Ιωάννης Κολοκοτρώνης (Ντασκούλιας)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης (Ντασκούλιας) ήταν οπλαρχηγός ο οποίος έδρασε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, στην Μολδοβλαχία και στην Πελοπόννησο.

Μια γενιά με μακρά πολεμική παράδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης (Ντασκούλιας) ή Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, μέλος της ομώνυμης οικογένειας κλεφταρματολών και καπεταναίων της Πελοποννήσου, οι ρίζες της οποίας και η ενασχόληση της με τα πολεμικά πράγματα («με τα άρματα»), ξεκινούν από τους Έλληνες Στρατιώτες του Μεσαίωνα (Estradioti, Stratioti, Στρατιώτες κλπ).[1] Οι οποίοι συγκροτούσαν τμήματα ελαφρού ιππικού, εξαιρετικά αποτελεσματικά, σκληροτράχηλα και σχεδόν ακατανίκητα στη μάχη,  τα οποία μάχονταν αρχικά στην υπηρεσία του Βυζαντίου και στην συνέχεια για λογαριασμό των Βενετών ή των βασιλέων και λοιπών ηγεμόνων της Ευρώπης. Ενώ συμμετείχαν ανελλιπώς, σε όλα τα επαναστατικά κινήματα της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Αποτελώντας τον φόβο και τον τρόμο των Οθωμανών κατακτητών σε τακτικό επίπεδο, καθώς ακολουθούσαν αντίστοιχες τακτικές μάχης τέλεια προσαρμοσμένες στον αντίπαλο, που επιπροσθέτως τον γνώριζαν καλά, με αποτέλεσμα να μπορούν να τους αντιμετωπίσουν σε ανοιχτό πεδίο μόνο βασιζόμενοι στην συντριπτική αριθμητική τους υπεροχή. Με μια τέτοια οικογενειακή παράδοση  ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, (Ντασκούλιας), ο οποίος ήταν εξάδελφος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη του σημαντικότερου στρατιωτικού ηγέτη που ανέδειξε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβηκε τον Προύθο (22 Φεβρουαρίου 1821), υπηρετούσε δίπλα στον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο (Βόδα). Μόλις ο Υψηλάντης μπήκε στο Ιάσιο, ο Μιχαήλ Βόδας τον υποδέχθηκε σαν απελευθερωτή και έσπευσε, μαζί με όλη την φρουρά του,  να ενωθεί μαζί του.  Την εποχή εκείνη το στρατιωτικό σώμα που διοικούσε ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης αποτελούνταν από διακόσιους εβδομήντα πέντε μάχιμους άνδρες. Οι οποίοι θα συσσωματώνονταν στον αρχικό πυρήνα του υπό σύσταση ακόμα επαναστατικού στρατού του Υψηλάντη, προσφέροντας από την πρώτη στιγμή πολύτιμες υπηρεσίες και σημαντικές νίκες στην υπόθεση της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Τις οποίες θα άφηναν πίσω τους ως ιερές παρακαταθήκες στην ενότητα, την συναδέλφωση και την μελλοντική ένωση όλων των βαλκανικών λαών. Ενώ η συνολική τους παρουσία, συμβολή και πορεία στον αγώνα, δεν θα αργούσε να ξεπεράσει τα όρια της ιστορίας και να αγγίξει εκείνα του θρύλου.

Από την φρουρά του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Βόδα, στον υπό συγκρότηση επαναστατικό στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσχώρηση του Ιωάννη Κολοκοτρώνη στον στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ήταν ένα ευπρόσδεκτο δώρο για τον γενικό αρχηγό του απελευθερωτικού αγώνα. Καθώς το πολεμικό του σχέδιο προέβλεπε, πως στις στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν ήδη προπαρασκευασθεί, οι οποίες αποτελούνταν από τα προ πολλού συγκροτημένα ένοπλα σώματα των επιμέρους οπλαρχηγών, Ελλήνων και Ρουμάνων (Γεωργάκη Ολύμπιου, Σάββα Καμινάρη, Ιωάννη Φαρμάκη και Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου), που θα συμμετείχαν στον αγώνα. Και τα οποία αποτέλεσαν την πρώτη συγκροτημένη δύναμη στην οποία στηριζόταν ο γενικός αρχηγός. Θα ερχόταν στην συνέχεια να προστεθεί, ο στρατός που θα συγκροτούνταν στο Ιάσιο, αποτελούμενος κυρίως από τους Έλληνες οι οποίοι βρίσκονταν τότε στη Μολδαβία. Αυτό το νεοσυσταθέν σώμα θα αποτελούσε το κατεξοχήν σώμα του αρχηγού του αγώνα, για την στελέχωση του οποίου με τους κατάλληλους αξιωματικούς είχε μεριμνήσει ήδη ο ίδιος.  Για την στρατολογία δεν υπήρχε το παραμικρότερο πρόβλημα, καθώς ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχαήλ Βόδας, είχε αποδεχθεί την επανάσταση με μεγάλο ενθουσιασμό και βαθιά συγκίνηση. Το υπό σύσταση σώμα  όμως, ως απειροπόλεμο είχε ανάγκη από κάποιο χρόνο προετοιμασίας, όσο κι’ αν οι περιστάσεις πίεζαν. Μα και γι’ αυτό θα εύρισκε όλες τις απαραίτητες λύσεις ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, που στην πορεία του αγώνα θα αποδεικνυόταν πραγματικός δεξιοτέχνης στην κατανομή των μικρών σχετικά δυνάμεών του. Παρά τις συνεχείς προδοσίες, απιστίες, αστοχίες και αποσχίσεις που παρατηρήθηκαν στην πορεία από ασυνείδητα και τυχοδιωκτικά στοιχεία που είχαν παρεισφρήσει στις γραμμές των επαναστατών. Για όλους τους παραπάνω λόγους, μόλις άρχισε να συγκροτείται ο στρατός του Υψηλάντη, ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης ανήλθε τάχιστα στον βαθμό του χιλίαρχου. Αυξάνοντας έτσι την δύναμη των ανδρών του σε χίλιους. Και χάρη στις αναμφισβήτητες ηγετικές και στρατιωτικές του ικανότητες το αριθμητικά ενισχυμένο σώμα του, θα αποδεικνύονταν άμεσα ως ένα από τα εκλεκτότερα, αποτελεσματικότερα και πλέον αξιόμαχα τμήματα του επαναστατικού στρατού. Μια ιδέα, άλλωστε, για την πολεμική, μαχητική και στρατηγική αξία του ηγέτη του, μας δίνει το προσωνύμιό του, το οποίο στα τούρκικα σημαίνει «αυτός που ανατρέπει τις οχυρώσεις, τις “κούλιες” ή, ακόμη πιο σωστά, τους πύργους, τις “κούλες”».

Η μάχη της μονής του Αγίου Γεωργίου στο Νοσέτι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την κλιμάκωση των πολεμικών ενεργειών εκατέρωθεν και την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων και συγκρούσεων, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλε τους Ιωάννη Κολοκοτρώνη, Σαχίνη και Γεώργιο Σφήκα επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης στο μοναστήρι στο Νοσέτι, θέση νευραλγική και με μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς βρισκόταν σε απόσταση μόλις ενός τετάρτου της ώρας από το Δομνέστι. Επειδή ο αρχηγός είχε ήδη πληροφορηθεί τα τουρκικά σχέδια, και έσπευσε με αυτό τον τρόπο να ασφαλίσει το κύριο σώμα του στρατού του. Όπως, σύντομα, θα αποδεικνυόταν, είχε δίκιο και στις δύο επιλογές του. Στις 27 Μαΐου 1821 ο Κεχαγιάμπεης Χατζή Καρά Αχμέτ επικεφαλής δυο ισχυρών σωμάτων ιππικού, τα οποία αποτελούνταν όχι μόνο από Τούρκους ιππείς, αλλά και από φυγάδες Κοζάκους του Ζαπορόζιε προσέγγισε τη θέση. Προσβάλλοντας αρχικά, με ένα από τα δυο αυτά σώματα, ένα απόσπασμα των ελληνικών δυνάμεων που διοικούσε ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, το οποίο ήταν τοποθετημένο στη μονή του Νοτσέτι. Το απόσπασμα αυτό διοικούμενο από τον εκατόνταρχο Σαχίνη και τον Γεώργιο Σφήκα, αντιστάθηκε αποτελεσματικά. Μέχρι που κατέφθασε ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης με την χιλιαρχία του και υποχρέωσε το τουρκικό ιππικό να υποχωρήσει. Φροντίζοντας ταυτόχρονα, να ειδοποιήσει τον γενικό αρχηγό για την κρισιμότητα της κατάστασης, καθώς το Δομνέστι βρισκόταν πάνω στην οδό που οδηγούσε από το Βουκουρέστι στο Τυργκόβιστε, με τις τουρκικές δυνάμεις υπό τον Κεχαγιάμπεη να είναι στρατοπεδευμένες εκεί κοντά, γεγονός που γεννούσε δικαιολογημένες ανησυχίες, καθώς έπρεπε ανά πάσα στιγμή να αναμένεται νέα και, ενδεχομένως, μεγαλύτερη τουρκική επίθεση. Ο Υψηλάντης που βρισκόταν τότε με το κύριο εκστρατευτικό επαναστατικό σώμα στο Τυργκόβιστε, απέστειλε αμέσως σημαντικές  ενισχύσεις στον Κολοκοτρώνη, ώστε να κρατηθεί με κάθε θυσία αυτή η πολύ σημαντική θέση. Οι ενισχύσεις αυτές αποτελούνταν από το σώμα του Γεράσιμου Ορφανού, ένα σώμα εκατό Σέρβων επαναστατών, κάτω από την διοίκηση ενός ομοεθνούς τους Αρχιμανδρίτη και τον Κωνσταντίνο Δούκα επικεφαλής ενός πολύ καλού σώματος τετρακοσίων ιππέων Βουλγάρων και Ελλήνων.

Το Τυργκόβιστε απείχε από το Νοτσέτι, τέσσερις ώρες. Ο Ορφανός και ο Σέρβος Αρχιμανδρίτης έσπευσαν, νύχτα, και κατόρθωσαν να φτάσουν στη μονή έγκαιρα. Την επόμενη μέρα, όπως πολύ σωστά είχε προβλέψει ο Κολοκοτρώνης, και συνεκτιμήσει ορθότατα ο έγκαιρα ειδοποιημένος Υψηλάντης, έγινε νέα τουρκική επίθεση με ισχυρότερες δυνάμεις. Αλλά και ο Κολοκοτρώνης, χάρη στις ενισχύσεις που είχαν φθάσει, είχε προβεί σε όλους τους απαιτούμενους σχεδιασμούς και τις απαιτούμενες ενέργειες. Γιατί, διαθέτοντας την απαιτούμενη στρατιωτική εμπειρία, αλλά και έμφυτη στρατηγικότητα, όντας γόνος μιας οικογένειας με μακρότατη παράδοση αγώνων ενάντια στους τύραννους κατακτητές, γνώριζε πολύ καλά πως έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Φρόντισε, λοιπόν, να μην τοποθετήσει όλες του τις δυνάμεις μέσα στη μονή. Αλλά με τον κύριο όγκο τους να περιμένει τους Τούρκους μέσα στο πυκνό δάσος που περιέβαλε την μονή. Η μάχη άρχισε ενώ δεν είχε καλά-καλά φέξει ακόμα. Μόλις το τουρκικό ιππικό κινήθηκε κατά της μονής. Τότε οι κρυμμένοι στο δάσος με τον Κολοκοτρώνη, τον Ορφανό και τον Σέρβο Αρχιμανδρίτη εφόρμησαν εναντίον τους. Ενώ δεν άργησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους και οι οχυρωμένοι στη μονή με τον Σαχίνη και τον Σφήκα. Ανατρέποντας τις θέσεις των Τούρκων, τρέποντάς τους σε φυγή και καταδιώκοντάς τους πέρα από το Δομνέστι. Η καταδίωξη σταμάτησε, μετά από πρόταση του Ορφανού, μόλις άρχισε να νυχτώνει κι’ ενώ δεν είχε φανεί ακόμη το σώμα του Δούκα.[σημ. 1] Με τους νικητές να επιστρέφουν κατάκοποι, μετά από αγώνα δυο ημερών, αλλά θριαμβευτές, στη μονή. Γεγονός, που μας αναγκάζει εύλογα να υποθέτουμε, πως παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό των Τούρκων, η μάχη πρέπει να ήταν πεισματική και να κράτησε, ολόκληρη σχεδόν, την ημέρα. 

Η εσπευσμένη αναχώρηση του επαναστατικού στρατοπέδου στο Πιτέστι και η επανένωση των επαναστατικών δυνάμεων στο Ρίμνικο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για κακή τύχη του επαναστατικού αγώνα, που πλέον είχε φουντώσει και στην νότια Βαλκανική (Πελοπόννησο, Στερεά, νησιά του Αιγαίου Πελάγους και αλλού), αλλά και της κοινής υπόθεσης όλων των βαλκανικών λαών απέναντι στον ξένο δυνάστη που βρισκόταν μεν εδώ και αιώνες σε κάμψη, αλλά υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και περιστάσεις απολάμβανε την υποστήριξη και την συμπαράσταση του συνόλου της συνασπισμένης ευρωπαϊκής αντίδρασης με κάθε ευκαιρία. Η σημαντικότατη τακτική νίκη των αγωνιστών της μονής στο Νοτσέτι, δεν κατέστη δυνατόν να μετατραπεί σε στρατηγική νίκη από τον γενικό αρχηγό της επανάστασης Αλέξανδρο Υψηλάντη. Γεγονός, που θα ανέτρεπε άρδην την μέχρι τότε αμφίρροπη και ρευστή κατάσταση, δίνοντας στον γενικό αρχηγό συντριπτικό πλεονέκτημα και πρωτοβουλία κινήσεων. Η εξέλιξη, αντιθέτως, υπήρξε τελείως αρνητική και εξολοκλήρου μη αναμενόμενη. Καθώς ο φαφλατάς και φυγόμαχος Δούκας, για να δικαιολογήσει την φυγομαχία του στον Υψηλάντη του ανακοίνωσε ψευδώς ότι οι αμυνόμενοι ηρωικά στο Ντοτσέτι αγωνιστές τάχα καταστράφηκαν. Η ψευδής και κακοηθέστατη είδηση δεν άργησε να μαθευτεί στο στρατόπεδο των επαναστατών, δημιουργώντας έντονη ανησυχία στους μαχητές, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούσαν να παραμένουν απειροπόλεμοι. Ο Υψηλάντης, με ψευδή πληροφόρηση, σκόπιμα παραπλανημένος, και προ του κινδύνου το επαναστατικό στρατόπεδο να διαλυθεί εν ριπή οφθαλμού στα εξ ων συνετέθη, θέλοντας και μη, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το στρατόπεδο στο Τυργκόβιστε και να κατευθυνθεί εσπευσμένα στο Πιτέστι. Όπου και θα έφθανε, τελικά, μετά από μεγάλες περιπέτειες, αλλά με το στρατόπεδο σε άθλια κατάσταση. Εκεί θα διαχωριζόταν, για μια ακόμη φορά η ήρα από το σιτάρι. Με τον ανάξιο Δούκα να αποχωρεί και να αλλάζει τελικά στρατόπεδο. Και τον μαρτυρικό γενικό αρχηγό να αναλαμβάνει και πάλι σύντονες προσπάθειες για την διατήρηση και την ανασυγκρότηση του επαναστατικού στρατοπέδου με τα λίγα εναπομείναντα πλέον μέσα, αλλά με πολύ αξιόλογα αποτελέσματα. Διατηρώντας ακόμη βάσιμες ελπίδες, για μια θετικότερη εξέλιξη της πορείας των πραγμάτων στο άμεσα ορατό μέλλον. Αφού χάρη στον ορεινό χαρακτήρα της Μικρής Βλαχίας, ο στρατός των επαναστατών δεν είχε ακόμη απολέσει εξ ολοκλήρου το αρχικό του τακτικό πλεονέκτημα.  

Στο μεταξύ οι αγωνιστές της μονής του Νοτσέτι και του Δομνέστι, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, τον Ορφανό και τον Σέρβο Αρχιμανδρίτη, αντιλαμβανόμενοι πως έχουν μείνει μόνοι και μην θέλοντας να διακινδυνεύσουν - καθώς οι συνθήκες έμοιαζαν να έχουν μεταβληθεί, αλλά οι ίδιοι αγνοούσαν τι ακριβώς είχε συμβεί - μια νέα κατά μέτωπο αναμέτρηση με πολύ ισχυρότερες αυτή τη φορά εχθρικές δυνάμεις, αποφάσισαν να κατέβουν στο Κιμπολούγκι. Αγνοώντας που βρίσκεται ο κύριος όγκος του επαναστατικού στρατού και το πώς θα συναντηθούν και θα επανενωθούν μαζί του. Στην πορεία, έμαθαν για την διαταγή του Υψηλάντη προς όλα τα ακροβολισμένα επαναστατικά σώματα των Πανδούρων, Ελλήνων και Βουλγάρων, που ήταν και τα πιο εμπειροπόλεμα - καθώς η κατανομή δυνάμεων που είχε κάνει ο γενικός αρχηγός, θέλοντας πρώτα να προετοιμάσει κατάλληλα τα απειροπόλεμα σώματα του στρατού του, και μετά να τα εμπλέξει σε μάχη, ήταν εξαιρετική και πολύ συνετή - να συγκεντρωθούν και να συμπτυχθούν στο Ρίμνικο. Όπως και έπραξαν, συνοδευόμενοι και από τον Γρυπάρη που μέχρι τότε βρισκόταν στην Κρίτσεμα Δομνιάσκα. Μόνο τότε θα πληροφορούνταν, επιτέλους, ο γενικός αρχηγός την αλήθεια. Παρά ταύτα, τίποτα δεν είχε ακόμη οριστικά κριθεί. Αφού το επαναστατικό στρατόπεδο, εξακολουθούσε να υπάρχει και σύντομα θα άρχιζε να ανασυντάσσεται. Χάρη στο ακατάβλητο κουράγιο, τις σύντονες πρωτοβουλίες και τις άοκνες προσπάθειες του γενικού αρχηγού. Του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Οδεύοντας προς το Δραγατσάνι και την αθανασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα κρινόταν τελικά στο Δραγατσάνι, λόγω κυρίως της ακαταλληλότητας, της ξεροκεφαλιάς και της απειθαρχίας κάποιων υποτιθέμενων «στελεχών» και ηγητόρων του επαναστατικού στρατού, όπως το παράδειγμα που προαναφέραμε, προσώπων πέρα για πέρα αναξιόπιστων, ανεπαρκών και ακατάλληλων (δειλών, μέθυσων, πλιατσικολόγων κλπ). Την κατάσταση δεν θα έσωζε, ούτε η γεμάτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία εμπλοκή στη μάχη του Δραγατσανίου των μαχητών του Ιερού Λόχου, που αποτελούνταν κυρίως από απειροπόλεμους φοιτητές και σπουδαστές στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η οποία, όμως, υπήρξε άκαιρη, βεβιασμένη και για μια ακόμη φορά ενάντια στις εντολές και τις οδηγίες του γενικού αρχηγού, ο οποίος δεν ήταν καν παρόν. Ενώ για μια ακόμη φορά, πληροφορήθηκε εκ των υστέρων τα καθέκαστα. Ακόμη κι’ έτσι όμως, η θυσία του ανθού της ελληνικής νεότητας δεν θα πήγαινε ολότελα χαμένη. Αφού με τον ηρωικό θάνατό τους δεν θα επιβεβαίωναν απλώς, αυτό είναι το λιγότερο, την ορθότητα των σχεδίων του γενικού αρχηγού, σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο, ο οποίος μέχρι τότε τους είχε διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού. Γνωρίζοντας ο ίδιος άριστα, πότε και πως θα τους αξιοποιούσε προς όφελος του κοινού αγώνα. Αλλά και της Ελλάδας, που έτσι κι’ από τόσο νωρίς θα αποκτούσε τον πρώτο, πραγματικά αξιόμαχο, τακτικό στρατό της νεότερης ιστορίας της. Έναν στρατό διανοουμένων και ποιητών. Δικαιώνοντας και πραγματώνοντας τα σχέδια και τους οραματισμούς του Ρήγα στο ακέραιο. Αφού στη θέση του ενός, που έπεσε πρόμαχος του αγώνα, θα ξεπετάγονταν πεντακόσιοι. Για να ακολουθήσουν έπειτα χιλιάδες επί χιλιάδων. Αλλά θα διατυμπάνιζαν ως τα πέρατα της Υφηλίου την ιερότητα του αγώνα, για τον οποίο οι μισοί σχεδόν έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Μα και κάτι ακόμα, που είναι το κυριότερο όλων, πως τόσο το βαλκανικό, όσο και το ελληνικό ζήτημα, είναι κατεξοχήν ένα ευρωπαϊκό ζήτημα.

Μετά την ήττα στο Δραγατσάνι και την καταστροφή του επαναστατικού στρατοπέδου. Ο γενικός αρχηγός, «έχοντας» και μη έχοντας στ’ αλήθεια ποτέ ο ίδιος ηττηθεί, θα ακολουθούσε την οδό του προσωπικού του μαρτυρίου. Θα κατέφευγε αρχικά στην Αυστρία, σκοπεύοντας στη συνέχεια να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα. Το όνειρό του θα το πραγματοποιούσε στη θέση του, ο μικρότερος αδελφός του Δημήτριος Υψηλάντης. Ο οποίος θα συμπολεμούσε με έναν άλλο Κολοκοτρώνη αυτή την φορά. Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον «Γέρο του Μωριά».  Ο ίδιος εμποδίστηκε και σ’ αυτό, καθώς με εντολή του Μέτερνιχ συνελήφθη και κλείστηκε μαζί με τους λίγους έμπιστους ακολούθους του στο φρούριο του Μούγκατς. Όπου και θα παρέμενε μέχρι την αποφυλάκισή του το 1827, μετά από παρέμβαση του τσάρου. Φαίνεται, πως ο «σιδερένιος» καγκελάριος και βασικός εκφραστής του πνεύματος της Παλινόρθωσης δεν του συγχώρεσε ποτέ, την πλήρη διάψευση της πέρα για πέρα άστοχης πρόβλεψής του, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διάβηκε τον Προύθο, πως δήθεν «Τετρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι θα ανασκολοπίζονταν στην άλλη ακτή του Προύθου και κάπου εκεί θα τέλειωνε το πράγμα». Οι καιροί είχαν αρχίσει να αλλάζουν κι’ αυτό οφειλόταν κατ’ εξοχήν σε ανθρώπους όπως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, που τόσο είχε μισήσει στον καιρό του ο Αυστριακός καγκελάριος.  Αυτό ήταν σίγουρα, κάτι που το καταλάβαινε καλά. Ένα χρόνο αργότερα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα πέθαινε στη Βιέννη (9 Ιανουαρίου 1828).

Η νέα κάθοδος των Μυρίων και η θριαμβευτική επιστροφή στην επαναστατημένη Πελοπόννησο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο μεταξύ τα λείψανα των επαναστατικών δυνάμεων θα καταδιώκονταν ανελέητα από τους Οθωμανούς δυνάστες. Ο λοχαγός Καρπενησιώτης θα οχυρωνόταν στο Σκουλένι, όπου αποκλεισμένος από οθωμανικά στρατεύματα θα έπεφτε ηρωικά. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος μαζί με τον Φαρμάκη, οχυρώθηκαν στη μονή Σέκου. Όπου ο μεν πρώτος θα ανατίναζε το κωδωνωστάσι βρίσκοντας ηρωικό θάνατο. Ενώ ο Φαρμάκης παραδόθηκε μετά από συμφωνία στους τυράννους, για να μεταφερθεί απ’ αυτούς στην Κωνσταντινούπολη και να αποκεφαλιστεί. Μέσα στις τραγικές συνθήκες της κατάρρευσης, της διάλυσης και της άγριας καταδίωξης ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης θα συγκέντρωνε ότι απέμενε από το σώμα του, που αποτελούνταν από Πελοποννήσιους και Ζακυνθινούς μαχητές και από κοινού θα αποφάσιζαν και θα επιχειρούσαν αυτό που στα μάτια του κάθε λογικού ανθρώπου θα φάνταζε ακατόρθωτο. Να διασχίσουν ενωμένοι τη Βαλκανική και να αποπειραθούν συντεταγμένοι για μια ακόμη φορά να φτάσουν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Διασχίζοντας με τον τρόπο αυτό ολόκληρο τον κύριο ορεινό όγκο των Βαλκανίων, διαπερνώντας τις εχθρικές γραμμές και αποφεύγοντας τις ενέδρες και τις παγίδες που θα τους περίμεναν σε αυτή την επική τους προσπάθεια σε κάθε βήμα. Δικαιολογημένα, λοιπόν, η πορεία τους αυτή παραλληλίστηκε με την πολύ προγενέστερή της κάθοδο των μυρίων. Περνώντας έτσι από την σφαίρα της ιστορίας, στην σφαίρα του θρύλου και της μυθοποίησης. Στο ολιγάριθμο εκείνο σώμα που με επικεφαλής και πάλι τον ικανότατο, πολεμικότατο και στρατηγικότατο Ιωάννη Κολοκοτρώνη, που επρόκειτο για μια ακόμη φορά να πραγματοποιήσει το φαινομενικά αδύνατο και απραγματοποίητο - τον καιρό που φλέγονταν πλέον ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος από την ελληνική επανάσταση, από την ανταρσία του Αλή Πασά στην Ήπειρο και από τα πάθη που είχε εξάψει η υπό καταστολή επανάσταση στη Βόρεια Βαλκανική και όλη η ενδοχώρα ήταν πλημμυρισμένη από τα οθωμανικά στρατεύματα - συμπεριλαμβάνονταν και άλλοι γνωστοί αγωνιστές του αγώνα για την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία. Όπως ο Απόστολος Κολοκοτρώνης, γιός του Ιωάννη Κολοκοτρώνη, οι Ζακυνθινοί αγωνιστές Ιωάννης Βαπτιστής Πέτας και Διονύσιος Αντίοχος, ο Καραγεώργης σερβικής καταγωγής, ο Χριστόφορος Ζαχαριάδης, ο Δημήτριος Κοντόσταυλος μετέπειτα γραμματέας του Νικηταρά και άλλοι.  Χαρακτηριστικό των δυσκολιών που αντιμετώπισαν και των απωλειών που είχαν, είναι το γεγονός πως από το αρχικό σώμα που ανέλαβε αυτό το τελικό εγχείρημα, έφτασαν μόλις εκατό μαχητές τον Αύγουστο του 1821 στην Πελοπόννησο.  Οι οποίοι στη συνέχεια έλαβαν μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης. Και κατ’ άλλους, πιο συγκεκριμένα, στις παραμονές της μάχης της Γράνας έξω από την Τρίπολη, στην οποία και συμμετείχαν.

Πιο πολύ στον χώρο του θρύλου και του μύθου, ανήκει ενδεχομένως και μια άλλη παράδοση που θέλει το σώμα του Ντασκούλια (Ιωάννη Κολοκοτρώνη) μέσα από την επική του πορεία κατά μήκος του ορεινού όγκου των Βαλκανίων να φτάνει σε κάποια μονή. Την οποία εκπόρθησε στη συνέχεια, για να βρει μέσα σε αυτή κλεισμένους κάποιους Τούρκους μαζί με Εβραίους. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, στις αποσκευές κάποιου Εβραίου βρήκαν και ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί ενός βυζαντινού αυτοκράτορα με χαραγμένες τις φράσεις στις δύο πλευρές της λεπίδας: «Εν τούτω νίκα» και «Βοήθει με, Χριστέ, ίνα καταπολεμήσω τους αδικούντας σε». Το κειμήλιο τούτο, σύμφωνα με την παράδοση, το μετέφερε ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης εις την αγωνιζόμενη ακόμη Ελλάδα. Αλλά στην αφήγηση υπάρχει και συνέχεια, αφού σύμφωνα με αυτή και με τα κοινώς αποδεκτά το σπαθί αυτό χαρίστηκε στην συνέχεια στον Καποδίστρια, ο οποίος με τη σειρά του το προσέφερε στον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ, ως δώρο.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τι ακριβώς έχει συμβεί με τον Δούκα, δεν είναι εύκολο να αποσαφηνιστεί. Καθώς οι πηγές δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Γεγονός που καθιστούν ακόμη δυσχερέστερο οι πολεμικές διακρίσεις του τον αμέσως προηγούμενων ημερών, αλλά και η ανεπιτυχής προσπάθεια του Σάββα (Καμινάρη) να τον παγιδεύσει. όπως αναφέρει ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος, τομ. Α΄, σ. 142.  Πιο συγκεκριμένα, ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος αναφέρει πως ο Δούκας ετράπη εις φυγήν. τομ. 19, σ. 24. Ο Αλεξ. Δεσποτόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους  αναφέρεται διεξοδικά στην συμμετοχή του στις επιχειρήσεις και τις πολύ θετικές, αρχικά, επιλογές του. Μέχρι που αναγκάστηκε να υποχωρήσει, ευρισκόμενος σε δυσχερή θέση λόγω υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων, τομ. ΙΒ', σ. 51. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, δεν αρνείται πως με τον Γεράσιμο Ορφανό είχαν σπεύσει προς ενίσχυση των υπερασπιστών της μονής στο Νοτσέτι. Για να συμπληρώσει, αμέσως μετά, πως ο Δούκας, βλέποντας την προέλαση ενός εχθρικού αποσπάσματος, εγκατέλειψε τη θέση του, φόβισε τους υπόλοιπους που είχαν πολεμήσει με θάρρος ως τότε και τους ανάγκασε να τραπούν σε φυγή γύρω στα μεσάνυχτα σαν να είχαν νικηθεί. Τομ. 1, σ. 131. Ενώ ο Διονύσιος Κόκκινος, είναι περισσότερο κατηγορηματικός λέγοντας: Ο Δούκας, παρά τους ενθουσιώδεις λόγους του, και μολονότι ευρίσκετο επικεφαλής τετρακοσίων καλών ιππέων Ελλήνων και Βουλγάρων, μόλις είδε τα εις την πεδιάδα ευρισκόμενα τουρκικά σώματα, έχασε το θάρρος του και όχι μόνο δεν προσέβαλε τους φεύγοντας Τούρκους, αλλά και επέστρεψεν εις το Τυργκοβίστι, όπου δια να δικαιολογηθή είπεν ότι οι ευρισκόμενοι εις το Νοτσέτι Έλληνες κατεστράφησαν. Τομ. Α', σ. 144.        

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σάθας, Κωνσταντίνος. Έλληνες Στρατιώτες εν τη Δύσει. Αθήνα. σελ. ... 

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, εκδ. Βάνιας, 2005.
  • Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Κ. (1846). Τερτσέτης, Γεώργιος, επιμ. Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836. Αθήνα: Χ. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς.
  • Απομνημονεύματα του Πρίγκιπος Νικολάου Υψηλάντη. Μετάφραση, προλεγόμενα και σχόλια Ε. Μωραϊτίνης-Πατριαρχέας. Εκδόσεις Κέδρος. Αθήνα 1986.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, 1975.  
  • Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, [1858] 1899, (Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 1977).        5.   
  • Δημήτριος Αινιάν, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (ανατύπωση έκδ. 1834), εκδ. Βεργίνα, 1996.
  • Δημήτριος Αινιάν, Άπαντα Απομνημονεύματα Καραϊσκάκη και άλλων Αγωνιστών. Επιμέλεια: Γ. Βαλέτας. Αθήνα 1962.
  • Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, 1851 [1972]
  • Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1859-1861.
  • Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Β' έκδοση 1886. Εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου. Ανατύπωση: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. Τομ. 19.
  • Γιάννης Κορδάτος: Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Εκδόσεις Εικοστός Αιώνας, 1990
  • Εμμανουήλ Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρειας, 1845
  • Σπύρος Μελάς, Ο Γέρος του Μοριά, εκδ. Μπίρης, 1957
  • Σαράντος Καργάκος, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, τ. Α΄, Αθήνα 2014 13.
  • Διονύσιος Α. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, εκδ. Μέλισσα, τ. Α΄, 1974
  • Επιστημονικό Συμπόσιο: Η Επανάσταση του εικοσιένα (21-23 Μάρτη 1981), ΚΜΣ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981
  • Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821, http://saouarcadian.blogspot.com/2013/12/1821_9951.html
  • Κ. Σάθα, Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει, εκδ. Καραβία, Αθήνα MCMLXXXVI. .
  • Ροδάκης Περικλής, Αρματωλοί και Κλέφτες. Η ιστορικοκοινωνική διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, τ. Α΄. .
  • Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., (1980) Ιστορία του νέου ελληνισμού. Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829). Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της 1813 - 1822, τ. Ε', εκδόσεις Α. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη
  • Χέρτσβεργ, Γουσταύου Φρειιδερίκου. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη. Εν Αθήναις 1916
  • 1821 Η Γέννηση Ενός Έθνους-Κράτους. Σκάϊ Εκδόσεις, Νοέμβριος 2010