Σύστημα εμπίστων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Σύστημα τράστυ)

Το σύστημα εμπίστων (trusty system) ήταν ένα αυστηρό σύστημα πειθαρχίας και ασφάλειας που ήταν υποχρεωτικό σύμφωνα με τη νομοθεσία της πολιτείας του Μισισίπι στις ΗΠΑ (αλλά χρησιμοποιήθηκε επίσης και σε άλλες πολιτείες, όπως το Αρκάνσας, την Αλαμπάμα, τη Λουιζιάνα, και το Τέξας) ως μέθοδος ελέγχου και εκμετάλλευσης των φυλακισμένων στο Αναμορφωτήριο της Πολιτείας του Μισισιπή (Mississippi State Penitentiary) στο Πάρτσμαν (Parchman), τη μοναδική φυλακή του Μισισιπή. Ήταν σχεδιασμένο για να αντικαταστήσει την ενοικίαση καταδίκων. Με αυτό το σύστημα επιλεγμένοι κατάδικοι χρησιμοποιούνταν από τους φύλακες για να πραγματοποιούν σωματικές τιμωρίες σε άλλους καταδίκους σύμφωνα με μια αυστηρή ιεραρχία δύναμης που έθετε η φυλακή.[1] Η δικαστική περίπτωση Γκαίητς κατά Κόλιερ (Gates v. Collier Prison Reform Case, 1970–1971) έβαλε τέλος στην κατάφωρη κακοποίηση των φυλακισμένων με το σύστημα εμπίστων, μαζί με άλλες αδικίες που ουσιαστικά συνεχίζονταν στη φυλακή απαράλλαχτες από τότε που χτίστηκε η φυλακή το 1903 στο Μισισιπή. Άλλες πολιτείες που επίσης χρησιμοποιούσαν το σύστημα εμπίστων αναγκάστηκαν να το καταργήσουν με αυτή τη δικαστική απόφαση.[2]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φάρμα Πάρτσμαν, όπως ονομαζόταν αρχικά η φυλακή, χτίστηκε το 1903 στο πλούσιο έδαφος του Δέλτα του Μισισιπή. Λόγω της νομοθεσίας του Μισισιπή, η φυλακή έπρεπε να καλύπτει όχι μόνο τα έξοδά της αλλά να βγάζει και κέρδος για την πολιτεία. Πρακτικά αυτό σήμαινε πως η πολιτεία χρησιμοποιούσε τη φυλακή ως κερδοσκοπική επιχείρηση, με εργάτες που δεν πληρώνονταν. Αυτό έκανε ζημιά στις κανονικές επιχειρήσεις, οι οποίες έπρεπε να πληρώνουν τους εργαζομένους τους κανονικά. Ο διευθυντής της φυλακής είχε απόλυτη εξουσία μέσα στη φυλακή και δεν ελέγχονταν από κανέναν. Οι πρακτικές της φυλακής έμειναν αναλλοίωτες από το 1903 μέχρι που η εκδίκαση της υπόθεσης Γκαίητς κατά Κόλιερ την εξανάγκασε να αλλάξει. Το 1911 οι Τάιμς της Νέας Υόρκης έγραψαν ένα άρθρο που εξυμνούσε το σύστημα φυλακών του Μισισιπή για την κερδοσκοπική του προσέγγιση όσον αφορά τη κάθειρξη.[3] Η φυλακή είχε σχεδόν 64,75 τετραγωνικά χιλιόμετρα καλλιεργήσιμης γης και καλλιεργούσε φυτά υψηλής κερδοφορίας (cash crops) όπως βαμβάκι, αλλά ασχολιόταν και με εκτροφή ζώων. Παρόλο που ο πληθυσμός της φυλακής ήταν περίπου 1.900 κατάδικοι (τα δύο τρίτα αυτών ήταν μαύροι και υπό καθεστώς φυλετικού διαχωρισμού), σύμφωνα με τη νομοθεσία η φυλακή επιτρεπόταν να έχει μόνο ένα μέγιστο αριθμό 150 υπαλλήλων, με προφανή στόχο να συγκρατείται το κόστος. Έτσι οι δουλειές στη φάρμα γίνονταν από τους φυλακισμένους. Το κύριο μέρος της φύλαξης και της πειθάρχισης των φυλακισμένων γινόταν από τους έμπιστους φυλακισμένους. Επίσης έκαναν και τις περισσότερες διαχειριστικές εργασίες, επιβλεπόμενοι από λίγους μόνο υπαλλήλους. Έτσι οι έμπιστοι κατάδικοι ήταν αυτοί που ουσιαστικά έλεγχαν τους υπόλοιπους.[1] Ουσιαστικά οι έμπιστοι λειτουργούσαν όλο το σύστημα της φυλακής.[4]

Ψηλότερα στη ιεραρχία των φυλακισμένων ήταν αυτοί που ήταν οπλισμένοι με καραμπίνες, οι οποίοι ονομάζονταν «έμπιστοι σκοπευτές». Ο ρόλος τους ήταν να δουλεύουν ως φύλακες και να κρατούν τους άλλους φυλακισμένους υπό έλεγχο καθημερινά, και μέσα στη φυλακή αλλά και έξω εν ώρα εργασιών. Επόμενοι στην ιεραρχία ήταν οι άοπλοι έμπιστοι που εκτελούσαν χρέη θυρωρού ή έκαναν άλλες υπαλληλικές και ταπεινές εργασίες για τους κανονικούς εργαζομένους της φυλακής. Τις πιο απλές δουλειές, όπως τη διανομή φαρμάκων, τις έκαναν κατάδικοι άλλων κατηγοριών – π.χ. τα λεγόμενα «παιδιά του θαλάμου» (hallboys). Οι έμπιστοι διατηρούσαν την πειθαρχία μέσα στα καταλύματα των υπόλοιπων φυλακισμένων (τα οποία βρίσκονταν μέσα σε δεκάξι διαφορετικούς στρατώνες) αλλά και στους στρατώνες εργασίας και τις φάρμες. Μαζί με τις τιμωρίες που επέβαλλαν στους στρατώνες, οι έμπιστοι κατάδικοι μπορούσαν επίσης να εισηγηθούν περισσότερες ποινές σε μια ειδική περιοχή για ανυπάκουους ή ενοχλητικούς φυλακισμένους.[5]

Σύμφωνα με τον δικηγόρο Ρόι Άμπερ, που είχε αναλάβει πολλές δικαστικές περιπτώσεις της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) εναντίον του συστήματος των εμπίστων, πολλούς φυλακισμένους τους έδερναν με δερμάτινα μαστίγια αν δεν μάζευαν όσο βαμβάκι τους είχαν αναθέσει κάθε μέρα. Οι στρατώνες της φάρμας όπου ζούσαν οι μαύροι κατάδικοι διευθύνονταν από έναν λευκό αρχιφύλακα, ενώ κάτω απ' αυτόν στην ιεραρχία βρίσκονταν μαύροι «έμπιστοι σκοπευτές», οι οποίοι είχαν μπει φυλακή για δολοφονίες, που ήταν οπλισμένοι με καραμπίνες και διατηρούσαν την πειθαρχία.[6]

Κατάργηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση Γκαίητς κατά Κόλιερ (Δικαστική Υπόθεση Αναθεώρησης των Φυλακών Γκαίητς κατά Κόλιερ, 1970–1971) έβαλε τέλος στη σκανδαλώδη κακομεταχείριση των καταδίκων με το σύστημα των εμπίστων, αλλά και σε άλλες αδικίες που συνεχίζονταν ουσιαστικά ακλόνητες από το έτος ίδρυσης της φυλακής, το 1903.[7][2] Στις 20 Οκτωβρίου 1972 ο ομοσπονδιακός δικαστής Ουίλιαμ Κίηντι διέταξε το τέλος του φυλετικού διαχωρισμού στη φυλακή. Επίσης απαίτησε την αντικατάσταση των οπλισμένων εμπίστων με πολιτικό προσωπικό ασφαλείας.[8][9]

Έτσι καταργήθηκε κάθε σύστημα όπου οι φυλακισμένοι επιτρεπόταν να έχουν εξουσία ή έλεγχο επί άλλων φυλακισμένων, ή να κάνουν χρήση φυσικής βίας ή άλλου είδους κακομεταχείρισης εναντίον άλλων καταδίκων.[10][11] Επίσης βρήκε ότι ορισμένα είδη θανατικής ποινής καταπατούσαν τα δικαιώματα των καταδίκων που απεργάζονταν από την Όγδοη Τροπολογία, συμπεριλαμβανομένης της «χειραπέδισης των φυλακισμένων στο φράχτη για μεγάλες χρονικές περιόδους, ... και τον εξαναγκασμό τους να στέκονται, να κάθονται, ή να ξαπλώνουν πάνω σε καφάσια, κούτσουρα, ή με άλλο τρόπο να διατηρούν άβολες στάσεις για πολύ ώρα».[12]

Η δομή και οι αδικίες της φυλακής περιγράφτηκαν λεπτομερώς στη δικαστική υπόθεση Χόουπ κατά Πέλζερ (Hope v. Pelzer), στην οποία ένας πρώην κατάδικος μήνυσε τον επιστάτη της φυλακής για το τραύμα που υπέστη λόγω του συστήματος των εμπίστων.[1]

Άλλες πολιτείες των ΗΠΑ που χρησιμοποιούσαν το σύστημα των εμπίστων, όπως το Αρκάνσας,[13] η Αλαμπάμα, η Λουιζιάνα, και το Τέξας επίσης αναγκάστηκαν να το καταργήσουν έπειτα από το πέρας της εκδίκασης της υπόθεσης Γκέϊτς κατά Κόλιερ.[12]

Άλλα σχετικά άρθρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Bogard v. Cook». American Civil Liberties Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2007. 
  2. 2,0 2,1 Taylor, p. 1
  3. «Penitentiary farm pays and makes money (αναμορφωτική φάρμα πληρώνει και βγάζει λεφτά)». The New York Times. 1911. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2007. 
  4. Sol Chaneles (Σολ Κάνελες) (1985). «Prisons and Prisoners: Historical Documents – The Trusty System (Φυλακές και φυλακισμένοι: ιστορικά έγγραφα – το σύστημα των εμπίστων». Εκδόσεις Haworth Press. σελίδες pp 160–163. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2007. CS1 maint: Extra text (link)
  5. «Η Φάρμα Πάρτσμαν και το μαρτύριο της δικαιοσύνης τύπου Τζιμ Κρόου». Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2006. 
  6. Τζανίν Ρόμπεν (2007). «Μαθήματα από τη Φάρμα Πάρτσμαν». Δικηγορικός Σύλλογος του Όρεγκον. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2007. 
  7. «Reform and Regret: The Story of Federal Judicial Involvement in the Alabama». Oxford University Press. σελίδες p. 43. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2007. CS1 maint: Extra text (link)
  8. Christopher P. Lehman. «Mississippi's Incredible Month: The Demise of the Sovereignty Commission and of Unprofessional Leadership at the Mississippi State Penitentiary, November 1973» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 20 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2007. 
  9. Ted Giolia. «Work Songs». σελίδες p. 201. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2007. CS1 maint: Extra text (link)
  10. Richard L. Abel. «The Law and Society Reader». New York University Press. σελ. p. 261. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2007. CS1 maint: Extra text (link)
  11. «Segregation in the United States – National Issues». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2007. 
  12. 12,0 12,1 «Correction Law Report» (PDF). New York State Commission of Correction. 2002. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 22 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2007.  Unknown parameter |month= ignored (βοήθεια)
  13. «The Shame of the Prisons (Cumins Prison Farm – Arkansas)». Time Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2007. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Taylor, William Banks (1999). Down on Parchman Farm. Ohio State University Press. σελίδες 255 pages. ISBN 0814250238. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]