Παλάτσο Αλτέμπς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°54′4.3″N 12°28′22.2″E / 41.901194°N 12.472833°E / 41.901194; 12.472833

Παλάτσο Αλτέμπς
Χάρτης
Είδοςπαλάτσο, ανάκτορο[1], αρχαιολογικό μουσείο[2][3], μουσείο τέχνης[2], Ιταλικό εθνικό μουσείο[2], μουσείο[4], ιστορικό μουσείο[5] και d:Q124830411[3]
ΔιεύθυνσηPiazza di Sant'Apollinare 46 - 00186 Roma[1], Piazza di Sant'apollinare 46, 00186 Roma[2] και Piazza Di Sant'apollinare 46, Roma[3]
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°54′5″N 12°28′23″E
Διοικητική υπαγωγήΡώμη[2]
ΤοποθεσίαΠόντε
ΧώραΙταλία
Χρήσημουσείο
ΈνοικοιΠαλάτσο Αλτέμπς
ΙδιοκτήτηςΥπουργείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Δραστηριοτήτων Τουρισμού
ΔιαχειριστήςΠαλάτσο Αλτέμπς
ΑρχιτέκτοναςΜελότσο ντα Φορλί
Προστασίαιταλικό πολιτισμικό αγαθό[1]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα
Το παλάτσο Αλτέμπς

Το παλάτσο Αλτέμπς (ιταλ. palazzo Altemps) είναι ανάκτορο στη Ρώμη, το οποίο αποτελεί ένα από τα κτήρια του Εθνικού Ρωμαϊκού Μουσείου.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανάκτορο βρίσκεται βόρεια της πιάτσα Ναβόνα, μεταξύ της πλατείας και του ποταμού Τίβερη (στο ύψος της γέφυρας Ουμπέρτο Α'), δηλαδή στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως της αρχαίας Ρώμης. Το κτήριο κατασκευάστηκε τον 15ο αι. για τον Τζιρόλαμο Ριάριο, διοικητή του στρατού της Εκκλησίας (Capitano generale della Chiesa) και ανεψιό εκ μητρός του πάπα Σίξτου Δ' ντελλα Ρόβερε, από τον αρχιτέκτονα Μελότσο ντα Φορλί. Το 1477 ο Ριάριο νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Σφόρτσα, κόρη του Γκαλεάζο-Μαρία δούκα του Μιλάνου. Η τοιχογραφία στην αίθουσα του μπουφέ δείχνει την προσφορά των γαμήλιων δώρων στο ζεύγος. Το 1484 ο πάπας Σίξτος Δ΄ απεβίωσε και οι συγγενείς του έπεσαν σε δυσμένεια: ο Τζιρόλαμο εγκατέλειψε τη Ρώμη και το ανάκτορο λεηλατήθηκε.

Έπειτα αγοράστηκε από τον Φραντσέσκο Σοντερίνι, επίσκοπο της Βολτέρα, ο οποίος το εξωράισε με τους αρχιτέκτονες Σανγκάλο τον πρεσβύτερο και Μπαλτασάρε Περούτζι.

Το 1568 πωλήθηκε στον καρδινάλιο Μαρκ Σίτικχ φον Χόχενεμπς, ανεψιό εκ μητρός του πάπα Πίου Δ΄. Ο καρδινάλιος, που είχε αυστριακή καταγωγή, άλλαξε το όνομά του σε Μάρκο Σίτικο Αλτέμπς (το γερμ. χόχεν, ιταλ. αλτ, σημαίνει υψηλό). Ζήτησε από τον αρχιτέκτονα Μαρτίνο Λόνγκι τον πρεσβύτερο να επεκτείνει και να βελτιώσει το κτήριο. Τότε προστέθηκε ο πύργος του παρατηρητηρίου (belvedere), που στη στέγη του έχει έναν μονόκερο και τέσσερεις οβελίσκους. Ο καρδινάλιος συγκέντρωσε μια εντυπωσιακή συλλογή αρχαίων ρωμαϊκών γλυπτών και βιβλίων.[6] Ο Αλτέμπς έγινε κληρικός, επειδή ήταν ο δεύτερος γιος της οικογένειάς του και χωρίς να είναι η κλίση του: έκανε έναν νόθο γιο, τον Ρομπέρτο Αλτέμπς, που νυμφεύτηκε την Κορνηλία Ορσίνι, αλλά εκτελέστηκε για μοιχεία. Η εγγονή του Μαρία-Κριστίνα Αλτέμπς παντρεύτηκε τον Ιππόλυτο-Λάντε ντελλα Ρόβερε.

Τον 19ο αι. το κτήριο έγινε ιδιοκτησία της Αγίας Έδρας, που το χρησιμοποίησε ως ιερατική σχολή. Το 1982 παραχωρήθηκε στο Ιταλικό κράτος, όπου έπειτα από 15 έτη αποκατάστασης το έκανε μουσείο το 1997. Είναι ένα από τα κτήρια του Εθνικού Ρωμαϊκού Μουσείου. Στεγάζει κυρίως ρωμαϊκά γλυπτά, όπως αυτά της συλλογής της οικογένειας Λουντοβίζι, π.χ. εδώ βρίσκεται ο θρόνος Λουντοβίζι (ελληνικό έργο του 5ου π.Χ. αι.), ο Άρης Λουντοβίζι, ο αυτοκτονών Γαλάτης με τη σύζυγό του (τμήμα από το σύμπλεγμα της Περγάμου), ο Διόνυσος με πάνθηρα και Σάτυρο (και τα τρία είναι ρωμαϊκά αντίγραφα του 2ου αι. από πρωτότυπα ελληνικά έργα), η σαρκοφάγος με πολεμικές σκηνές (του 3ου αι.), κά.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]