Πραξικόπημα της 18ης Φρουκτιντόρ του Έτους Ε΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πραξικόπημα της 18ης Φρουκτιντόρ έτους Ε'
Γαλλική επανάσταση
Ο στρατηγός Πιέρ Ωζερώ εισέβαλε στο Παλάτι του Κεραμεικού για να συλλάβει τον Σαρλ Πισεγκρύ και βουλευτές που κατηγορούνταν ότι σχεδίαζαν αντεπανάσταση.
Χρονολογία4 Σεπτεμβρίου 1797
ΤόποςΠαρίσι, Γαλλία

Το Πραξικόπημα της 18ης Φρουκτιντόρ έτους Ε' (γαλλικά: Coup d'État du 18 fructidor an V) ήταν μια πολιτική ενέργεια εκτός συνταγματικού πλαισίου που διεξήχθη στις 4 Σεπτεμβρίου 1797 στο Παρίσι, κατά τη διακυβέρνηση του Διευθυντηρίου, από τρεις από τους πέντε διευθυντές του (μεταξύ των οποίων ο Πωλ Μπαράς) με την υποστήριξη του στρατού, εναντίον των φιλοβασιλικών που είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία στο Συμβούλιο των Πεντακοσίων και στο Συμβούλιο των Πρεσβυτέρων και ήταν επίφοβοι για εγκαθίδρυση μοναρχικού καθεστώτος.[1]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Διευθυντήριο προσπάθησε να φέρει στη Γαλλία μια σταθερή αστική τάξη πραγμάτων. Υπό την αιγίδα του Λαζάρ Καρνό, ο οποίος εγκατέλειψε το εξτρεμιστικό παρελθόν του και διέβλεπε κίνδυνο αναρχίας και αναβίωσης των Ιακωβίνων, ήδη τον Μάιο 1797 είχε εκτελεστεί ο Φρανσουά-Νοέλ Μπαμπέφ όταν αποκαλύφθηκε ότι με τη Συνωμοσία των Ίσων σχεδίαζε να επιχειρήσει ανατροπή του Διευθυντηρίου λόγω της λαϊκής απόγνωσης από την ακρίβεια της ζωής, [2]πραγματοποιήθηκαν εκκαθαρίσεις στη διοίκηση για να φέρουν πρώην Γιρονδίνους και τους επιζώντες Ομοσπονδιακούς στην εξουσία.

Η λέσχη του Κλισύ, που συγκέντρωνε τους φιλοβασιλικούς, ήταν διασπασμένη μεταξύ ενός μειοψηφικού ρεύματος, υπέρ της αποκατάστασης του Λουδοβίκου ΙΗ' και αυτών που ήταν υπέρ της συνταγματικής μοναρχίας με βασιλιά τον δούκα της Ορλεάνης Λουδοβίκο-Φίλιππο και οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία. Μετά την αποτυχία των ένοπλων εξεγέρσεών τους (αποβίβση στο Κιμπερόν τον Ιούλιο του 1795, πόλεμος της Βανδέας και εξέγερση των Σουάνων την άνοιξη του 1796 και μοναρχική εξέγερση της 13ης Βαντεμιαίρ έτους Δ' τον Οκτώβριο 1795 στο Παρίσι), οι βασιλικοί αποφάσισαν να συμμετάσχουν στις εκλογές για να αποκαταστήσουν τη μοναρχία με νόμιμο τρόπο. Υποστηρίζονταν από ισχυρούς τραπεζίτες και μέρος της «φωτισμένης» αριστοκρατίας που είχε αποβάλει τις δημοκρατικές ψευδαισθήσεις της.

Οι εκλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις εκλογές του 1797, οι βασιλικοί, που εμφανίστηκαν ως υπερασπιστές της τάξης, βρέθηκαν στην πλειοψηφία των δύο νομοθετικών συμβουλίων. Κατέκτησαν συνολικά 330 κοινοβουλευτικές έδρες και κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή. Κατάφεραν να διορίσουν διευθυντή τον Φρανσουά ντε Μπαρτελεμί και ακύρωσαν τους νόμους κατά των μεταναστών και των ανυπότακτων ιερέων.

Ο Σαρλ Πισεγκρύ, ένας εθνικός ήρωας που όμως εθεωρείτο ότι είχε στραφεί υπέρ της μοναρχίας και της αποκατάστασής της, εξελέγη Πρόεδρος του Συμβουλίου των Πεντακοσίων. Μετά την τεκμηρίωση των προδοτικών δραστηριοτήτων του Πισεγκρύ από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, (παρουσίασε έγγραφα που προανάγγελαν πραξικόπημα εκ μέρους του στρατηγού Πισεγκρύ), οι διευθυντές κατηγόρησαν ολόκληρο το σώμα για συνωμοσία ενάντια στην Επανάσταση.

Το Διευθυντήριο διχάστηκε: Ο Μπαρτελεμί και ο Καρνό ήταν υπέρ της βασιλικής πλειοψηφίας, ενώ ο Ζαν-Φρανσουά Ρεμπέλ και ο Λα Ρεβεγιέρ-Λεπώ ήταν σταθερά δημοκρατικοί. Μεταξύ των δύο ο Μπαράς, ένας φιλόδοξος χωρίς πεποιθήσεις και αναστολές, αμφιταλαντεύονταν και τελικά επέλεξε το δημοκρατικό στρατόπεδο. [3]Είναι γεγονός ότι η Δημοκρατία εξακολουθούσε να έχει υποστηρικτές, ειδικά στον στρατό. Έτσι, η «Τριανδρία» των Μπαράς, Ρεμπέλ και Ρεβεγιέρ-Λεπώ και ο υπουργός Εξωτερικών Ταλλεϋράνδος, [4]κινήθηκαν γρήγορα για να ακυρώσουν τις εκλογές και να συλλάβουν τους φιλοβασιλικούς.

Το πραξικόπημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την αυγή της 4ης Σεπτεμβρίου 1797, το Παρίσι κηρύχθηκε υπό στρατιωτικό νόμο, ενώ εκδόθηκε διάταγμα, βάσει του οποίου όποιος υποστήριζε τη μοναρχία ή την αποκατάσταση του Συντάγματος του 1793 θα εκτελούνταν χωρίς δίκη. Για να υποστηρίξει το πραξικόπημα, ο στρατηγός Λαζάρ Ος, τότε διοικητής της στρατιάς του Σαμπρ-ε-Μεζ, έφτασε στην πρωτεύουσα με τα στρατεύματά του, ενώ ο Βοναπάρτης από την Ιταλία έστειλε στρατεύματα υπό τον Πιερ Ωζερώ. [5]Ο Πισεγκρύ, ο Μπαρτελεμί και άλλοι δύο βουλευτές συνελήφθησαν ως πρωτεργάτες, ενώ ο Λαζάρ Καρνό διέφυγε στη Γερμανία. Συνολικά 214 βουλευτές συνελήφθησαν και 65 εξορίστηκαν στην Καγιέν στη Γαλλική Γουιάνα. Τα εκλογικά αποτελέσματα σε 49 νομούς ακυρώθηκαν και απαγορεύτηκαν 42 εφημερίδες. Οι νομικές διατάξεις ενάντια στους αυτοεξόριστους και τους κληρικούς επανήλθαν, απεναντίας οι λέσχες ξαναάνοιξαν και διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες των μελών του Διευθυντηρίου. Οι δύο κενές θέσεις διευθυντών συμπληρώθηκαν από τους Φιλίπ Μερλέν ντε Ντουαί και Φρανσουά ντε Νεφσατώ. [6]

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Διευθυντήριο παρουσιάστηκε ως σωτήρας της Δημοκρατίας, όμως αυτό έγινε σε βάρος της νομιμότητας. Οι φιλοβασιλικοί πατάχθηκαν και πάλι - αλλά το δημοκρατικό σύνταγμα αποδυναμώθηκε επίσης. Το πραξικόπημα επιβεβαίωσε ακόμη περισσότερο τη νέα δύναμη του στρατού, που από εκτελεστικό όργανο βρέθηκε στο ρόλο διαιτητή που αποφάσιζε για τη μοίρα του έθνους, και έτσι ενισχύθηκε η πορεία για τον στρατιωτικό δεσποτισμό του Ναπολέοντα.[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]