Τύμπανο (αποσαφήνιση)
Εμφάνιση
Η λέξη τύμπανο (πλ. τύμπανα) προέρχεται από το αρχ. ελλ. ρήμα τύπτω (κτυπώ) και μπορεί να αναφέρεται στα εξής:
- Τύμπανο, κρουστό μουσικό όργανο της αρχαιότητας, το οποίο ήταν παρόμοιο με το όργανο που πλέον αναγνωρίζουμε ως ντέφι. Στη σύγχρονη ορολογία τύμπανα θεωρούνται συνεκδοχικά όλα τα ιδίου τύπου μεμβρανόφωνα κρουστά, εκφράζοντας πλέον μια οικογένεια οργάνων, παρά κάποιο συγκεκριμένο. Από παραφθορά της αρχικής λέξης προέρχεται το τυμπάνιο.
- Τύμπανο (αρχιτεκτονική), τμήμα της στέγης ορισμένων τύπων κτηρίων, το οποίο απαντά κυρίως στη ναοδομία ανατολικού ρυθμού και αποτελεί συνηθέστερα τη βάση του τρούλου. Δεν πρέπει να συγχέεται με την αψίδα επί θυρεών, η οποία απαντά στη δυτική ναοδομία.
- Τύμπανο (ανατομία), επιμέρους όργανο στο εσωτερικό του αυτιού, το οποίο ευθύνεται για τη μετάδοση του ήχου προς το μεσαίο τμήμα και περαιτέρω στο εσωτερικό.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τυμπανισμός, ασθένεια που επιφέρει πρήξιμο της κοιλιακής χώρας.
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν. Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα. |