Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εργοστάσια νιτρικού καλίου Χάμπερστοουν και Σάντα Λάουρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 20°12′30″S 69°47′40″W / 20.20833°S 69.79444°W / -20.20833; -69.79444

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Εργοστάσια νιτρικού καλίου Χάμπερστοουν και Σάντα Λάουρα
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Άποψη του Χάμπερστοουν
Χάρτης
Χώρα μέλοςΧιλή Χιλή
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαii, iii, iv
Ταυτότητα1178
ΠεριοχήΛατινική Αμερική και Καραϊβική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή2005 (29η συνεδρίαση)

Τα Εργοστάσια νιτρικού καλίου Χάμπερστοουν και Σάντα Λάουρα είναι δυο πρώην διυλιστήρια νιτρικού καλίου στη βόρεια Χιλή. Ανακηρύχθηκαν Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 2005.

Το Χάμπερστοουν και η Σάντα Λάουρα βρίσκονται στην Έρημο Ατακάμα, 48 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης Ικίκε, στην Περιφέρεια Ταραπακά της βόρειας Χιλής. Άλλα εργοστάσια νιτρικής ποτάσσας ή "νιτρικές πόλεις" είναι, μεταξύ πολλών άλλων, τα Τσακαμπούκο, Μαρία Έλενα, Πουέλμα και Άγουας Σάντας. Το Τσακαμπούκο αποτελεί ειδική περίπτωση, καθώς χρησιμοποιήθηκε και ως στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της χούντας του Πινοσέτ και μέχρι σήμερα παραμένει περικυκλωμένο από νάρκες.

Το 1872 η Εταιρεία Εξόρυξης Νιτρικών Γκιγιέρμο Βέντελ ίδρυσε το ορυχείο νιτρικής ποτάσας της Σάντα Λάουρα. Εκείνη την εποχή, η περιοχή αποτελούσε ακόμη τμήμα του Περού. Την ίδια χρονιά, ο Τζέιμς Τόμας Χάμπερστοουν ίδρυσε την Εταιρεία Νιτρικών του Περού, ξεκινώντας εργασίες στο ορυχείο της Λα Πάλμα. Και τα δυο εργοτάξια αναπτύχθηκαν με γοργούς ρυθμούς, εξελισσόμενα σε πολυσύχναστες πόλεις με χαρακτηριστικά κτίρια Αγγλικού στυλ.

Η Λα Πάλμα έγινε ένα από τα μεγαλύτερα ορυχεία της περιφέρειας, ωστόσο η Σάντα Λάουρα δεν ακολούθησε την ίδια πορεία, καθώς εκεί η παραγωγή ήταν χαμηλή. Και τα δυο ορυχεία επηρεάστηκαν αρνητικά από τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929, καθώς και την (χρονικά προγενέστερη) ανάπτυξη της μεθόδου συνθετικής παραγωγής της αμμωνίας από τους Φριτς Χάμπερ και Καρλ Μπος, που οδήγησε στη βιομηχανική παραγωγή λιπασμάτων. Οι ιδιοκτήτριες εταιρείες ουσιαστικά χρεωκόπησαν και τα ορυχεία αποκτήθηκαν από την εταιρεία COSATAN (Compañía Salitrera de Tarapacá y Antofagasta) το 1934. Η COSATAN μετονόμασε το ορυχείο της Λα Πάλμα σε Oficina Santiago Humberstone, προς τιμή του ιδρυτή του. Η εταιρεία προσπάθησε να παραγάγει ένα ανταγωνιστικό είδος φυσικής ποτάσας εκσυγχρονίζοντας το ορυχείο του Χάμπερστοουν, ενέργεια που απέφερε σημαντικά αποτελέσματα, καθώς ήδη το 1940 το ορυχείο θεωρούνταν επιτυχημένο.

Ωστόσο και τα δυο εργοστάσια εγκαταλείφθηκαν το 1960, μετά από τη ραγδαία πτώση της ζήτησης που προκάλεσε και την εξαφάνιση της COSATAN το 1958. Το 1970 οι πόλεις ανακηρύχθηκαν εθνικά μνημεία και άρχισαν να δέχονται τουρίστες. Το 2005 ανακηρύχθηκαν Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ().

Τα εργοστάσια Χάμπερστοουν και Σάντα Λάουρα περιλαμβάνουν πάνω από 200 πρώην εργοτάξια παραγωγής ποτάσας όπου εργάτες από τη Χιλή, το Περού και τη Βολιβία έζησαν σε εταιρικές πόλεις και σφυρηλάτησαν τη χαρακτηριστική συλλογική κουλτούρα των εργατών "παμπίνος". Η κουλτούρα αυτή είναι έκδηλη στην πλούσια γλώσσα τους, στη δημιουργικότητα και στην αλληλεγγύη τους και, πάνω απ' όλα, στους πρωτοπόρους αγώνες τους για κοινωνική δικαιοσύνη, οι οποίοι είχαν προφανή επίδραση στην κοινωνική ιστορία. Για περισσότερα από 60 χρόνια, από το 1880, χιλιάδες παμπίνος έζησαν και εργάστηκαν σε αυτό το εχθρικό περιβάλλον, στην απομονωμένη έρημο Πάμπα, μια από τις πιο ξηρές ερήμους του πλανήτη, για να κατεργαστούν το μεγαλύτερο κοίτασμα ποτάσας στον κόσμο, παράγοντας το λίπασμα νιτρικό κάλιο, το οποίο έμελλε να μεταμορφώσει τα καλλιεργήσιμα εδάφη στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, και να αποδώσει στη Χιλή μεγάλο πλούτο. Λόγω, επίσης, της ευαίσθητης κατάστασης των κατασκευών, καθώς και της επίδρασης ενός πρόσφατου σεισμού, η τοποθεσία συμπεριελήφθηκε στη "Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς σε Κίνδυνο", προκειμένου να διευκολυνθεί η κινητοποίηση πόρων για τη συντήρησή της.


Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]