Βαλκανική εκστρατεία (Α' Παγκόσμιος Πόλεμος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Βαλκανική Εκστρατεία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πραγματοποιήθηκε μεταξύ των Κεντρικών Δυνάμεων (Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία, Γερμανία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) και των Συμμαχικών Δυνάμεων (Σερβία, Μαυροβούνιο, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία, Ιταλία, αργότερα Ελλάδα).

Η εκστρατεία αυτή ξεκίνησε με την εισβολή της Αυστροουγγαρίας στη Σερβία, η οποία αποκρούστηκε. Μια νέα προσπάθεια οδήγησε στην κατάκτηση της Σερβίας και του Μαυροβουνίου από τη Βουλγαρία και την Αυστροουγγαρία αλλά και στην υποχώρηση του σερβικού στρατού μέσω της Αλβανίας και της ολικής καταστροφής του στη Θεσσαλονίκη από τους Συμμάχους. Ενώθηκαν με τον γαλλοβρετανικό συμμαχικό στρατό που βρισκόταν στην Ανατολή και συμμετείχαν σε έναν παρατεταμένο πόλεμο εναντίον των βουλγαρικών δυνάμεων στο μέτωπο της πΓΔΜ. Ο εν λόγω στρατός είχε τοποθετηθεί στην Ελλάδα και οδήγησε στο Εθνικό Σχίσμα αναφορικά με το εάν η Ελλάδα θα έπρεπε να ενταχθεί στους Συμμάχους ή να παραμείνει ουδέτερη στον πόλεμο, κάτι που θα ωφελούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η Ελλάδα τελικά τάχθηκε στο πλευρό των Συμμάχων το 1917. Τον Σεπτέμβριο 1918 η επίθεση στον Αξιό πέρασε τα σύνορα της Βουλγαρίας, η οποία αναγκάστηκε να παραδοθεί και είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Αλβανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.

Επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια από τις κυριότερες αιτίες του πολέμου ήταν η εχθρότητα και η αντιπαλότητα ανάμεσα στη Σερβία και την Αυστροουγγαρία, γεγονός που προκάλεσε ορισμένες από τις πρώτες μάχες του πολέμου μεταξύ των δυο αυτών χωρών. Η Σερβία πολεμούσε εναντίον της Αυστροουγγαρίας για περισσότερο από έναν χρόνο προτού τελικά ηττηθεί στα τέλη 1915.

Η Δαλματία ήταν μια στρατηγική περιοχή κατά τη διάρκεια του πολέμου ενώ τόσο η Ιταλία όσο και η Σερβία στόχευαν να την αρπάξουν από την Αυστροουγγαρία. Η Ιταλία εισήχθη στον πόλεμο αφού πρώτα συμφώνησε με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1915, η οποία εγγυόταν ότι η Ιταλία θα λάμβανε ένα σημαντικό κομμάτι της Δαλματίας.

Το 1917, η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και το 1918 ο πολυεθνικός συμμαχικός στρατός της Ανατολικής, με βάση του τη βόρεια Ελλάδα, προχώρησαν τελικά σε επίθεση. Εξαιτίας αυτής, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να αναζητήσει την ειρήνη, η Σερβία επανακτήθηκε ενώ σταμάτησε στα σύνορα της Ουγγαρίας τον Νοέμβριο 1918.

Εκστρατεία Σερβίας-Μαυροβουνίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σερβικός στρατός κατάφερε να αποκρούσει το μεγαλύτερο μέρος του αυστροουγγρικού στρατού χάρη στη βοήθεια της Ρωσίας, η οποία επιτέθηκε από τον βορρά. Το 1915 η Αυστροουγγαρία τοποθέτησε επιπλέον στρατιώτες στο νότιο μέτωπο και κατάφερε να κάνει τη Βουλγαρία σύμμαχό της.

Σύντομα, ο σερβικός στρατός δέχθηκε επίθεση από τα βόρεια και τα ανατολικά, αναγκάζοντας την Ελλάδα να υποχωρήσει. Παρά το γεγονός αυτό, η υποχώρηση της Ελλάδας κρίθηκε επιτυχής και ο σερβικός στρατός παρέμεινε λειτουργικός ενώ έκανε την Ελλάδα μια νεοσύστατη βάση του.

Αλβανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιταλοί στρατιώτες στον Αυλώνα της Αλβανίας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τρίχρωμη σημαία της Ιταλίας προβάλει δίπλα στη σημαία της Αλβανίας.

Πριν την άμεση επέμβασή της στον πόλεμο, η Ιταλία είχε ήδη καταλάβει το λιμάνι του Αυλώνα στην Αλβανία τον Δεκέμβριο 1914.[1] Με την επίσημη είσοδό της στον πόλεμο, η Ιταλία επέκτεινε την κατοχή της στην περιοχή της νότιας Αλβανίας με ημερομηνία έναρξης το φθινόπωρο 1916.[1] Οι ιταλικές δυνάμεις στρατολόγησαν την ίδια χρονιά Αλβανούς προκειμένου να πολεμήσουν στο πλευρό τους.[1] Η Ιταλία, έχοντας άδεια από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, κατέλαβε τη Βόρεια Ήπειρο στις 23 Αυγούστου 1916, αναγκάζοντας τον ουδέτερο ελληνικό στρατό να αποσύρει τις κατοχικές δυνάμεις του από την περιοχή.[1]

Τον Ιούνιο 1917, η Ιταλία ανακήρυξε την Κεντρική και Νότια Αλβανία ως προτεκτοράτο της.[1] Η Βόρεια Αλβανία διατέθηκε στα κράτη της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.[1] Έως τις 31 Οκτωβρίου 1918, οι γαλλικές και οι ιταλικές δυνάμεις είχαν εκδιώξει τον αυστροουγγρικό στρατό από την Αλβανία.[1]

Η Δαλματία ήταν μια στρατηγική περιοχή καθ'όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την οποία τόσο η Ιταλία όσο και η Σερβία σκόπευαν να καταλάβουν από την Αυστροουγγαρία. Η Ιταλία προσχώρησε στην Τριπλή Συμμαχία (Αντάντ) το 1915 όταν συμφώνησε με τη Συνθήκη του Λονδίνου, η οποία εξασφάλιζε στη χώρα το δικαίωμα να προσαρτήσει ένα μεγάλο μέρος της Δαλματίας σε αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Από τις 5 έως τις 6 Νοεμβρίου 1918, οι ιταλικές δυνάμεις καταγράφηκαν ότι έφτασαν στη Λίσα, τη Λαγκόστα, το Σεμπενίκο και σε άλλες περιοχές στις ακτές της Δαλματίας.[2]

Με το τέλος των εχθροπραξιών τον Νοέμβριο 1918, ο ιταλικός στρατός είχε ήδη υπό τον έλεγχό του όλο το τμήμα της Δαλματίας που η Συνθήκη του Λονδίνου είχε εγγυηθεί στην Ιταλία και έως τις 17 Νοεμβρίου είχε καταλάβει και το Φιούμε.[3] Το 1918 ο ναύαρχος Enrico Millo ανακήρυξε τον εαυτό του κυβερνήτη της Δαλματίας στην Ιταλία.[3] Ο διάσημος εθνικιστής Gabriele d'Annunzio υποστήριξε την κατάληψη της Δαλματίας και προχώρησε προς το Ζαντάρ με ένα ιταλικό πολεμικό πλοίο τον Δεκέμβριο 1918.[4]

Βουλγαρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βουλγαρία κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Βουγαρία στράφηκε εναντίον της Ρωσίας και των Δυτικών Δυνάμεων καθώς θεωρούσε ότι δεν είχαν κάνει τίποτα για να τη βοηθήσουν. Η βουλγαρική κυβέρνηση τάχθηκε στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, παρόλο που αυτό σήμαινε ότι θα γινόταν σύμμαχος και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του παραδοσιακού εχθρού της Βουλγαρίας. Ωστόσο η Βουλγαρία δεν είχε πλέον αξιώσεις εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ η Σερβία, η Ελλάδα και η Ρουμανία (σύμμαχοι της Βρετανίας και της Γαλλίας) είχαν στην κατοχή τους εδάφη με μεγάλο πληθυσμό από Βούλγαρους και ως εκ τούτου θεωρούνταν βουλγαρικά εδάφη.

Η Βουλγαρία, μετά την ανάρρωσή της από τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθόρισε την πρώτη χρονιά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η Γερμανία υποσχέθηκε να αποκαταστήσει τα σύνορα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η Βουλγαρία, η οποία κατείχε τον μεγαλύτερο στρατό στα Βαλκάνια, κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία τον Οκτώβριο 1915 ενώ η Βρετανία, η Ιταλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας.

Παρόλο που η Γερμανία, σε συμμαχία με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, είχε κάποιες στρατιωτικές νίκες εναντίον της Σερβίας και της Ρουμανίας, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της νότιας Σερβίας (συμπεριλαμβανομένης της Nish, πολεμικής πρωτεύουσας της Σερβίας στις 5 Νοεμβρίου), προχωρώντας στην ελληνική Μακεδονία και καταλαμβάνοντας την Dobruja από τους Ρουμάνους τον Σεπτέμβριο 1916, ο πόλεμος σύντομα έγινε μη δημοφιλής μεταξύ του βουλγαρικού λαού, ο οποίος υπέστη σημαντικές οικονομικές δυσκολίες. Η Ρωσική Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 άσκησε σημαντική επίδραση στη Βουλγαρία, διαδίδοντας αντιπολεμικά και αντιμοναρχικά συναισθήματα μεταξύ των στρατευμάτων και στις πόλεις.

Τον Σεπτέμβριο 1918, οι Σέρβοι, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Έλληνες εισέβαλαν στο μακεδονικό μέτωπο κατά την επίθεση του Αυλώνα. Ενώ οι βουλγαρικές δυνάμεις τούς σταμάτησαν στο Dojran και δεν προχώρησαν ώστε να καταλάβουν περισσότερα βουλγαρικά εδάφη, ο τσάρος Φερδινάνδος αναγκάστηκε να κηρύξει ειρήνη.

Προκειμένου να ηγηθεί των επαναστατών, ο Φερδινάνδος παραιτήθηκε από την τσαρική θέση, την οποία κατέλαβε ο γιος του Μπόρις Γ'. Οι επαναστάτες τέθηκαν σε καταστολή και ο στρατός διαλύθηκε. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919) η Βουλγαρία έχασε την ακτογραμμή της στο Αιγαίο, η οποία εισήλθε υπό τον έλεγχο των κύριων Συμμαχικών Δυνάμεων και αργότερα προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, και σχεδόν όλο το έδαφος από την πΓΔΜ στη νέα πολιτεία της Γιουγκοσλαβίας με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να δώσει την Dobruja πίσω στους Ρουμάνους.

Μακεδονικό Μέτωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1915 οι Αυστροούγγροι έλαβαν τη στρατιωτική υποστήριξη της Γερμανίας και μέσω της διπλωματίας έκαναν και τη Βουλγαρία σύμμαχό τους. Οι σερβικές δυνάμεις δέχτηκαν επίθεση από τον βορρά και τον νότο και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέσω του Μαυροβουνίου και της Αλβανίας με μόνο 155.000 Σέρβους, κυρίως στρατιώτες, με αποτέλεσμα να φτάσουν στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας και να ηττηθούν στην Ελλάδα από τα συμμαχικά πλοία.

Το μακεδονικό μέτωπο συστήθηκε στα ελληνικά σύνορα μετά την παρέμβαση των γαλλικών, βρετανικών και ιταλικών δυνάμεων που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί στρατιώτες δεν είχαν αφήσει τον βουλγαρικό στρατό να προχωρήσει προς τη Θεσσαλονίκη επειδή ήλπιζαν ότι θα κατάφερναν να πείσουν τους Έλληνες να ενταχθούν στις Κεντρικές Δυνάμεις.

Το 1918, μετά από παρατεταμένη συσσώρευση, οι Σύμμαχοι υπό τον Γάλλο στρατηγό Franchet d'Esperey, ο οποίος ηγήθηκε ενός γαλλικού, σερβικού, ελληνικού και βρετανικού στρατού, επιτέθηκαν έξω από την Ελλάδα. Οι αρχικές νίκες του εν λόγω στρατού έπεισαν τη βουλγαρική κυβέρνηση να κηρύξει ειρήνη. Στη συνέχεια ο ίδιος στρατός επιτέθηκε στον βορρά και νίκησε τις γερμανικές και αυστροουγγρικές δυνάμεις που προσπάθησαν να σταματήσουν την επίθεσή του.

Μέχρι τον Οκτώβριο 1918, ο στρατός του d'Esperey είχε καταλάβει ολόκληρη τη Σερβία και ετοιμαζόταν να εισβάλλει στην Ουγγαρία, όμως η επίθεση σταμάτησε από την ουγγρική ηγεσία η οποία δέχτηκε να παραδοθεί τον Νοέμβριο 1918.

Αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί είχαν στην κατοχή τους έξι κρατίδια στα ελληνικά σύνορα από το 1916 έως το τέλος του 1918. Αρχικά πήγαν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν τη Σερβία αλλά με την κατάκτηση της τελευταίας το φθινόπωρο 1915, η συνεχιζόμενη παρουσία τους δεν απέδωσε σημαντικά οφέλη και έτσι κινητοποίησαν τις δυνάμεις στο Δυτικό Μέτωπο. Για σχεδόν τρία χρόνια, οι Γάλλοι, οι Βρετανοί και το Δυτικό Μέτωπο δεν πέτυχαν ουσιαστικά τίποτα παρά μόνο να δεσμεύσουν και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μόνο τον μισό βουλγαρικό στρατό, ο οποίος εξάλλου δεν θα απομακρυνόταν για κανέναν λόγο από τη Βουλγαρία και τα σύνορά της.

Στα μέσα 1918, με επικεφαλής τον στρατηγό Franchet d'Esperey, αυτές οι δυνάμεις ενώθηκαν για να πραγματοποιήσουν μια σημαντική επίθεση στο νότιο κομμάτι της Quadruplice (8 γαλλικά στρατεύματα, 6 βρετανικά στρατεύματα, 1 ιταλικό στράτευμα, 12 σερβικά στρατεύματα[5]). Μετά την επιτυχημένη επίθεση που ξεκίνησε στις 10 Σεπτεμβρίου 1918, το Βελιγράδι απελευθερώθηκε και η Βουλγαρία αναγκάστηκε σε ανακωχή στις 29 Σεπτεμβρίου. Αυτό είχε σημαντικά αποτελέσματα καθώς απειλήθηκε η Αυστροουγγρική (είχε συμφωνήσει σε ανακωχή στις 4 Νοεμβρίου 1918) και αργότερα η γερμανική πολιτική ηγεσία.

Στην πραγματικότητα, ο Keegan ισχυρίστηκε ότι "η εγκατάσταση μιας βίαια εθνικιστικής και αντιτουρκικής κυβέρνησης στην Αθήνα οδήγησε στην ελληνική κινητοποίηση με σκοπό τη Μεγάλη Ιδέα" - την ανάκαμψη της ελληνικής αυτοκρατορίας στα ανατολικά - η οποία θα περιέπλεκε την προσπάθεια των Συμμάχων να επανεγκατασταθεί η ειρήνη στην Ευρώπη για αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου.[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]