Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι
Das Cabinet des Dr. Caligari
Πόστερ της αγγλικής παράστασης
ΣκηνοθεσίαΡόμπερτ Βίνε
ΠαραγωγήΡούντολφ Μάϊνερτ,
Έριχ Πόμμερ
ΣενάριοΧανς Γιάνοβιτς,
Καρλ Μάγιερ
ΠρωταγωνιστέςΒέρνερ Κράους ... Δρ. Καλιγκάρι
Κόνραντ Φάιτ ... Τσέζαρε
Φρίντριχ Φέερ ... Φράνσις
Λιλ Ντάγκοβερ ... Τζέην Όλσεν
Χανς Χάινριχ φον Τβαρντόφσκι ... Άλαν
Ρούντολφ Λέτινγκερ ... Δρ. Όλσεν
Ρούντολ Κλάιν Ρόγκε ... αστυνομικός
Ηανς Λάνζερ-Ρούντολφ
Χένρι Πέτερς-Άρνολντς
Λούντβιχ Ρεξ
Έλζα Βάγκνερ ... κόμισα
ΜουσικήΤζουζέπε Μπέτσε
ΦωτογραφίαΒίλλυ Χάμαϊστερ
Εταιρεία παραγωγήςBabelsberg Studio
ΔιανομήBabelsberg Studio και Netflix
Πρώτη προβολή1920
Διάρκεια71'
ΠροέλευσηΓερμανία και Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Γλώσσαγερμανικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι (γερμ. Das Cabinet des Dr. Caligari, αγγλ. The Cabinet of Dr. Caligari) είναι γερμανικό ασπρόμαυρο εξπρεσιονιστικό έργο του βωβού κινηματογράφου του 1920. Θεωρείται ως έργο-ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου και ειδικότερα του κινήματος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.

Κάποτε σε ένα πανηγύρι εμφανίζεται ένας πλανόδιος μάγος, ο Δρ. Καλιγκάρι που στη σκηνή του έχει ένα μέντιουμ, τον υπνοβάτη Τσέζαρε (Cesare, Καίσαρας) που βρίσκεται σε διαρκή λήθαργο εδώ και 23 χρόνια. Ο μάγος δίνει παραστάσεις, στις οποίες ξυπνάει τον υπνοβάτη για να απαντήσει στις ερωτήσεις του έκθαμβου κοινού. Ένας από τους θεατές τον ρωτάει: «Πόσο θα ζήσω ακόμα;» και ο Τσέζαρε του απαντάει: «Το τέλος σου θα έρθει σύντομα. Απόψε θα πεθάνεις.» Πραγματικά ο θεατής αυτός θα δολοφονηθεί την ίδια νύχτα, και ο φίλος του θα πιστέψει τις μαντικές ικανότητες του μέντιουμ. Από κει και πέρα η μικρή πόλη αρχίζει να τρομοκρατείται από μια σειρά μυστηριωδών νυκτερινών δολοφονιών. Η αστυνομία θα πιάσει έναν μικρολωποδύτη που θα ομολογήσει ότι δολοφόνησε μια γριούλα, αλλά υποστηρίζει ότι για τις άλλες δολοφονίες είναι αθώος.

Ο Φράνσις, φίλος του δολοφονημένου θεατή, αρχίζει να κάνει έρευνες και ανακαλύπτει μια τρομερή αλήθεια, σύμφωνα με την οποία ο μάγος στην πραγματικότητα είναι ο τρελός διευθυντής του τρελοκομείου της πόλης, που χρησιμοποιεί για ψευδώνυμο το όνομα Δρ. Καλιγκάρι. Ο Δρ. Καλιγκάρι είχε κάνει μια διατριβή με θέμα τον ομώνυμο μύθο του 11ου αι., σύμφωνα με τον οποίο ο ομώνυμος μάγος είχε δημιουργήσει έναν δαίμονα, τον Τσέζαρε. Ο Καλιγκάρι είχε συνεχίσει στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του να ασχολείται με τον μύθο αυτό, προσπαθώντας να τον επαναλάβει. Όταν μια μέρα οι γιατροί του τρελοκομείου του έφεραν έναν ασθενή υπνοβάτη που κοιμόταν διαρκώς, ο Δρ. Καλιγκάρι συνειδητοποιεί ότι αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τον υπνοβάτη για να πραγματοποιήσει κρυφά τα σχέδιά του. Ο υπνοβάτης παίρνει το όνομα του πνεύματος Τσέζαρε και γίνεται άβουλος δούλος του Δρ. Καλιγκάρι· μέσα στον ύπνο του εκπληρώνει τις νυκτερινές δολοφονίες που αυτός του υπαγορεύει.

Τελικά ο Φράνσις αποκαλύπτει την αλήθεια και κατορθώνει να πιάσουν τον Δρ. Καλιγκάρι και να τον κλείσουν μέσα στο ίδιο το τρελοκομείο φορώντας του τον ζουρλομανδύα. Το έργο θα καταλήξει όμως με μια άλλη, απρόβλεπτη τροπή, αφού ο Φράνσις, φεύγοντας ικανοποιημένος από το τρελοκομείο θα συλληφθεί με τη σειρά του και θα κατηγορηθεί για παράνοια, ενώ ο Δρ. Καλιγκάρι θα παρουσιαστεί και πάλι ως διευθυντής του τρελοκομείου με τα λόγια: «Τον καημένο, τρελάθηκε. Αλλά εγώ θα τον κάνω καλά.»

Καλλιτεχνικό στιλ και επιρροή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σκηνοθεσία του έργου είχε αρχικά προταθεί στον Φριτς Λανγκ, ο οποίος αρνήθηκε λόγω υπερβολικού φόρτου. Το έργο είχε την πρεμιέρα του στις 27 Φεβρουαρίου του 1920 και έκανε αμέσως ιδιαίτερη επιτυχία. Τα σκηνικά και γενικά το εξπρεσιονιστικό στιλ του έργου ήταν πρωτόγνωρα στο κοινό. Τα κτίρια και οι πόρτες είναι παράξενα, αλλόκοτα και στραβά σαν από εφιάλτη. Το φως άλλοτε φυσικό μα έντονο, άλλοτε ως ζωγραφισμένο με έντονες φωτοσκιάσεις επιδεινώνει την κατάσταση. Το σενάριο και η πλοκή είναι επίσης εξωπραγματικά και μέσα στη μόδα στη Γερμανία της διαταραγμένης μεσοπολεμικής εποχής, όπου κυκλοφορούσαν πάμπολλες θεωρίες παγκόσμιων συνωμοσιών.

Οι κριτικοί της εποχής του ερμήνευσαν το βαθύτερο νόημα του έργου ως αντίδραση ενάντια στην εξουσία της ηττημένης Γερμανικής αυτοκρατορίας.

Το έργο έγινε αμέσως παράδειγμα της εξπρεσιονιστικής και σουρεαλιστικής τέχνης, βρήκε όμως την ίδια μοίρα με άλλα καλλιτεχνήματα, αφού με την άνοδο των Ναζί κατηγορήθηκε ως εκφυλισμένη τέχνη και απαγορεύτηκε το 1933, ενώ συμπεριλήφθηκε το 1937 στην "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης".

Σήμερα έχει αποκατασταθεί και θεωρείται ως έργο ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου, και συνεχίζει να εμπνέει ακόμα και σύγχρονους σκηνοθέτες και σεναριογράφους.

  • Regine-Mihal Friedman: Das Cabinet des Dr. Caligari In: Michael Omasta, Brigitte Mayr, Christian Cargnelli (Hrsg.): Carl Mayer, Scenar[t]ist. Ein Script von ihm war schon ein Film - „A script by Carl Mayer was already a film“ Synema, Wien 2003 ISBN 3-901644-10-5
  • Ilona Brennicke & Joe Hembus: Klassiker des deutschen Stummfilms. 1910 - 1930 Citadel-Filmbücher. Goldmann, München 1983 ISBN 3-442-10212-X
  • Hans Günther Pflaum: Verlust des Willens. R. W.s "Dr. Caligari" 1920 in: Peter Buchka, Hg.: Deutsche Augenblicke. Eine Bilderfolge zu einer Typologie des Films (Reihe: "Off-Texte" 1, Münchener Filmmuseum) Belleville, München 1996 ISBN 3923646496 (zuerst: SZ 1995) S. 28f. (S. 29: Szenenbild)
  • Rudolf Kurtz: Expressionismus und Film GVA-Verieb, 2007 ISBN 3034008740 Erstaufl. 1926.- 2. Aufl. 1965 bei Hans Rohr, Zürich
  • Thomas Elsaesser: Weimar Cinema and After: Germany's Historical Imaginary. Routledge 2000.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]