Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μιρό Α΄ ο Πρεσβύτερος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Μιρό ο Πρεσβύτερος
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος896[1]
Παρατσούκλιel Vell και le Vieux
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΚαταλανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναGotlana de Roussillon
ΓονείςΣουνιφρέδος Α΄ της Βαρκελώνης
ΑδέλφιαΒιλφρέδος ο Δασύτριχος
Ραδούλφ της Μπεσαλού
Sunifred de Barcelone
ΟικογένειαΟίκος της Βαρκελώνης
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαcount of Roussillon (878–896)
count of Conflent (870–896)[1]

Ο Μιρό Α΄ ο Πρεσβύτερος, (καταλαν. Miró el Vell ,απεβ. 896) από τον Οίκο της Βαρκελώνης ήταν κόμης του Κονφλάν (870-896) και της Ρουσσιγιόν (878-896).

Ήταν γιος τού Σούνιφρεδου Α΄ κόμη της Βαρκελώνης, Ζιρόνας, Οσόνας, Σερδάνιας, Ουρζέλ, Κονφλάν και της Ερμεσένδε των Μπελλονιδών, κόρης του Μπελλό κόμη της Καρκασσόν.

Αδέλφια του ήταν ο Βιλφρέδος Α΄ ο δασύτριχος κόμης της Βαρκελώνης, Ζιρόνας, Οσόνας, Σερδάνιας και ο Ροδόλφος κόμης της Μπεσαλού (μέρους της Ζιρόνας).

Το 870 ο Μιρό Α΄ έλαβε την κομητεία τού Κονφλάν από τον θείο του Σολομώντα Α΄ κόμη της Σερδάνια & Ουρζέλ είτε άμεσα από αυτόν, είτε δια μέσου του Βιλφρέδου Α΄, που αφού έγινε κόμης των περιοχών τις απέδωσε στον Μιρό Α΄. Το 876 εξεγέρθηκε ενάντια στον Βερνάρδο μαρκήσιο της Γοτθίας και εισέβαλε στη Ρουσσιγιόν με τη βοήθεια τού αδελφού του και του Λινδόι υποκόμη της Ναρμπόν. Το 878, αν και καταδικάστηκε για την εισβολή αυτή από τον πάπα Ιωάννη Η΄, τού επικυρώθηκε η νέα του κατάκτηση από τον Λουδοβίκο Β΄ της Γαλλίας. Ήταν προστάτης της μονής τού Σαιντ Ανδρέα της Εϊξαλάδα και τού Σαιντ Μικαέλ της Κουιξά.

Ο Μιρό απεβίωσε το 896 και η κομητεία της Ρουσσιγιόν πέρασε στον γαμπρό του Βενκιόν υπό την επίβλεψη τού Σουνυέρ Β΄, πατέρα του Βενκιόν. Το Κονφλάν και οι εσωτερικές κομητείες της Γοτθίας, που είχαν συνδεθεί πριν με τη Ρουσσιγιόν (Βαγιεσπίρ, Καπκίρ, Φενογιέδα), πέρασαν στον Βιλφρέδο Α΄ και όταν αυτός απεβίωσε στον γιο του Μιρό Β΄ τον νεότερο.

Νυμφεύτηκε την Κουίξολ και είχε τέκνο:

  • A. Lewis, The Development of Southern French and Catalan Society, 718-1050 (1965), Ch. 6, note 9