Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συμφωνία του Λονδίνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στις 27 Φεβρουαρίου 1953 υπεγράφη η Συμφωνία του Λονδίνου, η οποία καθόριζε τον τρόπο και τους όρους με τους οποίους η ηττημένη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανία θα αποπλήρωνε τις αποζημιώσεις που της είχαν επιδικαστεί από τους νικητές.

Όλα άρχισαν τον Οκτώβριο του 1950. Η ανησυχία των δυτικών συμμάχων (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία) για την ισχυροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης εντεινόταν όλο και περισσότερο, καθώς έβλεπαν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης να προσδένονται στο σοβιετικό άρμα η μία μετά την άλλη. Έτσι, άρχισαν να εξετάζουν την περίπτωση επανισχυροποίησης της Γερμανίας, η οποία θα έπαιζε τον ρόλο τού αναχώματος σε περίπτωση που ο Στάλιν αποφάσιζε να εξαπλωθεί δυτικότερα.

Πρώτο βήμα ήταν η συγκρότηση μιας τριμερούς επιτροπής (με τη συμμετοχή και της Γερμανίας, ως παρατηρητή), η οποία θα καθόριζε το ακριβές ύψος του γερμανικού χρέους. Τον Ιούνιο του 1951, η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της, προσδιορίζοντας το προπολεμικό χρέος τής Γερμανίας σε 22,6 δισ. μάρκα και το μεταπολεμικό σε 16,2 δισ., ήτοι συνολικά 38,8 δισ. μάρκα. Αυτά τα τεράστια ποσά σαφώς και δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν και, μάλιστα, με τους τόκους να τρέχουν. Οπότε, έπρεπε να διευθετηθούν.

Η διευθέτηση του εν λόγω χρέους έγινε το 1953 στο Λονδίνο, κατά τη σύσκεψη η οποία κατέληξε στη συμφωνία τής 27ης Φεβρουαρίου. Πλην των τεσσάρων προαναφερθεισών χωρών, στη σύσκεψη συμμετείχαν και το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Κεϋλάνη, η Δανία, η Ελλάδα, το Ιράν, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία, το Πακιστάν, η Ισπανία, η Σουηδία, η Ελβετία, Νότια Αφρική και η Γιουγκοσλαβία.

Κατά τη σύσκεψη, "οι τρεις χώρες δηλώνουν πεπεισμένες ότι η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση συμμερίζεται τη θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους, η οποία εξασφαλίζει σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας". Ποια ήταν η "κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους"; Το κούρεμά του "με την ψιλή"! Η επιτροπή προσδιόρισε την προπολεμική οφειλή τής Γερμανίας σε 7,5 δισ. μάρκα και τη μεταπολεμική σε 7 δισ., ήτοι συνολικά σε 14,5 δισ μάρκα, ποσό που αντιστοιχούσε μόλις στο 37,4% του αρχικά προσδιορισθέντος.

Όσο κι αν αυτή η μεγάλη έκπτωση είναι κάτι παραπάνω από σημαντική, οι υπόλοιποι όροι τής συμφωνίας θεωρούνται ακόμη σπουδαιότεροι για την κατεστραμμένη γερμανική οικονομία. Μια απλή αναφορά τους καθιστά σαφές ότι η όλη συμφωνία έγινε υπό το πρίσμα πως η Γερμανία θα έπρεπε να αποπληρώνει τα χρέη της δίχως να κάνει παραχωρήσεις στο επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού της. Δηλαδή, η συνθήκη εξασφάλιζε ότι η Γερμανία θα ξεπλήρωνε τα χρέη της δίχως να φτωχαίνει.

Οι σημαντικότεροι όροι της συμφωνίας είναι οι εξής:

(α) Οι πληρωμές των χρεών θα γίνονταν είτε σε σκληρό νόμισμα είτε σε γερμανικό μάρκο, κατ' επιλογή του οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι τού χρέους θα μπορούσε να πληρωθεί με φρεσκοτυπωμένο από τη γερμανική κεντρική τράπεζα χρήμα. Στην πράξη, η Γερμανία πλήρωσε σχεδόν το σύνολο της οφειλής της με μάρκα.

(β) Οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς τη Γερμανία, ενισχύοντας παράλληλα τις γερμανικές βιομηχανίες ώστε να παράγουν τα αντίστοιχα προϊόντα. Με τον τρόπο αυτό, οι πιστωτές αποδέχτηκαν την κατά 66% μείωση των εξαγωγών τους προς τη Γερμανία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη μετατροπή τού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας από αρνητικό σε θετικό.

(γ) Για να βοηθήσουν περισσότερο την ανάπτυξή της, οι πιστώτριες χώρες έδωσαν στη Γερμανία τη δυνατότητα να παράγει προϊόντα όχι μόνο για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών της αλλά και για εξαγωγή. Ουσιαστικά, δηλαδή, της παραχώρησαν ένα κομμάτι από τη δική τους διεθνή πίττα.

(δ) Επί πλέον, οι πιστώτριες χώρες δεσμεύτηκαν ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα αυστηρές σχετικά με τη συνέπεια των Γερμανών στις πληρωμές τους: "Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το τρέχον ισοζύγιο πληρωμών της. Ο υπολογισμός τής ικανότητας αποπληρωμής τής Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως (α) η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών, (β) η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό, (γ) οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες και (δ) τα οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για τη διασφάλιση πλεονάσματος από τις εξαγωγές". Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι πιστωτές αποδέχτηκαν ότι ο οφειλέτης τους θα μπορεί να πληρώνει όποτε ευκολύνεται και αν τον βολεύει!

(ε) Εξαιρετικά ενδιαφέρων είναι και ο όρος ο οποίος ορίζει ποια δικαστήρια θα είναι αρμόδια για να επιλύσουν τυχόν διαφωνίες που ενδεχομένως ανακύψουν στο μέλλον: "Σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή αρχής διαιτησίας, ιδίως όταν η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη"

(στ) Ρυθμίζονται τα επιτόκια για τις γερμανικές οφειλές που είχαν δημιουργηθεί πριν τον πόλεμο, σε επίπεδα από 0% μέχρι το πολύ 5,5%.

Όπως προκύπτει από το τελικό κείμενο, κατά τη συμφωνία δεν συνυπολογίστηκαν οι δωρεάν ενισχύσεις που χορήγησαν μετά τον πόλεμο στη Γερμανία οι ΗΠΑ (1,17 δισ. δολάρια από το σχέδιο Μάρσαλ και η USAID (200 εκατ. δολάρια).

Όπου στο παραπάνω άρθρο αναφέρεται η Γερμανία, νοείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Πηγές - Βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]