Δυϊκός αριθμός
Ο δυϊκός είναι γραμματικός αριθμός που χρησιμοποιούν μερικές γλώσσες πέραν του ενικού και του πληθυντικού. Όταν ένα ουσιαστικό ή μια αντωνυμία εμφανίζεται σε δυϊκή μορφή, ερμηνεύεται ως αναφερόμενο σε ακριβώς δύο από τις οντότητες (αντικείμενα ή πρόσωπα) που προσδιορίζονται από το ουσιαστικό ή την αντωνυμία που ενεργούν ως ενιαία μονάδα ή από κοινού. Τα ρήματα μπορούν επίσης να έχουν δυϊκές μορφές συμφωνίας σε αυτές τις γλώσσες.
Ο δυϊκός αριθμός που υπήρχε στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα, συνέχισε σε πολλούς από τους απογόνους της, όπως τα αρχαία ελληνικά και τα σανσκριτικά, τα οποία έχουν δυϊκές μορφές στα ουσιαστικά, τα ρήματα και τα επίθετα, τα γοτθικά, τα οποία χρησιμοποιούσαν δυϊκές μορφές στις αντωνυμίες και στα ρήματα, και τα αρχαία αγγλικά (αγγλοσαξονικά), τα οποία χρησιμοποιούσαν δυϊκές μορφές σε αντωνυμίες. Μπορεί ακόμα να βρεθεί σε λίγες σύγχρονες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες όπως η ιρλανδική, η σκωτική γαελική, η σλοβενική και οι σορβικές γλώσσες.
Η πλειοψηφία των σύγχρονων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, συμπεριλαμβανομένων των σύγχρονων ελληνικών, ωστόσο, έχουν χάσει τον δυϊκό μέσα από την ανάπτυξή τους και παρουσιάζουν μόνο υπολειπόμενα ίχνη από αυτόν. Σε όλες αυτές τις γλώσσες, η λειτουργία του έχει αντικατασταθεί από απλό πληθυντικό.
Δυϊκό αριθμό έχουν επίσης πολλές σημιτικές γλώσσες. Για παράδειγμα, στα αραβικά, το ان -ān, προστίθεται στο τέλος οποιουδήποτε ουσιαστικού για να υποδείξει ότι είναι στον δυϊκό (ανεξάρτητα από το πώς σχηματίζεται ο πληθυντικός αριθμός).
Είναι επίσης παρών σε εκείνες τις γλώσσες κόισαν που έχουν πλούσια κλιτική μορφολογία, ιδιαίτερα στις γλώσσες κχόε.[1]
Ελληνικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο δυϊκός μπορεί να βρεθεί στα αρχαία ελληνικά ομηρικά κείμενα, όπως στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, αν και η χρήση του είναι μόνο σποραδική, εξαιτίας τόσο των καλλιτεχνικών προνομιών, όσο και των φρασεολογικών και μετρικών απαιτήσεων εντός του εξαμετρικού μέτρου. Υπήρχαν μόνο δύο διάκριτες μορφές του δυϊκού στην αρχαία ελληνική.
Στην κλασσική ελληνική γλώσσα, ο δυϊκός χάθηκε, με εξαίρεση στην αττική διάλεκτο της Αθήνας, όπου εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η χρήση του εξαρτιόταν από τον συγγραφέα και ορισμένες κοινές εκφράσεις.
Στην ελληνιστική κοινή και νεοελληνική γλώσσα, το μοναδικό κατάλοιπο του δυϊκού είναι το αριθμητικό ψηφίο δύο, το οποίο έχει χάσει τις γενικές και δοτικές του πτώσεις (δυοῖν) και διατηρεί την ονομαστική/αιτιατική μορφή του. Συνεπώς, φαίνεται να είναι άκλιτο σε όλες τις πτώσεις. Παρ 'όλα αυτά, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, η σημαντικότερη αυθεντία της εποχής του (αρχές 2ου αι. π.Χ.) στη γραμματική και το ύφος, και αφοσιωμένος υπερασπιστής της «σωστής» υψηλόβαθμης αττικής παραδόσεως, προσβάλλει εκείνους που γράφουν δυσί (δοτική, πληθυντικός αριθμός) αντί για δυοῖν (δοτική, δυϊκός αριθμός).
Επίσης, οι λέξεις αμφότερος (αντίστοιχο του αγγλικού both), εκάτερος (αντίστοιχο του αγγλικού either), έτερος, καθώς και τα παράγωγα αυτών, δηλώνουν την ύπαρξη δύο μόνο μερών. Π.χ.:
- Κατέθεσαν μήνυση αμφότεροι (δύο μόνο μηνυτές) , ενώ κατέθεσαν μήνυση άπαντες (περισσότεροι από έναν μηνυτές).
- Εκάτερος έλαβε 50.000€ (καθένας από τους δύο), ενώ έκαστος έλαβε 50.000€ (καθένας από ένα πλήθος ατόμων).
- Η έτερη ομάδα αποκλείστηκε (μεταξύ δύο ομάδων, η άλλη), ενώ κάθε άλλη ομάδα αποκλείστηκε.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Vossen, Rainer (2013). The Khoesan Languages (1st έκδοση). New York: Routledge. σελ. 58. ISBN 978-0-203-08446-5.