Φετιχισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Φετίχ)

Φετιχισμός ονομάζεται η τάση "θεοποίησης" ορισμένων αντικειμένων, και η απόδοση υπερφυσικών δυνάμεων σε αυτά, απρόσιτης αλλά επιβαλλόμενης στον άνθρωπο. Στις πρωτόγονες θρησκείες το φετίχ αποτελούσε ένα αντικείμενο λατρείας. Αρχικά η λέξη προήλθε από το πορτογαλικό feitiço (φεϊτίσο = μαγγανεία) και από τα Λατινικά, factitius ή facere, που σημαίνει "για να κάνει". Οι γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι η λέξη δημιουργήθηκε μετά την ανακάλυψη από τους Πορτογάλους εξερευνητές του 15ου αιώνα κάποιων ξύλινων ή πέτρινων ομοιωμάτων λατρείας ιθαγενών της Δ. Αφρικής. Αργότερα ο όρος fetishism χρησιμοποιήθηκε για το χαρακτηρισμό ειδικών σεξουαλικών συμπεριφορών από τους Binet (1887) και Krafft-Ebing (1886/1965).

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον όρο αυτό χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ντε Μπρος στη Γαλλική Ακαδημία το 1760. Η επίπτωση που είχε το αντικείμενο δημιουργήθηκε καλλιτεχνικά από το υπερφυσικό και λατρεύτηκε σαν έμμονη ιδέα λόγω των μαγικών του δυνάμεων δηλαδή σαν ένα τυχερό φυλακτό. Η έλξη θα μπορούσε να είναι σεξουαλική ή μη σεξουαλική, και το αντικείμενο, άψυχο ή έμψυχο. Σύμφωνα με τον Steele (1996), η αρχική έννοια ήταν είτε θρησκευτική είτε ανθρωπολογική. Μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα, ο όρος ήταν για να αναφερθεί σε οτιδήποτε, κάτι το οποίο ήταν παράλογα λατρεμένο. Ο Γάλλος ψυχολόγος, Alfred Binet, ήταν ο πρώτος για να περιγράψει το φετίχ στον ψυχολογικό παράγοντα, το 1887.

Ο φετιχισμός όπως θα τον αναγνωρίζαμε σήμερα, εμφανίστηκε στην Ευρώπη στον 18ο αιώνα και εδραιώθηκε ως ευδιάκριτο σεξουαλικό φαινόμενο στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα (Steele, 1996). Ο σημερινός φετιχισμός συνδέεται με την ερωτική εκείνη πράξη που περιλαμβάνει σεξουαλική ένωση με ένα άψυχο αντικείμενο (Wedeck, 1963) Ο όρος προκαλεί τις εικόνες της αισθησιακής σεξουαλικής πράξης, με έλξη σε είδη ρουχισμού όπως τα ψηλά τακούνια, παπούτσια και τα μέρη σωμάτων, δηλαδή πόδια. Στην προηγούμενη δεκαετία, ο φετιχισμός έχει γίνει όλο και περισσότερο εμφανής σε μια ευρείας ποικιλίας συμπεριφορά ατόμων, χωρίς να υπάρχει σεξουαλική έλξη (Nersessian, 1998).

Φετιχισμός με αντικείμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φετιχισμός με άψυχα πράγματα υποδιαιρείται με τις μορφές και ως προς τα μέσα αυτών.

  • Στο φετίχ μορφής, είναι το αντικείμενο και η μορφή του που είναι σημαντικό π.χ. ψηλοτάκουνα παπούτσια.
  • Σε ένα φετίχ μέσων είναι το υλικό που προσελκύει π.χ. σκληρά υλικά όπως το δέρμα και μαλακά υλικά όπως η γούνα.

Το φετίχ με ζωντανά πράγματα περιλαμβάνει τα μέρη του σώματος π.χ. πατούσες, γλουτοί, αστράγαλοι, δάχτυλα κ.λ.π. Ο Steele θεώρησε ότι ήταν συχνά αδύνατο να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ του ποδιού και των παπουτσιών αν και άλλοι ερευνητές θα είχαν διαφορετική άποψη.

Ο Φρόυντ και ο φετιχισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι αμφισβητούν τις περισσότερες από τις παρατηρήσεις του Σίγκμουντ Φρόυντ και οι μελέτες του στο φετιχισμό αμφισβητούνται όλο και περισσότερο. Αν και η θεωρία Φρόυντ τώρα δεν γίνεται αποδεκτή πλέον, κατά λέξη, οι παρατηρήσεις του ήρθαν σε έναν χρόνο στην ιστορία όπου συνεχίζουν να επηρεάζουν ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης σκέψης. Ο Φρόυντ παρατήρησε ότι μερικά άτομα ήταν φοβισμένα με τη θέα της μήτρας και για να ξεπεράσουν αυτήν την ψυχολογική αποστροφή, ο φετιχιστής παροικήθηκε με το χαρακτηριστικό, το οποίο έκανε το θηλυκό ένα ανεκτά σεξουαλικό αντικείμενο. Ο Φρόυντ είδε τη λειτουργία του αντικειμένου φετίχ ως σημείο θριάμβου στην απειλή του ευνουχισμού και μια προστασία ενάντια σε αυτό. Ο Kaplan (1991) συνοψίζει το επιχείρημα με τη συντομία και με ύφος με την εξής παρατήρηση του: "Ο ενήλικος φετιχιστής δεν μπορεί να εισαγάγει το πέος του στο ναό της μοίρας (κόλπος) χωρίς κάποιο φετίχ να διευκολύνει τον τρόπο αυτό" Ζητούμε συγγνώμη σε οποιουσδήποτε φροϋδικούς ψυχολόγους ή ψυχαναλυτές.

Το φυλακτό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Εrnest Becker υποστηρίζει ότι ο φετιχισμός αντιπροσωπεύει την ανησυχία της σεξουαλικής πράξης και το ίδιο το φετίχ ως τυχερό φυλαχτό που μετασχηματίζει την τρομακτική πραγματικότητα μέσα σε κάτι που θα μπορέσει να ξεπεράσει την ανησυχία. Η ανησυχία απόδοσης είναι ένας φόβος των αρσενικών και αυτό, σύμφωνα με τον Steele (1996), είναι ένας λόγος για τον οποίο ο φετιχισμός είναι σχεδόν πάντα μια αρσενική ιδεοληψία. Η ιστορία του φετιχισμού είναι ενδιαφέρουσα και υπάρχουν ευδιάκριτα δύο σχολές σκέψης. Πολλοί θεωρούν ότι ο φετιχισμός υπήρξε για χιλιάδες έτη, ενώ άλλοι θεωρούν αναπτύχθηκε μόνο στη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Ο Φρόυντ θεώρησε το παπούτσι ότι αντιπροσωπεύει τα θηλυκά γεννητικά όργανα αλλά όταν έγραψε για το φετιχισμό των ποδιών ήταν ήδη μια ερωτογενής ζώνη για αιώνες. Περιέγραψε το πόδι ως φαλλό που έμπαινε στο παπούτσι, η ένωση ήταν συμβολική. Από την αρχική μελέτη του Φρόυντ για τον φετιχισμό και την περιγραφή του όσον αφορά τα συμπτώματα, πολλές προσθήκες και αλλαγές έχουν γίνει μέχρι τώρα.

Η Επίλογή του φετίχ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαίνεται να υπάρχει ένας ειρμός όσον αφορά αυτή τη συμπεριφορά. Αν και υπάρχουν κάποιες περιγραφές με αλλόκοτα φετίχ, κάποιοι συγκεκριμένοι τύποι αντικειμένων φαίνεται να χρησιμοποιούνται σταθερά από την πλειονότητα των φετιχιστών.

Οι ερευνητές προσπάθησαν να εξηγήσουν γιατί κάποια αντικείμενα χρησιμοποιούνται συχνότερα σαν φετίχ, ενώ συγχρόνως έγιναν προσπάθειες ομαδοποίησης των αντικειμένων αυτών. Παλαιότερες ομαδοποιήσεις πρότειναν το φετίχ: σαν μέρος του γυναικείου σώματος, σαν μέρος της γυναικείας ενδυμασίας, και σαν κάποιο ειδικό υλικό (Krafft-Ebing 91886/1965). Άλλοι, το ομαδοποιούν στο φετίχ σαν άψυχο αντικείμενο και στο φετίχ σαν μέρος τού σώματος, δίνοντας βάση επίσης στην υφή του υλικού, όπως δερμάτινη, λαστιχένια, μαλακή, και στη λειτουργία του υλικού, όπως, παπούτσια, ζώνη, ζαρτιέρες (Gebhard, 1969)

Ο Epstein (1969,1975), μελέτησε τα κυριότερα χαρακτηριστικά των φετιχιστικών αντικειμένων, όπως, λαμπρότητα, υφή, σχήμα και μυρωδιά, εξετάζοντας τις ποιότητες αυτές με όρους ανάπτυξης του φύλου και αντιληπτικής προτίμησης. Υποστήριξε ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση των φετίχ με τη μητέρα καθώς και με άλλα σημαντικά πρόσωπα του ατόμου, ενώ συγχρόνως υπάρχει συσχέτιση με μέρη του σώματος ή με όλο το σώμα και ταυτόχρονα έχουν την ιδιότητα να εφαρμόζονται στο σώμα. Καταλήγοντας, υποστήριξε ότι το φετίχ συμβολίζει την ταυτοποίηση, ή ακόμα και την ενσωμάτωση, με το επιθυμώμενο πρόσωπο και δημιουργείται σε κάποιο κριτικό στάδιο της ανάπτυξης.

Τα επίπεδα του φετιχισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Bancroft (1989), εντόπισε τρεις βασικές κατηγορίες σεξουαλικών ερεθισμάτων στους φετιχιστές. 1. Ένα μέρος του σώματος, 2. Μία άψυχη επέκταση του σώματος, όπως ένα εξάρτημα ενδυμασίας, και 3. Μία πηγή ειδικού ερεθίσματος αφής, όπως η υφή ενός ειδικού υλικού.

Η ταξινόμηση αυτή μοιάζει αρκετά με αυτήν του Krafft-Ebing που περιγράφηκε ένα αιώνα πριν. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν δημοφιλή για τους φετιχιστές το βελούδο και το μετάξι, ενώ στις μέρες μας αυτά έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό με το λάστιχο και το δέρμα. Εκτός από τη διαθεσιμότητα, πολιτισμικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν την επιλογή ενός φετίχ. Τέλος, έχει μελετηθεί ο ρόλος της οσμής του φετίχ, αν και τα περισσότερα θεωρητικά μοντέλα δίνουν έμφαση στη σπουδαιότητα του οπτικού ερεθίσματος για την επιλογή του.

  • Επίπεδα 1, ή μερισμός (Stekel, 1964) περιγράφει μια ήπια προτίμηση για ορισμένα είδη σεξουαλικών συντρόφων, σεξουαλικά ερεθίσματα ή σεξουαλική δραστηριότητα. Όχι ένα αληθινό φετίχ αλλά αντ´ αυτού μια προτίμηση προς το φετιχισμό.
  • Επίπεδα 2, περιγράφει μια χαμηλής έντασης φετιχισμό όπου μια ισχυρότερη προτίμηση σε ορισμένα είδη σεξουαλικών συντρόφων, σεξουαλικά ερεθίσματα ή η σεξουαλική δραστηριότητα είναι εμφανή. Οι κανονικές σεξουαλικές σχέσεις συνεχίζουν, αλλά μπορούν να ενσωματώσουν το αντικείμενο της έλξης σε επίπεδο προκαταρκτικών παιχνιδιών.
  • Επίπεδα 3, ή ο μέτριος φετιχισμός περιγράφει τα συγκεκριμένα ερεθίσματα που είναι απαραίτητα για τη σεξουαλική διέγερση και τη σεξουαλική απόδοση. Με το μέτριο φετιχισμό είναι συνηθισμένο για τον αρσενικό φετιχιστή να επικεντρωθεί στο αντικείμενο με τέτοια προσήλωση ώστε να γίνει το αντικείμενο το κύριο χαρακτηριστικό του σεξουαλικών ενδιαφέροντος και της δραστηριότητας του (Caprio, 1967 Flugel, 1930, αναφορά στον Rossi, 1990). Ο Menninger, στον Rossi (1990), θεώρησε το ασυνείδητο ικανό να αντικαταστήσει τα διάφορα μέρη του σώματος αντί για τα γεννητικά όργανα. Ως εκ τούτου τα άτομα ερεθίζονται σεξουαλικά και τελικά ικανοποιούνται από ένα χάιδεμα στο πόδια, στα δάχτυλα, στις κάλτσες ή στα παπούτσια.
  • Επιλογή 4, ή φετιχισμός υψηλού επιπέδου (Gebhartt, 1994) περιέγραψε ότι τα συγκεκριμένα ερεθίσματα παίρνουν τη θέση του σεξουαλικού συντρόφου.

Αιτιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σεξουαλικές συμπεριφορές συμπεριλαμβανομένων των προτιμήσεων είναι εν μέρει που ελέγχεται από τους βιολογικούς παράγοντες και ο φετιχισμός φαίνεται να είναι ένα προϊόν και της Ιστορίας αλλά και της Φύσης. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία ικανοποιητική εξήγηση γιατί ο φετιχισμός είναι πιο κοινός μεταξύ των θηλυκών αρσενικών. Όπως πολλές παραφιλίες ή ασυνήθιστες ερωτικές κλίσεις, η αιτία παραμένει άγνωστη αν και υπάρχουν πολλές θεωρίες:

Οι ψυχαναλυτές έχουν τη θεωρία ότι ένα άτομο με παραφιλία επαναλαμβάνει ή επανέρχεται σε μια σεξουαλική συνήθεια που προέκυψε νωρίτερα στη ζωή του. Θεωρούν ότι αφορά συνήθως την πρώιμη παιδική ηλικία, η όποια έχει να κάνει με έναν ψυχολογικό ή ψυχοσεξουαλικό παράγοντα. Ορισμένα άτομα ανακαλύπτουν την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση για να αντιμετωπίζουν το άγχος. Η μνήμη σταθεροποιείται έως ότου μετατραπεί σε επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά.

Ο Φρόυντ ήταν ο πρώτος που επέμεινε με τις σεξουαλικές θεωρίες του για τα μικρά αγόρια ότι μπορεί όταν μεγαλώσουν να τα ξεχάσουν όλα αυτά αλλά δεν θα σταματήσουν ποτέ εξ ολοκλήρου. Θα κατασταλούν αλλά θα είναι σε λανθάνουσα μορφή για να επιστρέψουν όποτε υπάρξει μια σοβαρή απειλή που φαντάστηκαν ή είναι πραγματική μέσα στη δύσκολα κερδισμένη ανδροπρέπεια του ανθρώπινου μυαλού. Τα παπούτσια, σύμφωνα με Φρόυντ, θα προκαλέσουν αυτή τη στιγμή όταν το νέο αγόρι κοιτάξει τη φούστα της μητέρας του. Οι φεμινιστικοί φιλόσοφοι αμφισβητούν τη φροϋδική προσέγγιση ως φαλλοκεντρική και θεωρούν ότι ο φετιχισμός είναι ταξινομημένος ως διαστροφή επειδή αναστατώνει τη φαλλοκετρική ή τη "βασισμένη στο πέος" σεξουαλική διαταραχή.

Οι "Συμπεριφοριστές"(Behaviourists), απ’ την άλλη, συνδέουν την παραφιλία με την έναρξη μιας διαδικασίας, π.χ. τα μη-σεξουαλικά αντικείμενα μπορούν να συνδεθούν με την έντονη σεξουαλική ευχαρίστηση και εάν γίνεται αρκετά συχνά μπορούν να οδηγήσουν στο πρόσωπο τελικά να προτιμήσει αυτές τις καταστάσεις από την κανονική σεξουαλική επαφή.

Η βιβλιογραφία αναφέρει πολλές περιπτώσεις, όπου ο πλήρης οργασμός ή η εκσπερμάτωση είναι ελλιπής έως ότου πραγματοποιείται η λατρεία των ποδιών. Δεν υπάρχει, εντούτοις, κανένα στοιχείο για παράγοντες που έχουν να κάνουν με τη φυσιολογία ή την κληρονομικότητα. Μια πρόσφατη έρευνα θα έδειχνε μια πιθανή σύνδεση με συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου, όπως για παράδειγμα είναι η επιληψία. Πολλοί ψυχολόγοι σήμερα θεωρούν ότι οι φροϋδικές θεωρίες έχουν λίγη επιστημονική ισχύ και τοποθετούν περισσότερη βάση στους νευρολογικούς παράγοντες. Η υψηλότερη συχνότητα στο αντρικό φύλο είναι περισσότερο πιθανή που οφείλεται σε ορμονικές ή αιτίες της θεωρίας της εξέλιξης. Μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία είναι έλξη στα μέρη του σώματος, όπως τα πόδια, ίσως λόγω της Βιολογίας. Τα αντικείμενα λατρείας απεικονίζουν το γόνιμο θηλυκό φύλο και αυτά μπορούν να μιμηθούν ή να τύχουν υπερβολής από τη γενική μόδα που κυριαρχεί, όπως για παράδειγμα τα καλτσόν και τα παπούτσια.

Σύμφωνα με τους Brame, Brame & Jacobs (1996) οι πιο πολύ από τους φετιχιστές που ρωτήθηκαν και απαρίθμησαν το φετιχισμό ποδιών σαν ενδιαφέρον, είχαν μια ερωτική εμπειρία με τα πόδια στην παιδική τους ηλικία, π.χ. παιχνίδι κοντά σε πόδια ενηλίκων με ευχάριστο συναίσθημα, χρησιμοποίηση των παπουτσιών των γονιών ως παιχνίδια, γαργάλημα η παιχνίδια από έναν γονέα ή από άλλο παιδί. Οι περισσότεροι από εκείνους που πέρασαν από συνέντευξη αναγνώρισαν ότι έχουν προϋπάρχουσες επιθυμίες ή έλξη σε αυτά. Οι φετιχιστές ανέφεραν την προσέλκυση στις συγκεκριμένες μορφές παπουτσιών - μερικών μη διαθέσιμων κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας τους - και οδήγησε τους ερευνητές να δουν ότι η ακριβής πηγή ενθουσιασμού μπορεί να είναι επιρρεπής στην αλλαγή. Οι αιτίες του φετιχισμού είναι εντούτοις πιθανό να είναι σύνθετες ή τουλάχιστον να εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Οποιαδήποτε κι αν είναι η αιτία, οι παραφιλικοί σπάνια αναζητούν τη θεραπεία και σε πολλές περιπτώσεις το άτομο έχει τέτοια απέραντη ευχαρίστηση απ’ αυτό που κάνει που θα ήταν αδιανόητο να "θεραπευτεί" απ’ αυτό.

Σεξουαλικός φετιχισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεδομένου ότι η επιστήμη της σεξολογίας αναπτύχθηκε από το δέκατο ένατο αιώνα, ο όρος φετίχ συνδέθηκε σταθερά με το φύλο και την έλξη ορισμένων τμημάτων του θηλυκού σώματος, ή συγκεκριμένα μέρη της θηλυκής ενδυμασίας. Τα παραδείγματα των μερών σωμάτων, που προσελκύουν το φετιχιστή, περιλαμβάνουν πόδια, μαλλιά, γλουτούς, και στήθη και τα αντικείμενα περιλαμβάνουν: γάντια, εσώρουχα, δέρμα, στηθόδεσμους, κτλ.

Ψυχοπαθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως με τις άλλες σεξουαλικές διαταραχές ο όρος "φετιχισμός" αφορά ένα φάσμα σκέψεων και συμπεριφορών που κυμαίνονται από το φυσιολογικό έως το ανώμαλο. Οι γνώσεις όμως για το πρότυπο της φυσιολογικής συμπεριφοράς είναι εξαιρετικά περιορισμένες, και χωρίς ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με τη φυσιολογικότητα είναι πράγματι αδύνατον να ορισθεί το "παρεκκλίνον" ή "ανώμαλο".

Διαγνωστικά κριτήρια Τόσο το ICD-10 (International Classification of Diseases 10) της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (1988), όσο και το DSM-IV (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρίας (1994), περιλαμβάνουν τον φετιχισμό σαν ξεχωριστή υποκατηγορία. Το ICD-10 τον περιλαμβάνει στις "διαταραχές σεξουαλικής προτίμησης", ενώ το DSM-IV τον περιλαμβάνει στις "παραφιλίες". Και τα δύο ταξινομητικά συστήματα ορίζουν τον φετιχισμό σαν τη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από τη χρήση ή εμμονή σε αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σαν ερεθίσματα με σκοπό τη σεξουαλική διέγερση και την ευχαρίστηση. Το ICD-10 δηλώνει ότι η διαταραχή θα πρέπει να διαγνωστεί μόνο εάν το φετιχιστικό αντικείμενο είναι η πλέον σημαντική πηγή ευχαρίστησης, και οι φετιχιστικές φαντασιώσεις παρεμβαίνουν στη φυσιολογική σεξουαλική πράξη σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκαλείται στο άτομο σημαντική δυσφορία.

Τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV για το φετιχισμό είναι:

  1. Για πάνω από 6 μήνες, επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, επιθυμίες, ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν τη χρήση αντικειμένων (π.χ. γυναικεία εσώρουχα).
  2. Οι σεξουαλικές αυτές φαντασιώσεις, επιθυμίες και συμπεριφορές προκαλούν σημαντική κλινική δυσφορία ή διαταραχή στην κοινωνική, εργασιακή, ή άλλη σημαντική περιοχή της λειτουργικότητας.
  3. Τα φετιχιστικά αντικείμενα δεν περιορίζονται μόνο σε είδη γυναικείων ρούχων (όπως στον μετενδυματικό φετιχισμό) ή σε αντικείμενα σχεδιασμένα με σκοπό τη γεννητική ευχαρίστηση (π.χ. δονητής).

Το DSM-IV ορίζει χωριστή κατηγορία για τη μεροφιλία (partialism) στις "παραφιλίες μη-προσδιοριζόμενες αλλιώς", ενώ το ICD-10 αν και δεν την ορίζει, δίνει τη δυνατότητα να καταταχθεί στις "άλλες διαταραχές σεξουαλικής προτίμησης".

Ερευνητές έχουν προτείνει τη θεώρηση της μεροφιλίας σαν φετιχισμό, αφενός γιατί έχουν κοινό υπόβαθρο και αφετέρου γιατί ο διαχωρισμός τους μειώνει σημαντικά το πεδίο της έννοιας του φετιχισμού (Bancroft, 1989). Η "νεκροφιλία", η "ζωοφιλία", η "κοπροφιλία" και η "ουροφιλία" κατατάσσονται επίσης στις ίδιες κατηγορίες, αν και κάποιοι θεωρητικοί προτείνουν την κατάταξή τους στον φετιχισμό (Stoller, 1986).

Ψυχαναλυτικές θεωρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις ψυχαναλυτικές υποθέσεις η αναπαράσταση του φετίχ έχει έναν κεντρικό ρόλο. Ο Φρόυντ (1905/1962), δήλωσε ότι η επιλογή του φετίχ προσδιορίζεται από τραυματικές εμπειρίες της παιδικής περιόδου. Ανέπτυξε την έννοια του "άγχους ευνουχισμού", υποθέτοντας ότι το φετιχιστικό αντικείμενο αναπαριστά το πέος που προστατεύει τον άνδρα από το φόβο του ευνουχισμού. Ο Nagler (1957), συνοψίζοντας τις ψυχαναλυτικές απόψεις σχετικά με τον φετιχισμό, τόνισε ότι ο φετιχιστής είναι ένα άτομο που προσπαθεί να ξεπεράσει τη χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα αισθήματα ανικανότητας μέσα από τη χρήση ενός άψυχου αντικειμένου, του φετίχ.

Συμπεριφορικές θεωρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θεωρίες αυτές προτείνουν ότι το σύστημα κλασσικής εξαρτημένης μάθησης μπορεί να επηρεαστεί από ποικίλα ερεθίσματα τα οποία μοιάζουν συνήθως με κάποια χαρακτηριστικά του δυνητικού συντρόφου. Στην περίπτωση του φετιχιστή η σεξουαλική απάντηση είναι εξαρτημένη με ένα ασυνήθιστο ερέθισμα, όπως, παπούτσι, τσάντα, ή πόδι. Η σεξουαλική αυτή έλξη καταλήγει να γίνει ισχυρότερη από την έλξη για τη σύντροφο.

Συγκεκριμένα, στο πείραμα του Rachman (1966), φωτογραφίες με γυναικείες μπότες που δεν προκαλούσαν αρχικά σεξουαλική διέγερση, αφού συδυάστηκαν επανηλημμένα με φωτογραφίες γυμνών γυναικών (μη-εξαρτημένο ερέθισμα) προκάλεσαν τελικά σεξουαλική διέγερση όταν ξαναπαρουσιάστηκαν μόνες (εξαρτημένη απάντηση). Η απάντηση αυτή έτεινε να μειώνεται όταν συνεχιζόταν η επίδειξη μόνο φωτογραφιών με μπότες. Υπενθυμίζεται ότι σημαντικοί ενισχυτικοί παράγοντες για τη διατήρηση τέτοιων φαινομένων είναι ο αυνανισμός και ο οργασμός.

Διαγνωστικά κριτήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τόσο το ICD-10 της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (1988), όσο και το DSM-IV της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρίας (1994), περιλαμβάνουν τον φετιχισμό σαν ξεχωριστή κατηγορία. Και τα δύο ταξινομητικά συστήματα ορίζουν τον φετιχισμό σαν τη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από τη χρήση ή εμμονή σε αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σαν ερεθίσματα με σκοπό τη σεξουαλική διέγερση και την ευχαρίστηση.

Τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV για το φετιχισμό είναι:

  1. Για πάνω από έξι μήνες, επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, επιθυμίες, ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν τη χρήση αντικειμένων (π.χ. γυναικεία εσώρουχα).
  2. Οι σεξουαλικές αυτές φαντασιώσεις, επιθυμίες και συμπεριφορές προκαλούν σημαντική κλινική δυσφορία ή διαταραχή στην κοινωνική, εργασιακή, ή άλλη σημαντική περιοχή της λειτουργικότητας.
  3. Τα φετιχιστικά αντικείμενα δεν περιορίζονται μόνο σε είδη γυναικείων ρούχων (όπως στον παρενδυσιακό φετιχισμό) ή σε αντικείμενα σχεδιασμένα με σκοπό τη γεννητική ευχαρίστηση (π χ. δονητής).

Άλλες ψυχολογικές απόψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάπτυξη της σεξουαλικότητας χωρίς αμφιβολία επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Η Money (1980, 1984), στήριξε το θεωρητικό της μοντέλο στις έννοιες των προτύπων, που ονόμασε "lovemaps". Μίλησε για "σχήματα εμφυτευμένα στο μυαλό μας" τα οποία δεν ολοκληρώνονται κατά τη γέννηση αλλά απαιτούν διαρκή τροφοδότηση από το περιβάλλον. Οι ''Φρόυντ & Blanchard (1993), υποστήριξαν ότι, στους παραφιλικούς γενικά, αλλά και στους φετιχιστές ειδικότερα, υπάρχουν κάποια αναπτυξιακά λάθη στην εντόπιση του σεξουαλικού στόχου. Τα λάθη αυτά στους φετιχιστές οδηγούν σε προσανατολισμό προς μη-ουσιαστικά χαρακτηριστικά του επιθυμώμενου αντικειμένου, για παράδειγμα προς το εσώρουχο της γυναίκας αντί της ίδιας της γυναίκας.

Στις ψυχαναλυτικές υποθέσεις η αναπαράσταση του φετίχ έχει έναν κεντρικό ρόλο.

Ο Φρόυντ 1905/1962), δήλωσε ότι η επιλογή του φετίχ προσδιορίζεται από τραυματικές εμπειρίες της παιδικής περιόδου. Ανέπτυξε την έννοια του "άγχους ευνουχισμού", υποθέτοντας ότι το φετιχιστικό αντικείμενο αναπαριστά το πέος που προστατεύει τον άνδρα από το φόβο του ευνουχισμού. Ο Nagler (1957), συνοψίζοντας τις ψυχαναλυτικές απόψεις σχετικά με τον φετιχισμό, τόνισε ότι ο φετιχιστής είναι ένα άτομο που προσπαθεί να ξεπεράσει τη χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα αισθήματα ανικανότητας μέσα από τη χρήση ενός άψυχου αντικειμένου, του φετίχ. Ο Zavitsianos (1971), προχωρώντας πέρα από τις απόψεις αυτές, περιγράφοντας μία ασθενή, υπέθεσε ότι το φετίχ λειτουργούσε σαν μεταβατικό αντικείμενο με σκοπό να διατηρηθεί η αίσθηση της ταυτότητας του εγώ. Stoller (1979), είδε τη φετιχιστική πράξη σαν έναν θρίαμβο έναντι κάποιου πρώιμου τραύματος.

Θεωρίες κοινωνικής μάθησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποιοι ερευνητές έχουν κατορθώσει, μέσω της κλασσικής εξαρτημένης μάθησης, να αναπτύξουν την ικανότητα σε φυσιολογικούς άνδρες να έχουν στύση, ως απάντηση σε ένα ασυνήθιστο αντικείμενο. Η απάντηση όμως αυτή έδειξε ότι ελαττώνεται σύντομα με το χρόνο, γεγονός που υποδεικνύει ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι σε θέση να δικαιολογήσει τη δια βίου πορεία του φετιχισμού.

Η ανάπτυξη του φετιχισμού μπορεί εν μέρει να κατανοηθεί μέσα από το πλαίσιο εμπειριών στο οποίο το άτομο απορρίπτεται από τους άλλους στη διάρκεια καταστάσεων σεξουαλικής έντασης. Ο La Torrre (1980), προσπάθησε να δείξει την ανάπτυξη φετιχιστικής απάντησης σε ένα πείραμα στο οποίο 60 άνδρες εκτέθηκαν σε φωτογραφίες γυναικών που, όπως τους ειπώθηκε, θα μπορούσαν να είναι μελλοντικές σύντροφοι. Στους 30 άνδρες ανακοινώθηκε ότι είχαν απορριφθεί από τις γυναίκες αυτές, ενώ στους στους άλλους 30 ότι επιλέχτηκαν. Κατόπιν, ζητήθηκε από όλους να βαθμολογήσουν την έλξη που ένοιωθαν για την κάθε μία γυναίκα, καταρχήν για το σύνολό της, κατόπιν για τα μέρη της (π.χ. πόδι), και και τέλος για τα συνοδά αντικείμενα της γυναίκας. Οι άνδρες στους οποίους δηλώθηκε ότι είχαν απορριφθεί βαθμολόγησαν ολόκληρη τη γυναίκα ως λιγότερο ελκυστική, τα δε μέρη του σώματός της παρόμοια με τη βαθμολόγηση των ανδρών που τους δηλώθηκε ότι είχαν επιλεγεί.

Η έρευνα αυτή δημιουργεί ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με το ρόλο της αυτοπεποίθησης, των προηγούμενων εμπειριών, και της αντίληψης της ανασφάλειας, στην ανάπτυξη φετιχιστικής φαντασίωσης και συμπεριφοράς. Εξετάζοντας επίσης θέματα κοινωνικής μάθησης βρέθηκε ότι, άνδρες στην προεφηβική και εφηβική ηλικία είναι πιο ευάλωτοι στο να συνδυάζουν τη σεξουαλική λειτουργία με "σύμβολα" (Gebhard, 1969) Ethology Ο Wilson (1987), συνοψίζοντας τα ethological μοντέλα για την ανάπτυξη του φετιχισμού εξέτασε το ρόλο του ενστίκτου στην συμπεριφορά ανθρώπων και ζώων. Υποστήριξε ότι η σεξουαλική ορμή ενέχεται στη διατήρηση των γονιδίων και ότι οι στρατηγικές συμπεριφοράς που εξυπηρετούν τα σεξουαλικά ένστικτα είναι αρκετά ισχυρές και διακατέχονται από άκαμπτα συναισθήματα που είναι βαθειά ριζωμένα σε κάποια "αρχαία" κομμάτια του εγκεφάλου. Ταυτοποίησε τους δύο κύριους μηχανισμούς ενστίκτων που ενέχονται, διευκρινίζοντας αρχικά το ρόλο των πρωταρχικών μηχανισμών σύμφωνα με τους οποίους ο οργανισμός αντιδρά σε σεξουαλικά ερεθίσματα, ακόμα και όταν είναι απομονωμένος από το αντίθετο φύλο. Κατόπιν, διευκρίνισε το ρόλο της εγγραφής (imprinting), έναν τύπο ειδικής μάθησης στη διάρκεια μιας κριτικής περιόδου της ανάπτυξης, ο οποίος καθορίζει τον τύπο της σεξουαλικής διέγερσης στη μετέπειτα ζωή. Αυτό πιθανότατα σχετίζεται με το οπτικό ερέθισμα στο οποίο εκτίθεται το ζώο στη διάρκεια μιας κριτικής περιόδου κατά την παιδική ηλικία.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, στην περίπτωση του φετιχισμού ο μηχανισμός εγγραφής οδηγεί σε μία λανθασμένη εντόπιση του σεξουαλικού αντικειμένου. Κοινωνιοβιολογικές απόψεις Οι Wilson (1987) και Epstein (1987), δίνοντας έμφαση στους κοινωνιοβιολογικούς παράγοντες συμπέραναν ότι, φετιχιστική συμπεριφορά παρατηρείται και στα ανώτερα θηλαστικά, πιθανόν αναπαριστά μία υψηλής βαθμίδας συμπεριφορική απάντηση-διέγερση που έχει την έδρα του στην κροταφολιμπική περιοχή, ο δε μηχανισμός της έχει πιθανόν γενετικό υπόβαθρο. Επιπλέον, μη-σεξουαλικά ένστικτα, όπως ένα ισχυρό ενδιαφέρον για εξωτερικά αντικείμενα, παίζουν πιθανόν σημαντικό ρόλο στο μηχανισμό δημιουργίας της. Καθαρά κοινωνικοί ή πολιτισμικοί παράγοντες μπορεί επίσης να επηρεάσουν τη γένεσή της, όπως για παράδειγμα η Κινέζικη κουλτούρα η οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε ειδικά σημεία του σώματος (Wise, 1985).

Βιολογικά ευρήματα και υποθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμες αναφορές περιστατικών προσπάθησαν να συνδέσουν την εγκεφαλική δυσλειτουργία με την ανάπτυξη φετιχισμού. Για παράδειγμα, αναφέρθηκε περιστατικό με φετίχ τις παραμάνες, οι οποίες αρχικά ασκούσαν αγχολυτική δράση και αργότερα σεξουαλική διέγερση. Αριστερή κροταφική λοβεκτομή είχε σαν αποτέλεσμα την υποχώρηση της παρέκκλισης (Mitchell et al, 1954). Παρόμοια, περιστατικό με όγκο αριστερού κροταφικού λοβού εμφάνισε φετιχισμό (Ball, 1968). Κάποιο άλλο περιστατικό εμφάνισε υπερσεξουαλισμό και φετιχισμό με εστίαση στα πόδια μετά την ανάπτυξη σκλήρυνσης κατά πλάκας. Ο ασθενής παρουσίαζε σύνδρομο μετωπιαίου φλοιού και διάχυτη εγκεφαλική βλάβη με κυριότερη εντόπιση στις κροταφικές περιοχές (Huws et al, 1991). Αναφέρθηκε επίσης ανάπτυξη φετιχισμού σε άτομο με κρανιοεγκεφαλική βλάβη και έντονα παθολογικό εγκεφαλογράφημα (Pandita-Gunawardena, 1990). Πάντως, είναι αρκετά πρώιμο να δεχθούμε ότι εγκεφαλικές δυσλειτουργίες μπορεί να είναι αποκλειστική αιτία ανάπτυξης φετιχισμού. Για το λόγο αυτό, περισσότερες έρευνες θα πρέπει να εστιασθούν στην οργανική διερεύνηση των ατόμων αυτών (Mason, 1997).

Κλινικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Chalkley και Powell (1983), μελέτησαν 48 φετιχιστές και βρήκαν ότι χρησιμοποιούσαν ποικίλα αντικείμενα, όπως, ρούχα, μαλακά υλικά, παπούτσια, δερμάτινα ή λαστιχένια εξαρτήματα, με ποικίλους τρόπους, όπως, χαϊδεύοντας, γλείφοντας, τρίβοντας, καίγοντας, κόβοντας, κοιτάζοντας ή παρακολουθώντας κάποιον άλλον να τα χρησιμοποιεί. Συγκεκριμένα βρήκαν ότι το 58% χρησιμοποιούσε σαν φετίχ ρούχα, το 23% λαστιχένια ή πλαστικά εξαρτήματα, το 15% υποδήματα, και το 15% μέρη του σώματος, με κύρια προτίμηση το πόδι. Επίσης, το 35% είχαν ένα φετίχ, και το 45% τρία ή περισσότερα φετίχ. Πέραν του φετιχισμού, οι 16 είχαν μία επιπλέον, και οι 13, δύο επιπλέον ψυχιατρικές διαγνώσεις.

Οι Gosselin και Wilson (1980), μελέτησαν 125 φετιχιστές, συγκρίνοντάς τους με φυσιολογικούς, σαδομαζοχιστές, και μετενδυματικούς. Βρήκαν ότι οι φετιχιστές παρουσίαζαν σημαντική αλληλεπικάλυψη του φαντασιακού υλικού με τους σαδομαζοχιστές, υψηλότερα σκορ στις παραμέτρους "εσωστρέφεια" και "συναισθηματικότητα" στο ερωτηματολόγιο προσωπικότητας Εysenck, καθώς και χαμηλότερη συχνότητα αναφοράς της μητέρας τους σαν "καλή γυναίκα".

Ο McConaghy (1993), παρατήρησε στους φετιχιστές ότι υπήρχε ισχυρό ενδιαφέρον για το φετιχιστικό αντικείμενο από παιδικής ηλικίας, και ότι το ενδιαφέρον μετατρέπεται σε σεξουαλική διέγερση κατά την εφηβεία. Σε δείγμα φετιχιστών που προέρχονταν από θεραπευτικό κέντρο βρέθηκε συνυπάρχουσα διάγνωση παιδοφιλίας, μαζοχισμού και μετενδυματικού φετιχισμού σε ποσοστά 41%, 33% και 33% αντίστοιχα. Επίσης βρέθηκε ότι η συνύπαρξη φετιχισμού σε παιδόφιλους ήταν 22%, σε ηδονοβλεψίες 15%, σε άτομα με τηλεφωνική σκατολογία 25%, με δημόσιο αυνανισμό 18%, και ζωοφιλία 33% (Abel & Osborn, 1992).

Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο ο φετιχιστής να κλέβει το φετίχ που προτιμά. Βρέθηκε ότι, το 25% των φετιχιστών προβαίνει σε αυτή την πράξη (Chackley & Powell, 1983). Υπάρχουν όμως και περιστατικά βιαιότερων εγκλημάτων. Παρατηρήθηκαν φόνοι με κεντρικό σημείο το φετιχιστικό αντικείμενο. Οι Snow & Bluestone (1969), μελετώντας τα περιστατικά αυτά υπέθεσαν ότι ο φετιχισμός είναι μία άμυνα απέναντι στην επιθυμία του φετιχιστή να σκοτώσει ή να βλάψει. Η άποψη όμως που επικρατεί είναι ότι ο φετιχισμός από μόνος του δεν συνδέεται με τη βία, αλλά απαιτείται η συνύπαρξη κάποιας ψυχιατρικής διαταραχής για να εμφανιστεί (Langevin, 1983).

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως με όλες τις σεξουαλικές διαταραχές δεν υπάρχουν σαφή επιδημιολογικά στοιχεία για τον φετιχισμό. Είναι ευρέως γνωστό όμως, ότι, ο παθολογικός φετιχισμός είναι σπάνιος. Βρέθηκε ότι, μόνο 0,8% των ψυχιατρικών ασθενών που παρακολουθούνταν επί μία 20ετία ήταν φετιχιστές (Chalkley & Powell, 1983). Οι Gosselin & Wilson (1980), αντίθετα, βρήκαν ότι φετιχιστικές φαντασιώσεις υπήρχαν στο 60% περίπου του δείγματος των παραφιλικών και στο 18% των φυσιολογικών. Τα αντιτιθέμενα αυτά αποτελέσματα, εκτός των άλλων, υποδηλώνουν ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό των φετιχιστών ζητούν θεραπεία.

Ο φετιχισμός είναι σημαντικά πιο συχνός στους άνδρες. Η επικράτηση αυτή θεωρήθηκε ότι οφείλεται στην οπτική φύση του φετιχισμού και στην υψηλότερη ευαισθησία των ανδρών στα οπτικά ερεθίσματα (Gosselin & Wilson, 1980). Ο Flor-Henry (1987) ενοχοποιεί τη διαφορετική λεκτική και γνωσιακή λειτουργικότητα στους άνδρες, σε σχέση με τις γυναίκες, γεγονός που οφείλεται στο διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης και τρόπο πλαγίωσης του εγκεφάλου κατά την εμβρυική ηλικία, λόγω της διαφορετικής έκθεσης στην τεστοστερόνη.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Valerie Steele, Fetish: Fashion, Sex, and Power, Oxford University Press, 1995. ISBN 0-19-509044-6
  • Bender K J 1998 New prescription for paraphilia Psychiatric Times 15:4
  • Block B Chapter 5 The Erotic Foot Foot Talk
  • Brame GG, Brame WD & Jacobs J (1996) Different loving: the world of sexual dominance and submission London:Arrow
  • Caprio FS 1967 Variations in sexual behaviour New York: Citadel Press
  • Diagnostic and Statistical Manual of Medical Disorders (DSM) American Psychiatric Association
  • Ellis A & Arabanel A 1961 The encyclopaedia of sexual behaviour (Vol I &II) New York: Hawthorn Books
  • Ellis Η 1936 The Psychology of Sex (Vol I & II) New York: Random House
  • Footage Frame Up Films, New Zealand
  • Flugel JC 1930 The psychology of clothes London: International Universities Press
  • Freud S 1927 In Standard Edition Vol 21 London: Hogarth Press 1961 1490-157
  • Gebhardt PH 1994 Fetishism and sadomasochism In Gammon L & Makinen M Female fetishism: a new look London: Lawrence & Wishart p 38
  • Gianni AJ, Colapietro G Slaby A Melemis SM Bowman RK 1998 Sexualization of the female foot as a response to sexually transmitted epidemics: a preliminary study Psychological Reports 83 491-498
  • Haeberle E J 1983 The birth of sexology: a brief history in documents
  • John Willie's Bizarre Verlag GmbH: Benedikt Taschen 1996
  • Kafka M P 1996 Therapy of sexual impulsivity: the paraphilias and paraphilia-related disorders Psychiatric Times 13:6
  • Kaplan L 1991 Female perversions: the temptations of Emma Bovary New York: Doubleday
  • Krafft-Ebing R 1965 Psychopathia sexualis New York: Putman's Sons
  • Menninger KA 1961 The human mind New York: Alfred A Knopt
  • Meyer J 1994 Scott Fitzgerald New York: Harper Collins 12-14
  • Nersessian F 1998 A cat as fetish: a contribution to the theory of fetishism Inter Journal Psychoanal 79:4 713-725
  • Richards K R 1996 Ladies of fashionleasure, perversion or paraphilia Inter Journal Physchoanalysis 77 337-351
  • RossiWA1990 Foot and shoe fetishism : part one Journal of Current Podiatric Medicine 39:9 9-23
  • RossiWA1990 Foot and shoe fetishism : part two Journal of Current Podiatric Medicine 39:10 16-20
  • Steele V 1996 Fetish: fashion, sex and power New York: Oxford University Press
  • Stekel W 1964 Sexual aberrations New York: Grove Press
  • Thompson B Soft core London: Cassell
  • Wedeck Η E (ed) 1963 Pictorial History of Morals New York Philosophihical Library
  • Weinberg MS Williams CJ Calhan C 1994 Homosexual foot fetishism Archives of Sexual Behaviour 23:6 611-626
  • Wise TN, Fagan PJ, Schmidt CW, Ponticas Y, Costa PY. 1991 Personality and sexual functioning of transvestitic fetishists and other paraphilics Journal of Nervous and Mental Disease 179:11 694-698