Πνευματικό Κέντρο Πειραιά (κτήριο)
Ένα από τα σημαντικότερα και ίσως το πιο γνωστό έργο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λιάπη είναι το Πνευματικό Κέντρο Πειραιά, ένα δημόσιο κτήριο, υπόδειγμα μοντερνισμού και ταυτόχρονα ένα κτήριο ανάδυσης αρχών και αντιλήψεων σχεδιασμού δημόσιου κτηρίου. Η κατασκευή του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ για οικονομικούς κυρίως λόγους (αδυναμία κάλυψης εξόδων από τον δήμο Πειραιά). To μπετονένιο "κουφάρι" του στέκει κάτω από τον Λόφο της Καστέλας, σε απόσταση αναπνοής από την ακτή Δηλαβέρη, αποδίδοντας ανάγλυπραγματική και συνολική εικόνα του έργου
Ιστορικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το γιαπί του Πνευματικού Κέντρου, πριν την ανοικοδόμηση του βρισκόταν η βίλα Ζαχαρίου. Ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου γεννήθηκε στη Μπράιλα της Ρουμανίας το 1869. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης από το 1887 έως το 1891 και εργάστηκε στη Γερμανία το διάστημα 1892 - 1899. Όταν γύρισε στην Ελλάδα ίδρυσε μαζί με άλλους τη βιομηχανία ΤΙΤΑΝ. Άφησε την περιουσία του στο κληροδότημα που έφερε το όνομα του με διαθήκη του το 1942. Βασικό περιουσιακό στοιχείο της διαθήκης αυτής ήταν η κατοικία του που βρισκόταν στο οικόπεδο που βρίσκεται σήμερα το κτήριο. Ο Ζαχαρίου προόριζε την κατοικία αυτή για τόπο έμπνευσης και διανομής άπορων καλλιτεχνών. Τα έξοδα λειτουργίας της θα καλύπτονταν από την εκμετάλλευση 418.000 m2 εκτάσεων στην περιοχή Πευκάκι στο Λουτράκι, που ανήκαν στον ίδιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος με πρόεδρο τον κ. Π. Γουναράκη, ο οποίος ήταν και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΗ, αποφάσισε να αξιοποιήσει το συγκεκριμένο οικόπεδο γκρεμίζοντας την κατοικία που βρισκόταν στο χώρο και δημιουργώντας στη θέση της ένα κτήριο τέχνης και πολιτισμού, που θα συνέβαλε στην πολιτιστική εκπαίδευση των Πειραιωτών.
Το κτήριο που κτίστηκε στη θέση της βίλας ελκύει τη ματιά του περαστικού με την πρωτοποριακή του σχεδίαση. Είναι έργο του αρχιτέκτονα Ι. Λιάπη, ενώ τα στατικά υπέγραψε ο πολιτικός μηχανικός Δ. Μπαϊρακτάρης. Το έργο μελετήθηκε από το 1971 έως το 1972 και ο προβλεπόμενος χρόνος κατασκευής ήταν δύο χρόνια (από το 1972 έως το 1974), με εκτιμώμενο κόστος κατασκευής τα 18.000.000 δρχ.
Ο αρχιτέκτονας Λιάπης είχε ενθουσιαστεί με το συγκεκριμένο έργο και αφιέρωσε πολύ χρόνο στη μελέτη του. Επισκεπτόταν συχνά τον χώρο και μελετούσε τις οπτικές φυγές προς τον ορίζοντα, ώστε η λύση που θα προέκυπτε να είχε ανεμπόδιστη θέα προς το Φάληρο, τον Αργοσαρωνικό και τον Πειραιά. Η σχετικά ομαλή πλαγιά που υπήρχε στο συγκεκριμένο οικόπεδο έδινε τη δυνατότητα το κτήριο να ενταχθεί στο βράχο δημιουργώντας έναν ιδιότυπο διάλογο. Έτσι, προέκυψε η ιδέα της δημιουργίας ενός ανοιχτού πεζόδρομου που θα ένωνε τον περιφερειακό της Καστέλας, Λεωφ. Φαλήρου με την ακτή Δηλαβέρη. Σε αυτή τη δημόσια και ελεύθερης διέλευσης διαδρομή ο επισκέπτης θα περνούσε από υπαίθριους και κλειστούς χώρους εκθέσεων, θα συναντούσε studio ηχογράφησης, δισκοθήκη, χώρους περισυλλογής και ξεκούρασης, εστιατόριο και καφέ, με στόχο η παραμονή του να είναι ευχάριστη και δημιουργική. Παρατηρώντας κανείς το κτήριο διαπιστώνει πως αυτή η απρόσκοπτη και αέναη κίνηση, φαντάζει ακόμα και σήμερα ικανή να ενεργοποιήσει και να κρατήσει ζωντανούς τους παρακείμενους χώρους με τη συνεχή ύπαρξη κοινωνικής δραστηριότητας. Ο πεζόδρομος που ενώνει τις δύο περιοχές με μεγάλη υψομετρική διαφορά θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ισχυρό κοινωνικό πυρήνα, ζωτικής σημασίας για τη συνέχεια της πόλης αλλά και για το κτήριο, καθώς αυτός αναπτύσσεται σε πολλαπλά επίπεδα και διευκολύνει την κατανόηση όλης της δομής του κτηρίου, με την ελευθερία του βλέμματος που προσφέρει.[1]
Σχεδιασμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κτίριο χαρακτηρίζεται για τις λιτές και καθαρές γραμμές του, επίπεδα που διαδέχονται το ένα το άλλο σε διαφορετικές διαστάσεις δημιουργούν στεγασμένους και μη χώρους μηδενίζοντας τη διαφορά ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Μελετήθηκε να περιλαμβάνει χώρους συνολικού εμβαδού 1.800 m2 που εκτείνονται σε έξι επίπεδα. Όλο το κτίριο δείχνει να αιωρείται 1,50 μέτρο πάνω από το έδαφος.
Η είσοδος στο ισόγειο (2η στάθμη) που είναι και η κεντρική γίνεται από τη νότια όψη μέσω τριών πλακών με σκάλες που στηρίζονται σε λιτά κατακόρυφα τοιχεία. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του ισογείου βρισκόμαστε σε ένα χώρο όπου κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν η μεγάλη ράμπα που οδηγεί στο μεσοπάτωμα (3η στάθμη), οι μεγάλες στρογγυλές κολώνες καθώς και το μεγάλο ύψος. Σε αυτή τη στάθμη η μελέτη είχε τοποθετήσει το γραφείο του διευθυντή με τη γραμματεία καθώς και αίθουσα συμβουλίου. Για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών είχε σχεδιαστεί ιματιοθήκη και λουτρά σε συνέχεια του φουαγιέ που είναι ο προθάλαμος για την είσοδο στο αμφιθέατρο στο πάνω μέρος των κερκίδων. Το αμφιθέατρο αυτό έχει χωρητικότητα 400 ατόμων και μπορεί να φιλοξενήσει διαλέξεις, προβολές, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις.
Συνεχίζοντας με τη ράμπα φτάνουμε στη 4η στάθμη. Εδώ είχαν μελετηθεί χώροι εκθέσεων οι οποίοι θα εκτείνονταν σε εσωτερικούς χώρους, σε αίθρια καθώς και υπαίθρια δώματα. Η θέα είναι ανεπανάληπτη με οπτικό ορίζοντα 180 μοιρών. Από αυτή τη στάθμη και μέσω ενός κλιμακοστασίου σε πρόβολο το οποίο αιωρείται στο εσωτερικό αίθριο που επικοινωνεί με τις από κάτω στάθμες, μας οδηγεί στο 5ο επίπεδο. Σε αυτό το επίπεδο είχαν χωροθετηθεί χώροι για δισκοθήκη, βιβλιοθήκη στα νότια και εστιατόριο αναψυκτήριο στα δυτικά . Τους χώρους συμπλήρωναν οι βοηθητικοί χώροι της κουζίνας και των λουτρών. Από το εστιατόριο υπήρχε πρόβλεψη για κατασκευή μεταλλικής κοχλιωτής σκάλας που θα οδηγούσε στο τελευταίο επίπεδο (6η στάθμη). Στη 5η και 6η στάθμη το κτίριο εισχωρεί στο βράχο δημιουργώντας έναν ενδιαφέρον διάλογο σε συνδυασμό με τη χρήση των αίθριων.
Μέσω μιας ευθύγραμμης σκάλας στην ανατολή ανεβαίνουμε στο τελευταίο επίπεδο, όπου συναντάμε ένα μεγάλο δώμα. Κινούμενοι προς τα δυτικά βρίσκουμε το στέγαστρο του εστιατορίου και του αναψυκτηρίου και τέλος τους χώρους ενδιαίτησης των καλλιτεχνών που θα διέθεταν δωμάτια με τους αντίστοιχους βοηθητικούς χώρους . Τέλος, με μια ραμπόσκαλα βρισκόμαστε στον περιφερειακό δρόμο και έτσι τελειώνουμε η περιήγησή μας στο κτίριο.
Κατασκευαστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κτίριο είναι σχεδιασμένο σε κάναβο ανά 7 μέτρα και οι κυκλικές κολώνες διαμέτρου περίπου 1 μέτρου διατρέχουν όλο το κτίριο. Στόχος του αρχιτέκτονα ήταν όλα τα μπετά να είναι εμφανή και όπου υπήρχαν τοιχοποιίες να μην είναι σοβατισμένες, αλλά σωστά κατασκευασμένες με χρήση έγχρωμων οπτόπλινθων. Έδινε μεγάλο βάρος στους χρωματισμούς του κτιρίου, όπως και στο σχεδιασμό των δαπέδων όπου μελετούσε πίνακες γνωστών καλλιτεχνών για να εμπνευστεί. Χαρακτηριστικές είναι οι υποδοχές στις σκάλες για τη χρήση ειδικού φωτισμού όταν θα τοποθετούνταν τα τελικά δάπεδα. Τα μεγάλα ανοίγματα θα καλύπτονταν με μεγάλα υαλοστάσια με μεταλλικά κατακόρυφα στοιχεία. Στα στηθαία εναλλάσσεται η χρήση μπετόν με τα μεταλλικά κιγκλιδώματα βασισμένα σε σχέδια του αρχιτέκτονα. Σημαντικό για εκείνον ήταν η αισθητική αρτιότητα και η δημιουργία ενός μοντέρνου και λειτουργικού κτιρίου, που ως κέντρο πολιτισμού θα είχε έναν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα αποδίδοντας μεγάλο τμήμα του απρόσκοπτα στην πόλη, μέσω ενός δημόσιου περάσματος. [2] Το κτήριο αναπτύσσεται καθ' ύψος και κατά μήκος ταυτόχρονα, δημιουργώντας ασαφείς γεωμετρικά κατόψεις, εξαιτίας της εισχώρησης των πλακών του στον βράχο. Δεν έχει δοκάρια, αλλά πλακοδοκούς τύπου τσέλνερ, με ιδιαίτερες μακρόστενες αναλογίες, όπως διαφαίνεται στην χαρακτηριστική τομή του κτηρίου.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ "Ο κοινωνικός πυρήνας στα κτήρια για δημόσια χρήση στην Ελλάδα" Κακούλης Μ., Καψαλίδης Γ. Κόσσυφας Ι., Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Διάλεξη 9ου Εξαμήνου - Ιούνιος 2018
- ↑ Μανώλης, Οικονόμου. «"Οδοιπορικό στο παρ' ολίγον πνευματικό κέντρο του Πειραιά, κληροδότημα Ζαχαρίου, Μικρολίμανο"». Articles - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2015.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τ. Μπίρης, "Ο κοινωνικός πυρήνας στο σύγχρονο ελληνικό δημόσιο κτήριο. Αναφορά στις αρχέτυπες διατάξεις", Αρχιτεκτονικά Θέματα, 24/1990
Ανδριανόπουλος Π. & Γκούτζος Σπ., "Συνομιλώντας με το ημιτελές πνευματικό κέντρο Πειραιά", Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π.