Κατακόμβες του Αγίου Σεβαστιανού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°51′20.74″N 12°30′59.33″E / 41.8557611°N 12.5164806°E / 41.8557611; 12.5164806

Κατακόμβες του Αγ. Σεβαστιανού
Catacombe di San Sebastiano
Χάρτης
Είδοςκατακόμβες
Αρχιτεκτονικήπαλαιοχριστιανική τέχνη και αρχιτεκτονική
ΔιεύθυνσηVia Appia Antica, 134 - Roma[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°51′21″N 12°30′59″E
Διοικητική υπαγωγήΡώμη
ΧώραΙταλία
Προστασίαιταλικό πολιτισμικό αγαθό[1]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα
Οι κατακόμβες του Αγ. Σεβαστιανού.

Οι Κατακόμβες του Αγίου Σεβαστιανού (ιταλικά: Catacombe di San Sebastiano) είναι υπόγειο κοιμητήριο στη Ρώμη, που βρίσκεται κατά μήκος της Βία Απία Αντίκα, στην Συνοικία Aρντεατίνο. Οι κατακόμβες αποτελούν έναν από τους ελάχιστα χριστιανικούς τόπους ταφής, που ήταν πάντα προσβάσιμοι. Ο πρώτος από τους τέσσερις πρώτους ορόφους έχει πλέον καταστραφεί εντελώς.

Το τοπωνύμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαιότητα οι κατακόμβες ήταν απλά γνωστές με το όνομα catacumbas, ένας ελληνικός όρος που αποτελείται από τις λέξεις κατά και καμπή, που στην κυριολεξία σημαίνει «προς την κοιλότητα». Στην πραγματικότητα κατά μήκος της Αππίας Οδού, κοντά στο κοιμητήριο, ένα εμφανές βαθούλωμα στο έδαφος είναι ορατό ακόμη και τώρα. Επιπλέον, πριν χρησιμοποιηθεί ως ταφικός χώρος, η περιοχή καταλαμβάνονταν από ορυχεία ποζολάνης, τώρα τοποθετημένα περίπου 10 μέτρα επάνω από το επίπεδο της Βασιλικής του Σαν Σεμπαστιάνο εκτός των τοιχών: αυτά τα ορυχεία δημιούργησαν ένα παγανιστικό νεκροταφείο, το οποίο μετά χρησιμοποίησαν οι Χριστιανοί. Η λέξη κατακόμβη, μέσω μίας διαδικασίας γενίκευσης και αφομοίωσης του όρου, χρησιμοποιήθηκε σταδιακά για να προσδιορίσει όλους τους χώρους υπόγειας ταφής, που έπειτα ονομάστηκαν απλά κατακόμβες.

Το υπόγειο νεκροταφείο, που ονομάζεται ντι Σαν Σεμπαστιάνο από τον Πρώιμο Μεσαίωνα, ήταν γνωστό από τον 3ο αι. ως μνημείο των Αποστόλων (memoria Αpostolorum), τοπωνύμιο που αναφέρεται στην παρουσία στην κατακόμβη, για κάποιο χρονικό διάστημα, των λειψάνων των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Πράγματι το έργο Χρονογραφία (Depositio Martyrum) (μέσα 4ου αι.), στις 29 Ιουνίου, μιλά για την ανακομιδή του Πέτρου στις κατακόμβες και του Παύλου στην Οδό προς την Όστια (Via Ostiensis)'. Το Μαρτυρολόγιο του Ιερωνύμου (Martyrologium Hieronymianum, 5ος αι.), την ίδια ημερομηνία, αναφέρει την ανακομιδή του Πέτρου στο Βατικανό, του Παύλου στη Via Ostiensis και "των δύο στις κατακόμβες, επί υπατείας Τούσκου και Βάσου" (utrumque in catacumbas, Tusco et Basso consulibus, δηλαδή το 258).

Οι μάρτυρες του κοιμητηρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν την παρουσία τριών μαρτύρων στο κοιμητήριο στην Αππία Οδό: των Σεβαστιανού, Κουϊρίνου και Ευτυχίου. Τα ονόματα των μαρτύρων αναφέρονται σε έναν κατάλογο του 7ου αι., που ονομάζεται Notula oleorum, ενώ τα δρομολόγια (κατάλογος αποστάσεων) του Πρώιμου Μεσαίωνα για τους προσκυνητές δεν αναφέρουν τον Ευτύχιο, επειδή ο τάφος του ήταν δύσκολα προσβάσιμος.

Όσον αφορά τον Σεβαστιανό, το Depositio Martyrum θυμάται τον θάνατό του και τον ενταφιασμό του στις κατακόμβες στις 20 Ιανουαρίου. Λίγα είναι γνωστά για αυτόν: ο Άγιος Αμβρόσιος (τέλος του 5ου αι.) λέει ότι γεννήθηκε στο Μιλάνο και υπέστη μαρτύριο στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού. Το Passio του 5ου αι. αναφέρει ότι ήταν στρατιώτης από τη Ναρβόννα της Γαλατίας, γεννημένος από οικογένεια από το Μιλάνο και ότι πέθανε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού. Το λείψανό του βρισκόταν στην κατακόμβη μέχρι τον 9ο αι., στη συνέχεια μεταφέρθηκε εντός των τειχών της πόλης και τώρα φυλάσσεται ξανά στην Αππία Οδό, στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Σεβαστιανού στη βασιλική επάνω από το κοιμητήριο.

Ο Κουιρίνος (Quirinus) ήταν επίσκοπος της Sescia (νυν Σίσακ Κροατίας), στην Παννονία, του οποίου το λείψανο μεταφέρθηκε στη Ρώμη από προσκυνητές από εκείνη την περιοχή μεταξύ 4ου και 5ου αι.

Τίποτε δεν είναι γνωστό για τον Ευτύχιο εκτός από τον τάφο του, που ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που έγιναν τον 20ο αι. σε μία εύθρυπτη περιοχή των κατακομβών. Ένα ποίημα αφιερωμένο σε αυτόν, του πάπα Δαμάσου Α΄, εκτίθεται τώρα στην είσοδο της βασιλικής.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρη στις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 19ου και κατά τον 20ό αι. κατέστη δυνατή η αναδημιουργία της τοπογραφικής και αρχιτεκτονικής ιστορίας της περιοχής - που αποτελείται από τρία επίπεδα γαλαριών- στις οποίες βρίσκονται οι κατακόμβες.

Η περιοχή ήταν κάποτε ορυχείο ποζολάνης. Εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 2ου αι. και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους ως τόπος ειδωλολατρικής ταφής: έχουν ανακαλυφθεί απλοί τάφοι για σκλάβους και ελεύθερους, καθώς και μνημειώδεις τάφοι, ιδιαίτερα στη λεγόμενη μικρή πλατεία (piazola), ένα κυκλικός χώρος που ήταν ανοιχτό ορυχείο, στου οποίου τους τείχους άνοιξαν τρία μαυσωλεία. Η παρουσία σε αυτά τα μαυσωλεία -και ιδιαίτερα στο λεγόμενο Μαυσωλείο των Αθώων (Mausoleum Innocentiores)- τυπικά χριστιανικών εικονογραφιών, όπως η άγκυρα και οι ιχθύες, υποδηλώνει ότι τα μαυσωλεία χρησιμοποιήθηκαν, σε μεταγενέστερο στάδιο, επίσης για την ταφή των Χριστιανών. Δίπλα στη μικρή πλατεία, ξεκίνησε αυτή την περίοδο η ανασκαφή των στοών του νεκροταφείου.

Γύρω στα μισά του 3ου αι. γέμισε ολόκληρη η μικρή πλατεία, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ανάχωμα σε ανώτερο επίπεδο. Τρία μνημεία έχουν αποκαλυφθεί σε αυτό το επίπεδο: η λεγόμενη triclia, μία σκεπαστή στοά που χρησιμοποιείτο για δεξιώσεις, στους τοίχους της οποίας εμφανίζονται περισσότερα από 600 γκράφιτι με επικλήσεις στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο· ένα μαρμάρινο επικαλυμμένο μικρό ιερό (aedicule) που, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ήταν το μέρος όπου φυλάσσοντο τα λείψανα των δύο Αποστόλων κατά την περίοδο που μεταφέρθηκαν σε κατακόμβες· και ένα σκεπαστό δωμάτιο με ένα πηγάδι για να αντλείται νερό. Η μεταφορά των λειψάνων των Αποστόλων στο Σαν Σεμπαστιάνο στα μέσα του 3ου αι. και η μετεγκατάστασή τους στις πρώτες θέσεις στις αρχές του 4ου αι. εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ ερευνητών και αρχαιολόγων.

Τέλος, στο πρώτο μισό του 4ου αι. και αυτοί οι χώροι καταχώθηκαν, προκειμένου να κτιστεί το ανάχωμα επάνω στο οποίο ανεγέρθηκε η Κωνσταντίνεια βασιλική.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα στο δεξιό κλίτος της πρώην βασιλικής -ανοικοδομήθηκε το 1933 επάνω σε αρχαία θεμέλια- είναι δυνατόν να δείτε στα αριστερά τις καμάρες, που συνδέονται με το μεσαίο κλίτος (nave) του σημερινού ναού, που κτίστηκαν τον 13ο αι. και το εξωτερικό της αψίδας του παρεκκλησίου των Λειψάνων. Εδώ συγκεντρώθηκαν μερικές σαρκοφάγοι, ολόκληρες και τμήματα αυτών (κυρίως χρονολογούνται από τον 4ο αι.), που ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές.

Μία σκάλα οδηγεί στις σήραγγες, με αρκετά δωμάτια. Εδώ, οι ζωγραφιές του θαλάμου του Ιωνά, που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αι. και που απεικονίζουν τέσσερις σκηνές της ζωής του προφήτη, είναι αρκετά εξαιρετικές. Η αναπαλαιωμένη Κρύπτη του Αγίου Σεβαστιανού στεγάζει έναν βωμό, που αντικαθιστά έναν προηγούμενο (από τον οποίο υπάρχουν ακόμη ίχνη της βάσης του) και την προτομή του Αγίου Σεβαστιανού που αποδίδεται στον Τζ. Λ. Μπερνίνι. Αμέσως μετά υπάρχει ένα άπλωμα, κάτω από το οποίο βρίσκεται μία κοιλότητα ψαμμίτη, που ίσως προκάλεσε το όνομα ad catacumbas, που δόθηκε σε αυτό το κοιμητήριο και στη συνέχεια επεκτάθηκε στα άλλα.

Κατά την άνοδο τρία μαυσωλεία, που χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 2ου αι., επαναχρησιμοποιήθηκαν αργότερα.

  • Το πρώτο στα δεξιά είναι εξωτερικά διακοσμημένο με πίνακες ζωγραφικής (γεύματα κηδειών και η θεραπεία του δαιμονισμένου Γερασινού) και εξακολουθεί να φέρει επιγραφή με το όνομα του ιδιοκτήτη, Marcus Clodius Hermes. Το εσωτερικό στεγάζει τάφους και ζωγραφιές και δείχνουν θόλο διακοσμημένο με το κεφάλι ενός γοργόνειου.
  • Το δεύτερο, που ονομάζεται Μαυσωλείο των Αθώων και αναφέρεται στον Σύλλογο κηδειών στον οποίο ανήκε, έχει θόλο διακοσμημένο με εκλεπτυσμένα γύψινα. Μερικές εσοχές δείχνουν επιγραφές με ελληνικούς χαρακτήρες, αλλά γραμμένες στα λατινικά, καθώς και ένα γκράφιτο με τα αρχικά ΙΧΘΥΣ που σημαίνει "Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ".
  • Αριστερά υπάρχει το Μαυσωλείο της Τσάπας (Adze), από το εργαλείο που απεικονίζεται στο εξωτερικό. H διακόσμησή του αποτελείται από βλαστούς αμπέλου, που φυτρώνουν από κανθάρους τοποθετημένους σε ψεύτικους κίονες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • De Santis L. - Biamonte G., Le catacombe di Roma, Newton & Compton Editori, Ρώμη 1997
  • Ferrua A., La basilica e la catacomba di S. Sebastiano, Vatican City 1990
  • Guarducci M., Pietro e Paolo sulla via Appia e la tomba di Pietro in Vaticano, Βατικανό 1983
  • Mancini G., Scavi sotto la basilica di S. Sebastiano sull'Appia, in Notizie degli Scavi di Antichità, Ρώμη 1923, σελ. 3–79