Σαρλ Αλμπέρ Γκομπά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σαρλ Αλμπέρ Γκομπά
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Charles Albert Gobat (Γαλλικά)
Γέννηση21  Μαΐου 1843[1][2][3]
Tramelan
Θάνατος16  Μαρτίου 1914[2][3][4]
Βέρνη
Τόπος ταφήςBremgarten cemetery
Χώρα πολιτογράφησηςΕλβετία[3]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Βασιλείας
Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
δικηγόρος
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕλεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Ελβετίας
Οικογένεια
ΤέκναMarguerite Gobat
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος του Συμβουλίου των Κρατών της Ελβετίας (1884–1890, Καντόνι της Βέρνης)
μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Ελβετίας (1890–1914, Καντόνι της Βέρνης)[5]
Member of the Grand Council of the Canton of Bern
Βραβεύσειςβραβείο Νόμπελ Ειρήνης (1902)[6][7]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Σαρλ Αλμπέρ Γκομπά (Charles Albert Gobat, 21 Μαΐου 184316 Μαρτίου 1914) ήταν Ελβετός δικηγόρος, δημόσιος υπάλληλος στα διοικητικά της εκπαιδεύσεως και πολιτικός. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης από κοινού με τον συμπατριώτη του Ελί Ντυκομέν το 1902 για την ικανότητά τους στην ηγεσία του Διεθνούς Γραφείου Ειρήνης.

Οικογένεια και σπουδές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκομπά γεννήθηκε στο Τραμελάν της Ελβετίας. Πατέρας του ήταν ένας Προτεστάντης πάστορας, ενώ ήταν ανεψιός του ιεραποστόλου Σαμουήλ Γκομπά, που έγινε Λουθηρανός επίσκοπος της Ιερουσαλήμ. Ο Σαρλ Αλμπέρ σπούδασε στα Πανεπιστήμια της της Βασιλείας, της Χαϊδελβέργης, της Βέρνης και του Παρισιού. Πήρε το διδακτορικό του στη νομική με άριστα από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το 1867.

Σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, ο Γκομπά άρχισε να δικηγορεί στη Βέρνη, ενώ ταυτόχρονα έδινε διαλέξεις επί του γαλλικού αστικού δικαίου στο εκεί πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια άνοιξε δικηγορικό γραφείο στο Ντελεμόν, στο Καντόνι της Βέρνης, που σύντομα έγινε το κορυφαίο του καντονίου.

Μετά την εξάσκηση της νομικής επί 15 έτη, ο Γκομπά αναμίχθηκε στην εκπαιδευτική πολιτική. Το 1882, διορίσθηκε επιθεωρητής της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως του Καντονίου της Βέρνης, μία θέση την οποία παρέμεινε επί 30 χρόνια. Οι θέσεις του ως προς τη φιλοσοφία της εκπαιδεύσεως ήταν προοδευτικές και επέβαλε πολλές σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αναμόρφωσε το σύστημα της πρωτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, εξασφάλισε αυξημένη υποστήριξη από τον προϋπολογισμό για τη βελτίωση του λόγου δασκάλων προς μαθητές, υποστήριξε τη μελέτη των σύγχρονων γλωσσών και προσέφερε στους μαθητές εναλλακτικούς δρόμους πέρα από την παραδοσιακά στενή κλασική παιδεία καθιερώνοντας προγράμματα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.

Ο Γκομπά κέρδισε αναγνώριση από το βιβλίο που έγραψε με τίτλο République de Berne et la France pendant les guerres de religion (1891), καθώς και για το μεταγενέστερο Histoire de la Suisse racontée au peuple («Ιστορία του ελβετικού λαού», 1900).

Επεδίωξε επίσης την ανάδειξή του στην πολιτική και εκλέχθηκε σε αρκετά σημαντικά αξιώματα: Στο Μέγα Συμβούλιο της Βέρνης το 1882, στο Συμβούλιο των Πολιτειών της Ελβετίας (1884-1890) και στο Εθνικό Συμβούλιο της Ελβετίας (η κάτω βουλή της χώρας) από το 1890 μέχρι τον θάνατό του το 1914. Τόσο στην καθαυτό πολιτική, όσο και στα εκπαιδευτικά θέματα υπήρξε ένας φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής. Το 1902 υποστήριξε αρκετούς νόμους που εφάρμοσαν την αρχή της διαιτησίας στις εμπορικές συμφωνίες.

Ο Γκομπά συνεργάσθηκε από το 1889 με τη Διακοινοβουλευτική Ένωση, την οποία είχε ιδρύσει ο Ράνταλ Κρέμερ (Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 1903). Το 1892 έγινε πρόεδρος του 4ου Συνεδρίου της Ενώσεως αυτής που διοργανώθηκε στη Βέρνη και ίδρυσε το «Διακοινοβουλευτικό Γραφείο» (Bureau Interparlementaire). Στη συνέχεια υπηρέτησε ως γενικός γραμματέας του γραφείου αυτού, που παρείχε πληροφορίες σχετικά με τα κινήματα ειρήνης, τη διεθνή συμφιλίωση και την επικοινωνία ανάμεσα στα εθνικά κοινοβούλια. Κατόπιν ο Γκομπά έγινε διευθυντής του Διεθνούς Γραφείου Ειρήνης, που είχε ιδρυθεί το 1891.

Τα ύστερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1902 οι Γκομπά και Ελί Ντυκομέν βραβεύθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τις ενέργειές τους ως διευθυντές του Διεθνούς Γραφείου Ειρήνης (ο Γκομπά διαδέχθηκε τον Ντυκομέν μετά τον θάνατό του το 1906).

Ο Γκομπά απεβίωσε στη Βέρνη σε ηλικία 70 ετών. Ενώ παρακολουθούσε μία συνάντηση του Συνεδρίου Ειρήνης, σηκώθηκε σαν για να μιλήσει, αλλά κατέρρευσε και πέθανε περίπου μία ώρα αργότερα.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές και εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]