Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τελωνείο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το μεγαλοπρεπές τελωνείο του Μπρίσμπεϊν, στην Αυστραλία

Τελωνείο ή τελωνειακός σταθμός ονομάζεται το κτήριο (δημόσιο κατάστημα) που στεγάζει τα γραφεία κρατικών υπαλλήλων, των τελωνειακών, που διεξάγουν τον εκτελωνισμό των εισαγόμενων στη χώρα και εξαγόμενων από αυτή εμπορευμάτων. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι υπάγονται στην Τελωνειακή Υπηρεσία της χώρας. Στα τελωνεία συλλέγονταν επίσης οι δασμοί, δηλαδή τα τέλη εισαγωγής των εισαγόμενων αγαθών.

Τα τελωνεία βρίσκονταν συνήθως σε λιμάνια ή σε πόλη σε πλωτό ποταμό με πρόσβαση στη θάλασσα. Αυτές οι πόλεις λειτουργούσαν ως «πύλες εισόδου» σε ένα κράτος. Το κράτος διατηρούσε υπαλλήλους σε τέτοιες πόλεις ώστε να συλλέγει δασμούς και να ρυθμίζει το εμπόριο με τα άλλα κράτη.

Εξαιτίας εξελίξεων στα ηλεκτρονικά συστήματα πληροφοριών, του αυξημένου όγκου του διεθνούς εμπορίου, της εξαλείψεως των δασμών μεταξύ των μελών συνασπισμών κρατών (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση) και της διαδόσεως των αεροπορικών ταξιδιών, τα περισσότερα τελωνεία έχουν καταργηθεί. Οι περισσότεροι δασμοί πληρώνονται πλέον με άυλο τρόπο. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα κτισμάτων παγκοσμίως που χρησιμοποιούνταν κάποτε ως τελωνεία, αλλά σήμερα εξυπηρετούν άλλες χρήσεις, όπως αυτή του μουσείου ή της στεγάσεως άλλων δημόσιων υπηρεσιών.

Το τελωνείο ως τόπος εισπράξεως τελών συναντάται από τα αρχαιότατα χρόνια, από τότε που αναπτύχθηκε το ανταλλακτικό εμπόριο με τη θαλάσσια κυρίως μεταφορά και δημιουργήθηκαν λιμάνια με αποθήκες και υπόστεγα, όπου φυλάγονταν τα εμπορεύματα που ξεφορτώνονταν ή επρόκειτο να φορτωθούν. Στα χρόνια του Περικλή υπήρχαν στον Πειραιά 5 αποθήκες, ονομαζόμενες «στοές», όπου στεγάζονταν και οι «αρχές του λιμανιού»: ο τελώνης ή τελωνάρχης, οι επιμελητές εμπορίου, οι ελλιμενιστές, οι φύλακες σίτου και άλλοι. Εκεί εισπράττονταν τα «απ' εμπορίας τέλη», με αναλογία 2% της αξίας ή της ποσότητας κάθε φορτίου, τα οποία πλούτιζαν το κρατικό ταμείο, όπως γράφει ο Θουκυδίδης (ΙΙ 3).

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε οργανώσει στην Κωνσταντινούπολη και άλλες μεγάλες παράλιες πόλεις τελωνεία, όπου οι αυτοκράτορες τοποθετούσαν ως επικεφαλής έμπιστους επιστάτες τελώνες, που επέβλεπαν γενικώς και τη λειτουργία των λιμανιών. Ιδιαίτερη σημασία στον τομέα αυτόν έδωσαν ο Ιουστινιανός και ο Βασίλειος Β´, ο οποίος όρισε και ειδικές αποβάθρες στις οποίες αποβιβάζονταν προϊόντα και διεξαγόταν ελεύθερο εμπόριο.

Στα χρόνια της Αναγεννήσεως συστηματοποιήθηκε η συγκρότηση των τελωνείων, ιδίως στη Βενετία και στην Αγγλία, όπου οργανώθηκαν δημόσιες φοροτεχνικές υπηρεσίες.

Κατά την Τουρκοκρατία στον Πειραιά υπήρχε ένα ξύλινο παράπηγμα, που οι κάτοικοι το ονόμαζαν «Ντογάνα» (από τη γαλλική λέξη Douane = Τελωνειακή Υπηρεσία) και ήταν ταυτοχρόνως η κατοικία του Τούρκου τελωνοφύλακα. Στα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 η «ντογάνα» του Πειραιά υπαγόταν στην «επιστασία τελωνειακής αρχής» που έδρευε στο Φρουραρχείο Αθηνών. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, με το ψήφισμα του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια 1018 ΙΔ΄ της 25ης Μαρτίου 1830 «Περί Τελωνειακού Οργανισμού» τα ελληνικά τελωνεία απέκτησαν τον πρώτο τους οργανισμό, που προέβλεπε τη συγκρότηση τριών «τελωνειακών επιθεωρήσεων» και 25 τελωνείων. Το 1836 η «Εξωτερική τελωνειακή διεύθυνσις» αναδιοργανώθηκε σε τελωνεία, υποτελωνεία, τελωνειακούς σταθμούς και «φυλακεία», τα οποία ελέγχονταν από δύο τελωνειακούς επιθεωρητές. Και αυτός ο οργανισμός ωστόσο μεταρρυθμίστηκε σύντομα, το 1842 και το 1843. Αργότερα συμπληρώθηκε με την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων το 1864, της Θεσσαλίας το 1881, κλπ. Το 1882 το προσωπικό των ελληνικών τελωνείων το αποτελούσαν 16 διοικητικοί υπάλληλοι και 70 «φυλακτικόν προσωπικόν», ενώ το 1917 το αποτελούσαν 109 υπάλληλοι και τελωνοφύλακες.

Με τον νόμο 928 του 1917 έγινε προσπάθεια επιστημονικής οργανώσεως της τελωνειακής υπηρεσίας. Η Ελλάδα διαιρέθηκε σε 21 τελωνειακές περιφέρειες, που υποδιαιρέθηκαν σε Τελωνεία Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξεως, Τελωνοσταθμαρχεία και Τελωνοφυλακεία. Η συγκρότηση της υπηρεσίας από τότε μέχρι το 1970 παρέμεινε η ίδια, απλώς κατά καιρούς τελωνεία υποβιβάζονταν ή καταργούνταν, ενώ άλλα προάγονταν ανάλογα με την κίνησή τους


  • Το αντίστοιχο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 21, σελ. 395