάνουν οι: Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας,[34] Αμερικάνικος Σύλλογος Καρδιολόγων, το υπουργείο Υγείας του Καναδά,[35] το Αμερικανικό Υπουργείο Υγείας,[36] η Βρετανική Υπηρεσία Τυποποίησης Τροφίμων,[37] το Αυστραλιανό Υπουργείο Υγείας και Γήρανσης,[38] ο τομέας Υγείας της Κυβέρνησης της Σιγκαπούρης,[39] η Πύλη Υγείας της Ινδικής Κυβέρνης ,[40] το Νεοζηλανδέζικο Υπουργείο Υγείας,[41] ο τομέας Τροφίμων και Φαρμάκων της Γκάνα,[42] το Υπουργείο Υγείας της Δημοκρατίας της Γουιάνας,[43] και το Κέντρο για την Ασφάλεια των Τροφίμων του Χονγκ Κονγκ.[44]

Το 2003, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) σε έκθεση διαβούλευσης εμπειρογνωμόνων συμπέραναν ότι "η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων σχετίζεται άμεσα με καρδιαγγειακό κίνδυνο.[45] Ο παραδοσιακός στόχος ήταν να περιορίσουν την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών σε λιγότερο από 10% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης και λιγότερο από 7% για τις ομάδες υψηλού κινδύνου. "

Μοριακή περιγραφή

Δισδιάστατη αναπαράσταση του κορεσμένου λιπαρού οξέος μυριστικό οξύ
Ένα τρισδιάστατο μοντέλο του κορεσμένου λιπαρού οξέος μυριστικό οξύ

Η χαρακτηριστική μορφή των κορεσμένων λιπαρών, όπως φαίνεται και στη δισδιάστατη απεικόνιση, είναι άτομα υδρογόνου που συνδέονται με κάθε ένα από τα άτομα του άνθρακα της ανθρακικής αλυσίδας του μυριστικού οξέος μόριο (υπάρχουν 13 άτομα άνθρακα στην αλυσίδα * 14 άτομα άνθρακα σε ολόκληρο το μόριο).

Τα άτομα άνθρακα απεικονίζονται ως τομές μεταξύ δύο ευθείων γραμμών. Ο όρος "κορεσμένα" γενικά αναφέρεται στο μέγιστο αριθμό ατόμων υδρογόνου που συνδέονται με κάθε άνθρακα της ανθρακικής αλυσίδας, όπως επιτρέπεται από τον Κανόνα της Οκτάδας. Που σημαίνει ότι μόνο απλοί χημικοί δεσμοί (δεσμοί σ) θα υπάρχουν μεταξύ των παρακείμενων ατόμων άνθρακα της αλυσίδας..

Βιβλιογραφία

  1. Reece, Jane· Campbell, Neil (2002). Biology. San Francisco: Benjamin Cummings. σελίδες 69–70. ISBN 0-8053-6624-5. 
  2. «What are "oils"?». ChooseMyPlate.gov, US Department of Agriculture. 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2015. 
  3. «Saturated fats». American Heart Association. 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  4. «Top food sources of saturated fat in the US». Harvard University School of Public Health. 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  5. Hooper L, Martin N, Abdelhamid A, Davey Smith G (2015). «Reduction in saturated fat intake for cardiovascular disease». Cochrane Database Syst Rev 6 (Jun 10): CD011737. doi:10.1002/14651858.CD011737. PMID 26068959. CS1 maint: Uses authors parameter (link)
  6. Sacks, Frank M.; Lichtenstein, Alice H.; Wu, Jason H.Y.; Appel, Lawrence J.; Creager, Mark A.; Kris-Etherton, Penny M.; Miller, Michael; Rimm, Eric B. και άλλοι. (15 June 2017). «Dietary Fats and Cardiovascular Disease: A Presidential Advisory From the American Heart Association». Circulation 136: CIR.0000000000000510. doi:10.1161/CIR.0000000000000510. http://circ.ahajournals.org/content/circulationaha/early/2017/06/15/CIR.0000000000000510.full.pdf?download=true. 
  7. de Souza, Russell J; Mente, Andrew; Maroleanu, Adriana; Cozma, Adrian I; Ha, Vanessa; Kishibe, Teruko; Uleryk, Elizabeth; Budylowski, Patrick και άλλοι. (2015). «Intake of saturated and trans unsaturated fatty acids and risk of all cause mortality, cardiovascular disease, and type 2 diabetes: systematic review and meta-analysis of observational studies». BMJ 351 (Aug 11): h3978. doi:10.1136/bmj.h3978. PMID 26268692. 
  8. Ramsden, Christopher E; Zamora, Daisy; Leelarthaepin, Boonseng; Majchrzak-Hong, Sharon F; Faurot, Keturah R; Suchindran, Chirayath M; Ringel, Amit; Davis, John M και άλλοι. (2013). «Use of dietary linoleic acid for secondary prevention of coronary heart disease and death: evaluation of recovered data from the Sydney Diet Heart Study and updated meta-analysis». BMJ 346: e8707. doi:10.1136/bmj.e8707. PMID 23386268. 
  9. Ramsden, Christopher E; Zamora, Daisy; Majchrzak-Hong, Sharon; Faurot, Keturah R; Broste, Steven K; Frantz, Robert P; Davis, John M; Ringel, Amit και άλλοι. (2016). «Re-evaluation of the traditional diet-heart hypothesis: analysis of recovered data from Minnesota Coronary Experiment (1968-73)». BMJ 353: i1246. doi:10.1136/bmj.i1246. PMID 27071971. 
  10. «USDA National Nutrient Database for Standard Reference, Release 20». United States Department of Agriculture. 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Απριλίου 2016. 
  11. «Dietary fats: Know which types to choose». Mayo Clinic. 15 Φεβρουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2011. 
  12. «Fats and cholesterol». Harvard University, TH Chan School of Public Health. 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2017. 
  13. «European guidelines on cardiovascular disease prevention in clinical practice: executive summary». European Heart Journal 28 (19): 2375–2414. 2007. doi:10.1093/eurheartj/ehm316. PMID 17726041. http://eurheartj.oxfordjournals.org/content/early/2007/08/28/eurheartj.ehm316.full.pdf. 
  14. Labarthe, Darwin (2011). «Chapter 17 What Causes Cardiovascular Diseases?». Epidemiology and prevention of cardiovascular disease: a global challenge (2 έκδοση). Jones and Bartlett Publishers. ISBN 978-0-7637-4689-6. 
  15. «Position of the American Dietetic Association and Dietitians of Canada: Dietary Fatty Acids». Journal of the American Dietetic Association 107 (9): 1599–1611 [1603]. September 2007. doi:10.1016/j.jada.2007.07.024. PMID 17936958. 
  16. Hamley, S (May 2017). «The effect of replacing saturated fat with mostly n-6 polyunsaturated fat on coronary heart disease: a meta-analysis of randomised controlled trials». Nutrition Journal 16 (1): 30. doi:10.1186/s12937-017-0254-5. PMID 28526025. 
  17. de Souza RJ, Mente A, Maroleanu A, Cozma AI, Ha V, Kishibe T, Uleryk E, Budylowski P, Schünemann H, Beyene J, Anand SS (Aug 12, 2015). «Intake of saturated and trans unsaturated fatty acids and risk of all cause mortality, cardiovascular disease, and type 2 diabetes: systematic review and meta-analysis of observational studies». BMJ 351 (h3978). doi:10.1136/bmj.h3978. PMID 26268692. 
  18. Faculty of Public Health of the Royal Colleges of Physicians of the United Kingdom. Position Statement on Fat [Retrieved 2011-01-25].
  19. Report of a Joint WHO/FAO Expert Consultation (2003). «Diet, Nutrition and the Prevention of Chronic Diseases» (PDF). World Health Organization. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2011. 
  20. «Cholesterol». Irish Heart Foundation. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2011. 
  21. U.S. Department of Agriculture and U.S. Department of Health and Human Services. (December 2010). Dietary Guidelines for Americans, 2010 (7th Edition). Washington, DC: U.S. Government Printing Office.
  22. Cannon, Christopher· O'Gara, Patrick (2007). Critical Pathways in Cardiovascular Medicine, 2nd Edition. Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 243. 
  23. «Dietary fat and breast cancer risk revisited: a meta-analysis of the published literature». British Journal of Cancer 89 (9): 1672–1685. November 2003. doi:10.1038/sj.bjc.6601314. PMID 14583769. 
  24. «Nutrition and primary prevention of breast cancer: foods, nutrients and breast cancer risk.». European journal of obstetrics, gynecology, and reproductive biology 123 (2): 139–149. 2005-12-01. doi:10.1016/j.ejogrb.2005.05.011. PMID 16316809. 
  25. «Impact of diet on breast cancer risk.». Current Opinion in Obstetrics and Gynecology 21 (1): 80–85. February 2009. doi:10.1097/GCO.0b013e32831d7f22. PMID 19125007. 
  26. «Methods of Epidemiology: Evaluating the Fat–Breast Cancer Hypothesis – Comparing Dietary Instruments and Other Developments». Cancer journal (Sudbury, Mass.) 14 (2): 69–74. Mar–Apr 2008. doi:10.1097/PPO.0b013e31816a5e02. PMID 18391610. 
  27. Lin OS (2009). «Acquired risk factors for colorectal cancer». Methods Mol Biol 472: 361–72. doi:10.1007/978-1-60327-492-0_16. PMID 19107442. 
  28. «Dietary fat intake and risk of epithelial ovarian cancer: a meta-analysis of 6,689 subjects from 8 observational studies». Nutrition and Cancer 40 (2): 87–91. 2001. doi:10.1207/S15327914NC402_2. PMID 11962260. 
  29. http://cancerres.aacrjournals.org/cgi/content/meeting_abstract/73/8_MeetingAbstracts/148[νεκρός σύνδεσμος]
  30. «Fatty acids and risk of prostate cancer in a nested case-control study in male smokers». Cancer Epidemiology, Biomarkers & Prevention 12 (12): 1422–8. December 2003. PMID 14693732. http://cebp.aacrjournals.org/cgi/pmidlookup?view=long&pmid=14693732. 
  31. «Fatty acid composition of plasma phospholipids and risk of prostate cancer in a case-control analysis nested within the European Prospective Investigation into Cancer and Nutrition». The American Journal of Clinical Nutrition 88 (5): 1353–63. November 2008. PMID 18996872. http://www.ajcn.org/cgi/pmidlookup?view=long&pmid=18996872. 
  32. «Dairy product, saturated fatty acid, and calcium intake and prostate cancer in a prospective cohort of Japanese men». Cancer Epidemiology, Biomarkers & Prevention 17 (4): 930–7. April 2008. doi:10.1158/1055-9965.EPI-07-2681. PMID 18398033. 
  33. «Dietary saturated fat intake is inversely associated with bone density in humans: Analysis of NHANES III». The Journal of Nutrition 136 (1): 159–165. 2006. PMID 16365076. 
  34. see the article Food pyramid (nutrition) for more information.
  35. «Saturated and Trans Fats». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  36. «Dietary Guidelines for Americans 2005». Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  37. «Saturated Fat». Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2010. 
  38. «Australian Dietary Guidelines and the Australian Guide to Healthy Eating». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  39. «Getting the Fats Right!». Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  40. «Citizens Health Knowledge Centre Nutrition». Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  41. «New Zealand Food and Nutrition Guideline Statements for Healthy Adults». Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  42. «Food and Drugs Board Regulating for Your Safety Eating Healthy». Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  43. «Hypertension (High Blood Pressure)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  44. «Nutrition Labelling». Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010. 
  45. Joint WHO/FAO Expert Consultation (2003). «Diet, Nutrition and the Prevention of Chronic Diseases (WHO technical report series 916)» (PDF). World Health Organization. σελίδες 81–94. ISBN 92-4-120916-X. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2016.