Διδάκτωρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο διδάκτωρ ή διδάκτορας, είναι κάτοχος ανωτάτου ακαδημαϊκού τίτλου σπουδών, ο οποίος λαμβάνεται με την απόκτηση ενός διδακτορικού διπλώματος. Η ετυμολογία της λέξης διδάκτωρ προέρχεται από το ρήμα «διδάσκω», ενώ άλλες προσφωνήσεις που χρησιμοποιούνται επίσης οι τίτλοι του «δόκτωρ» και «δόκτορας» που προέρχονται από τη γαλλική προσφώνιση «docteur».[1]

Ορισμένες φορές ο τίτλος μπορεί να δοθεί τιμητικά σε κάποιο σημαντικό πρόσωπο από ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με την αγόρευσή του σε «επίτιμο διδάκτορα», χωρίς απαρραίτητα να έχει λάβει διδακτορικό δίπλωμα από το ίδιο το ίδρυμα ή από κάποιο άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κωνσταντίνος Δαγκιτσής, δόκτωρ, Ετυμολογικό Λεξικό της Νεοελληνικής, Εκδόσεις Ι. Γ. Βασιλείου, Τόμος 1ος, σελ. 210, 1978.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]