Πολεμιστές του Ριάτσε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολεμιστές του Ριάτσε
Πολεμιστές του Ριάτσε
ΟνομασίαΠολεμιστές του Ριάτσε
ΔημιουργόςQ539051
Έτος δημιουργίαςπερίπου 460-430 π.Χ.
Είδοςμπρούντζινα του κλασσικού
και σοβαρού ρυθμού
ΜουσείοΕθνικό Μουσείο
της Μεγάλης Ελλάδας
Αριθμός καταλόγου12801 και 12802
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Οι πολεμιστές του Ριάτσε είναι δύο μοναδικά έργα αρχαίας ελληνικής τέχνης μπρούντζινα αγάλματα του αυστηρού ρυθμού τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Bρέθηκαν στον βυθό της θάλασσας ανοικτά του Ριάτσε και φιλοξενούνται στο Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζιο Ντι Καλάμπρια με αριθμό καταλόγου 12801 και 12802, που έγιναν σήμα κατατεθέν της πόλης αυτής.

Ιστορικό της ανακάλυψης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 1972, μια μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο, ο ερασιτέχης ψαράς Στεφάνο Μαριοτίνι έκανε κατάδυση 300 μέτρα στα ανοικτά της ακτής, όταν σε βάθος οκτώ μέτρων ανακάλυψε κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινο σκέλος. Αμέσως ειδοποίησε δύο συναδέλφους του, και μαζί εντόπισαν τα δύο μπρούντζινα αγάλματα στον πυθμένα της θάλασσας. Ειδοποίησαν τις αρχές, ήρθαν οι καραμπινιέροι και με φουσκωτές συσκευές στις 20 Αυγούστου ανέσυραν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Το επόμενο έτος μια ομάδα ερευνητών έψαξε το μέρος αναζητώντας κάποιο ναυάγιο, αλλά βρήκαν μόνο μερικούς μολύβδινους κρίκους και μια μπρούτζινη λαβή μιας ασπίδας.

Αποκατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την ανέγερση, τα δύο αγάλματα ήταν σε άριστη κατάσταση. Παρότι μπρούντζινα δεν είχαν διαβρωθεί, αλλά λόγω των αιώνων ήταν καλυμμένα από στρώμα φυκιών, μυδιών και στρυδιών,όμως ήταν άριστα διατηρημένα τα σημαντικότατα ευρήματα. Μεταφέρθηκαν αμέσως στη Φλωρεντία, όπου τα υποδέχτηκαν οι πιο φημισμένοι αρχαιολόγοι. Τα έπλυναν, τα γυάλισαν, και μετά από πέντε χρόνια επιμελημένης συντήρησης και ακτινολογικής εξέτασης όλων των επιφανειών μπήκαν για πρώτη φορά στην έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Φλωρεντίας, και στη συνέχεια στο Ανάκτορο του Κυρηνάλιου, την επίσημη κατοικία του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας στη Ρώμη. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην τελική τους θέση στο Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζιο Ντι Καλάμπρια.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αγάλματα είναι χυτά με την τεχνική του χαμένου κεριού. Προέρχονται από Αθηναϊκό εργαστήριο του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ η προέλευση του μετάλλου είναι από το Άργος. Εκτός από χαλκό χρησιμοποιήθηκαν και άλλα υλικά: άργυρος για τα δόντια, ελεφαντόδοντο για τις κόρες των οφθαλμών. Παρά τις ομοιότητες, η μελέτη αποκάλυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο αγαλμάτων, που αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Οι λεπτομέρειες του σώματος αποδίδονται με κάθε λεπτομέρεια στους μυς, τις φλέβες, και όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ανατομίας.

Τα δύο αγάλματα που ονομάζονται «ηλικιωμένος» και «έφηβος» ή «Α» και «Β» έχουν και ύψος 2,05 και 1,98 μέτρα αντίστοιχα, πολύ υψηλά για την εποχή τους. Ζυγίζουν 400 kg το ένα. Η κοντραπόστο στάση του σώματος υποδεικνύει ότι κρατούσαν ασπίδα στο αριστερό και σπαθί, δόρυ ή σφενδόνα στο δεξί. Ο ηλικιωμένος φοράει ταινία στα μαλλιά, ενώ ο έφηβος φοράει κράνος στο κεφάλι.

Χρονολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δύο αγάλματα αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Ο έφηβος χρονολογείται στο 460 π.Χ. και ο ηλικιωμένος στο 430 π.Χ. Ο πρώτος είναι αυστηρού ρυθμού και ο δεύτερος κλασσικού ρυθμού. Αποδίδονται στην σχολή του Πολύκλειτου, ενώ μπορεί και να είναι έργο του Φειδία ή του εργαστηρίου του.

Ερμηνεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πειραματική ανακατασκευή των χάλκινων γλυπτών από το Riace, Liebieghaus Polychromy Research Project, Liebieghaus Φρανγκφούρτη 2021

Μετά την ανακάλυψή τους, έχουν αναπτυχθεί διάφορες προτάσεις για την ερμηνεία των εικονιζόμενων προσώπων. Υπάρχει πλέον συμφωνία ότι τα δύο χάλκινα αγάλματα ανήκουν μεταξύ τους και αναπαριστούν μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Έχει θεωρηθεί, για παράδειγμα, ότι απεικονίζονται ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης.

Πρόσφατες έρευνες, μετρήσεις και η διαδικασία πειραματικής ανακατασκευής που πραγματοποιήθηκαν από το ερευνητικό πρόγραμμα πολυχρωμίας Liebieghaus (Vinzenz Brinkmann, Ulrike Koch-Brinkmann) με την υποστήριξη του Salvatore Settis και του ιταλικού Υπουργείου Πολιτισμού αποτελούν τη βάση για μια νέα πρόταση ερμηνείας των μορφών.

Στην ημιτελή κορυφή του κεφαλιού του Riace B υπάρχουν ίχνη που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την προσάρτηση ενός σκούφου από γούνα αλεπούς (ελληνιστί: αλωπεκίς). Σύμφωνα με τα σωζόμενα ίχνη, το δεξί χέρι κρατούσε ένα όπλο με κοντή λαβή, δηλαδή ένα πολεμικό τσεκούρι. Αν ο Riace B όντως διέθετε ένα τέτοιο αλωπεκί και ένα πολεμικό τσεκούρι, τότε το συμπέρασμα είναι ότι αντιπροσωπεύει έναν θρακικό ήρωα.

Ο μόνος Θρακιώτης ήρωας της ελληνικής μυθολογίας που ξεχωρίζει για τις πολεμικές του ικανότητες είναι ο Εύμολπος, ο γιος του Ποσειδώνα. Στον λεγόμενο Ελευσίνιο πόλεμο απειλεί την Αθήνα και τα στρατεύματα του Ερεχθέα, γιου της Αθηνάς.

Ο Παυσανίας (1.27.4) αναφέρει μια ομάδα χάλκινων αγαλμάτων που βρισκόταν στην αθηναϊκή Ακρόπολη και έδειχνε τον Εύμολπο και τον Ερεχθέα λίγο πριν από τη μονομαχία τους. Ίσως αυτή η ομάδα να έχει διατηρηθεί ως πρωτότυπο στους δύο πολεμιστές Riace.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Giuseppe Forti, Claudio Sabbione: Die Bronzestatuen von Riace in Reggio. Pawlak, Herrsching 1989, ISBN 3-88199-550-1
  • Paolo Moreno: Les Bronzes de Riace (Le maitre d'Olympie et les Sept à Thebes). Gallimard, Paris 1999, ISBN 978-2-070-11631-7.
  • Vinzenz Brinkmann, Ulrike Koch-Brinkmann: Das Rätsel der Riace-Krieger. Erechtheus und Eumolpos. Στο: Vinzenz Brinkmann: Athen. Triumph der Bilder. Κατάλογος έκθεσης Liebieghaus Skulpturensammlung, Frankfurt am Main, 2016, ISBN 978-3-7319-0300-0, σελ. 114–127.
  • Vinzenz Brinkmann, Ulrike Koch-Brinkmann, The Riace Bronzes Experiment, Aesthetics and Narrative, στο: Ahoros. Gedenkschrift für Hugo Meyer (2018) σελ. 15–34.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]