Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κώμος (έθιμο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κώμος. Αττικός αμφορέας μελανόμορφου ρυθμού. αμφορέας, περ. 560 π.Χ., Κρατική αρχαιολογική συλλογή Μονάχου (Inv. 1432)

Ο κώμος (κῶμος) στην αρχαία Ελλάδα ήταν εορταστική εκδήλωση, ειδικά προς τιμή του θεού Διονύσου[1].

Ήταν εύθυμη, παιχνιδιάρικη, πλην όμως τελετουργική πομπή με συνοδεία μουσικής υπό τους ήχους κιθάρας, και  αυλού.

Από τους αρχαίους χρόνους αναφέρεται ο κώμος στις περιγραφές των ιεροτελεστιών με τραγούδι, χορό και μουσική, ωστόσο, χωρίς ακόμα να σχετίζεται με τον Διόνυσο. Το έθιμο αυτό συναντάται συχνά μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε και αρχίζει να συνδέεται στενά με τη λατρεία του Διονύσου. Στην ελληνική αγγειογραφία συναντάται πολύ συχνά, αν και σχεδόν πάντα σε σχέση με τον Διόνυσο. Έτσι, στη πορεία του χρόνου, ο κώμος γίνεται όλο και πιο αναπόσπαστο μέλος των Διονυσίων εορτών.

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (3.1-3.27) Απόδοση
Κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα, ταὶ δέ μοι αἶγες

βόσκονται κατ᾽ ὄρος, καὶ ὁ Τίτυρος αὐτὰς ἐλαύνει.
Τίτυρ᾽, ἐμὶν τὸ καλὸν πεφιλημένε, βόσκε τὰς αἶγας,
καὶ ποτὶ τὰν κράναν ἄγε, Τίτυρε· καὶ τὸν ἐνόρχαν,
5 τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα, φυλάσσεο μή τυ κορύψῃ.

Ὦ χαρίεσσ᾽ Ἀμαρυλλί, τί μ᾽ οὐκέτι τοῦτο κατ᾽ ἄντρον
παρκύπτοισα καλεῖς, τὸν ἐρωτύλον; ἦ ῥά με μισεῖς;
ἦ ῥά γέ τοι σιμὸς καταφαίνομαι ἐγγύθεν ἦμεν;
[νύμφα, καὶ προγένειος; ἀπάγξασθαί με ποησεῖς.]
21τὸν στέφανον τῖλαί με κατ᾽ αὐτίκα λεπτὰ ποησεῖς,
22 τόν τοι ἐγών, Ἀμαρυλλὶ φίλα, κισσοῖο φυλάσσω,
23 ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις.
24ὤμοι ἐγών, τί πάθω, τί ὁ δύσσοος; οὐχ ὑπακούεις.
10 ἠνίδε τοι δέκα μᾶλα φέρω· τηνῶθε καθεῖλον
ὧ μ᾽ ἐκέλευ καθελεῖν τύ· καὶ αὔριον ἄλλα τοι οἰσῶ.
θᾶσαι μάν. θυμαλγὲς ἐμὶν ἄχος. αἴθε γενοίμαν
ἁ βομβεῦσα μέλισσα καὶ ἐς τεὸν ἄντρον ἱκοίμαν,
τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ τὰν πτέριν ἅ τυ πυκάσδει.
15νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα· βαρὺς θεός· ἦ ῥα λεαίνας
μαζὸν ἐθήλαζεν, δρυμῷ τέ νιν ἔτραφε μάτηρ,
ὅς με κατασμύχων καὶ ἐς ὀστίον ἄχρις ἰάπτει.
ὦ τὸ καλὸν ποθορεῦσα, τὸ πᾶν λίθος, ὦ κυάνοφρυ
νύμφα, πρόσπτυξαί με τὸν αἰπόλον, ὥς τυ φιλήσω
20 ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλήμασιν ἁδέα τέρψις.
25τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς κύματα τηνῶ ἁλεῦμαι,
ὧπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ γριπεύς·
καἴ κα δὴ ᾽ποθάνω, τό γε μὲν τεὸν ἁδὺ τέτυκται.

Για την Αμαρυλλίδα μου θα πω ένα τραγουδάκι'
κι οι γίδες βόσκουν στο βουνό κι ο Τίτυρος τις βόσκει. '
Βόσκε τις γίδες, Τίτυρε, και φέρε τες στο ρέμα'
κι έχε το νου στο Λιβυκό και στο βαρβάτο τράγο, '
5τον τράγο τον ξανθόμαλλο, να μη σε κουτουλήσει.

Πώς δεν προβάλλεις στη σπηλιά να με καλέσεις νά ᾽ρθω; '
Μ᾽ εχθρεύεσαι το δύστυχο, γλυκιά μου Αμαρυλλίδα, '
ή μήπως τάχα από κοντά με βρίσκεις πλατομύτη; '
21Αμαρυλλίδα αγάπη μου, με κάνεις να μαδήσω'
τ᾽ ολόδροσο στεφάνι αυτό που ᾽χω για σένα πλέξει'
μ᾽ ευωδιασμένα σέλινα και με μπουμπούκια κίστου. '
24Αλλοίμονό μου! δε μ᾽ ακούς; τί έχω να πάθω ο μαύρος! '
10Νά, δέκα μήλα σου ᾽φερα· τα ᾽κοψα κει που μου ᾽πες·'
νά, δέκα μήλα, και ταχιά θενα σου φέρω κι άλλα. '
Αχ! κοίταξε τον πόνο μου: Πώς ήθελα να γίνω'
βομβολαλούσα μέλισσα και νά ᾽ρθω στη σπηλιά σου, '
μες στον κισσό σου να χωθώ, στη φτέρη που σ᾽ ισκιώνει. '
15Τώρα τον έρωτα ένιωσα· σκληρός θεός· λιοντάρι'
τον βύζαξε, κι η μάνα του τον έθρεψε στο λόγγο. '
Βαθιά-βαθιά ως τα κόκαλα με κατακαίει εκείνος. '
Όσο η ματιά σου είναι γλυκιά, τόσο η καρδιά σου πάγος·'
αχ! μαυροφρύδα δέξου με κι ένα φιλάκι δώσ᾽ μου. '
20Και τα φιλάκια μοναχά έχουν κι εκείνα γλύκα. '
25Θα βγάλω τη φλοκάτη μου στα κύματα να πέσω'
από το βράχο που ο ψαράς παραμονεύει τόνους·'
κι αν δεν πεθάνω, όμως κι αυτό θενα σ᾽ ευφράνει εσένα. '

Έκθεση Φωτογραφιών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Κώμος, η προσωποποίηση της Διονυσιακής πομπής.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Wilhelm Gemoll: Griechisch-Deutsches Schul- und Handwörterbuch.