Μεθυλπρεδνιζολόνη
Η μεθυλπρεδνιζολόνη (αγγλ. methylprednisolone) είναι χημική δραστική ένωση η οποία είναι ορμόνη και αποτελεί το βασικό δομικό συστατικό του φαρμάκου Medrol[1]. Ανήκει σε ενώσεις που ονομάζονται κορτικοστεροειδή και περιέχουν κορτιζόνη.
Ουσιαστικά, πρόκειται για ορμόνη που είναι φλοιοεπινεφριδική, εκκρίνεται σε κανονικές φυσιολογικές συνθήκες, ελεγχόμενη πλήρως από τον υποθάλαμο – υπόφυση – επινεφρίδια. Αυτές οι τύπου στεροειδείς ορμόνες παράγονται με ένα φυσικό τρόπο από τον ανθρώπινο οργανισμό (βλ. επινεφρίδια), μπορεί να παράγονται όμως και συνθετικά (ως φάρμακα). Ανήκει στις υδροκορτιζόνες.
Η μεθυλπρεδνιζολόνη ευρέως χρησιμοποιείται στη χρόνια θεραπευτική αντιμετώπιση πολύ σοβαρών ασθενειών εξαιτίας της δραστικής και αποτελεσματικής αντιφλεγμονώδους και αλατοκορτικοειδούς δράσης της. Έχει πανίσχυρη αντιφλεγμονώδη δράση και συστήνεται[2] για ρευματολογικές παθήσεις (λ.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα), ενδοκρινικές διαταραχές, ρευματικές παθήσεις, δερματολογικές παθήσεις, οφθαλμικές παθήσεις, γαστρεντερικές παθήσεις και πολλές άλλες (αλλεργίες, άσθμα, ρινίτιδες, αναιμίες). Το Medrol (4mg, 16mg) αποτελεί ένα ευρέως συνταγογραφούμενο σκεύασμα.
Ως κορτιζονούχος ένωση, η μεθυλπρεδνιζολόνη δύναται να προκαλεί σειρά από αρνητικές παρενέργειες σε ασθενείς, γι’ αυτό και κλινικά θα πρέπει να σταθμίζεται το θετικό ευεργετικό αποτέλεσμα της με τον πιθανό κίνδυνο. Σε λίγες περιπτώσεις προκαλεί οφθαλμικό έρπητα, γλαύκωμα, οστεοπόρωση, σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση με συμφορητική ανεπάρκεια, μυκητίαση ή νεφροπάθεια.[3]