Θεωρία δραστηριοτήτων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Θεωρία Δραστηριοτήτων)

Στα πλαίσια εισαγωγής υπολογιστικών συστημάτων σε οργανισμούς είναι απαραίτητη η μελέτη της επίδρασης που η εισαγωγή της τεχνολογίας αυτής θα έχει στον οργανισμό, αφού οι ρόλοι των εργαζομένων θα επηρεαστούν και η θέση τους στον οργανισμό πιθανό να αλλάξει. Εν γένει είναι γνωστό ότι οι υπολογιστές έχουν αμφίσημη επίδραση στους οργανισμούς και στην εργασία γενικότερα. Αφενός μεν έχουν ως συνέπεια την υποκατάσταση δραστηριοτήτων και την απώλεια δεξιοτήτων καθώς και την επιβολή μεγαλύτερου ελέγχου επί των εργαζομένων, αφετέρου δε παρέχουν εργαλεία για τη βελτίωση της παραγωγικότητάς και της δημιουργικότητάς τους.

Πολλές διαφορετικές μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί για τη μελέτη της επίδρασης ενός σχεδιαζόμενου συστήματος που πρόκειται να εισαχθεί σ’ένα δεδομένο οργανισμό. Τέτοιες είναι η επιστημονική διαχείριση (scientific management), η κοινωνιοτεχνική προσέγγιση (sociotechnical), η θεωρία δραστηριοτήτων (activity theory), η διαχείριση ροής εργασιών (work flow management) κλπ.

Η ιστορία της θεωρίας δραστηριοτήτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απαρχές της θεωρίας δραστηριοτήτων μπορούν να ανιχνευθούν σε πολλές πηγές, οι οποίες επακόλουθα έφεραν αύξηση σε αρκετούς συμπληρωματικούς και συνυφασμένους τομείς ανάπτυξης. Εδώ επικεντρωνόμαστε σε δύο από τους πιο σημαντικούς αυτούς τομείς. Ο πρώτος σχετίζεται με το Ινστιτούτο Ψυχολογίας της Μόσχας και συγκεκριμένα με μία «τρόικα» αποτελούμενη από νέους και ταλαντούχους ερευνητές : Lev Semyonovich Vygotsky (1896–1934), Alexander Romanovich Luria (1902–77) and Alexei Nikolaevich Leont'ev (1903–79). Ο Vygotsky ίδρυσε την πολιτισμική – ιστορική ψυχολογία, ένα σημαντικό τομέα για τη προσέγγιση δραστηριοτήτων• οι Leont’ev, ένας από τους βασικούς ιδρυτές της θεωρίας δραστηριοτήτων συνέχισαν και αντέδρασαν ενάντια στη δουλειά του Vygotsky. Η διατύπωση της θεωρίας δραστηριοτήτων του Leont'ev έχει αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη επίδραση σε προ-Σοβιετικές αναπτύξεις σε ΑΤ, που υπήρξε κοινωνιο-επιστημονική και οργανωτική, παρά ψυχολογική έρευνα.

Η δεύτερη μεγάλη γραμμή ανάπτυξης που αφορά το ΑΤ περιλαμβάνει επιστήμονες όπως οι P. K. Anokhin (1898-1974) and N. A. Bernshtein (1896-1966) που επικεντρώθηκαν ειδικότερα στη νευροφυσιολογική βάση της δραστηριότητας• η ίδρυσή του έχει σχέση με το σοβιετικό φιλόσοφο της ψυχολογίας S. L. Rubinshtein (1889-1960). Αυτή η δουλειά επακόλουθα αναπτύχθηκε από ερευνητές όπως οι Pushkin, Zinchenko & Gordeeva, Ponomarenko, Zarakovsky και άλλοι και είναι τώρα γνωστοί από τη δουλειά σε συστηματική-δομική θεωρία δραστηριοτήτων που διεξάγεται από τον G. Z. Bedny και τους συνεργάτες του.

Θεωρία δραστηριοτήτων και συστήματα πληροφοριών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εφαρμογή της θεωρίας δραστηριοτήτων σε συστήματα πληροφοριών βγαίνει από τη δουλειά των Bonnie Nardi and Kari Kuutti. Η δουλειά του Kuutti αναλύεται παρακάτω. Η προσέγγιση της Nardi, περιληπτικά είναι : η Nardi είδε τη θεωρία δραστηριοτήτων σαν «… ένα δυνατό και διευκρινιστικό-περιγραφικό εργαλείο παρά μία δυνατή θεωρία πρόβλεψης. Ο σκοπός της θεωρίας δραστηριοτήτων είναι να καταλάβουμε την ολότητα της συνείδησης και της δραστηριότητας…. Οι θεωρητικοί συμφωνούν ότι η συνείδηση δεν είναι ένα σύνολο από διακριτά χωρισμένες γνωστικές δράσεις (πάρσιμο απόφασης, ομαδοποίηση, μνήμη), και σίγουρα δεν είναι το μυαλό. Περισσότερο η συνείδηση βρίσκεται στη καθημερινή πρακτική : είσαι ό,τι κάνεις ». Η Nardi συμφώνησε ότι « η θεωρία δραστηριοτήτων προτείνει μία δυνατή άποψη της παρέμβασης- όλη η ανθρώπινη εμπειρία μορφοποιείται από τα συστήματα εργαλείων και σημάτων που εμείς χρησιμοποιούμε ». Ακόμα αναγνωρίζει «κάποιες βασικές έννοιες της θεωρίας δραστηριοτήτων : η συνείδηση, η μη συμμετρική σχέση μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων και ο ρόλος των τεχνητών προϊόντων στη καθημερινή ζωή ». Επίσης εξήγησε ότι «ένα βασικό δόγμα της θεωρίας δραστηριοτήτων είναι ότι η αντίληψη της συνείδησης είναι κεντρική σε μία απεικόνιση ης δραστηριότητας. Ο Vygotsky περιέγραψε τη συνείδηση σαν ένα φαινόμενο που ενοποιεί τη προσοχή, τη πρόθεση, τη μνήμη, την αιτιολογία και το λόγο (ικανότητα ομιλίας)…» και « θεωρία δραστηριοτήτων, με έμφαση στη σημαντικότητα του κινήτρου και της συνείδησης - η οποία ανήκει μόνο στους ανθρώπους – βλέπει τους ανθρώπους και τα πράγματα θεμελιωδώς διαφορετικά. Οι άνθρωποι δε μειώνονται σε ‘κόμβους’ ή ‘συντελεστές’ σ’ένα σύστημα• η ‘επεξεργασία πληροφοριών’ δεν είναι κάτι που μπορεί να μοντελοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι άνθρωποι και οι μηχανές».

Η Nardi συμφώνησε ότι το πεδίο της αλληλεπίδρασης Ανθρώπου – Υπολογιστή έχει « αγνοήσει τρομερά τη μελέτη των τεχνητών προϊόντων, επιμένοντας σε νοητικές περιγραφές ως το κατάλληλο τόπο μελέτης » και η θεωρία δραστηριοτήτων φαίνεται να είναι τρόπος ανάδειξης αυτού του ελλείμματος.

Σε μετέπειτα εργασίες, η Nardi στη σύγκριση της θεωρίας δραστηριοτήτων με τη γνωστική επιστήμη συμφώνησε ότι « η θεωρία δραστηριοτήτων είναι πάνω από όλη τη κοινωνική θεωρία της συνείδησης » και άρα «… η θεωρία δραστηριοτήτων θέλει να καθορίσει τη συνείδηση. Αυτό αφορά όλη τη νοητική λειτουργία συμπεριλαμβανομένης της μνήμης, της διαδικασίας για το πάρσιμο μιας απόφασης, της ομαδοποίησης, της γενικοποίησης, της αφαίρεσης και πάει λέγοντας. Θέλει να καθορίσει τη συνείδηση σαν ένα προϊόν των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων με άλλους ανθρώπους και της δικής μας χρήση εργαλείων ». Για τους θεωρητικούς δραστηριοτήτων η «συνείδηση» φαίνεται να αναφέρεται σε οποιαδήποτε νοητική λειτουργία, ενώ οι περισσότερες προσεγγίσεις της ψυχολογίας διαχωρίζουν τις συνειδητές από τις ασυνείδητες λειτουργίες.

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου – Υπολογιστή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αύξηση των προσωπικών υπολογιστών προκάλεσε την προσοχή σε παραδοσιακές αναπτύξεις συστημάτων σε κεντρικές μονάδες υπολογιστικών συστημάτων για την αυτοματοποίηση των ήδη υπαρχόντων ρουτινών εργασίας. Ακόμα παραπέρα έφερε στο προσκήνιο μία ανάγκη για προσοχή στο τρόπο εργασίας σε υλικά και αντικείμενα μέσω προσωπικού υπολογιστή. Στην έρευνα των θεωρητικών και μεθοδολογικών προοπτικών υπήρχε η αντιμετώπιση των θεμάτων της ευελιξίας και της πιο προχωρημένης παρέμβασης μεταξύ του ανθρώπου και των αποτελεσμάτων μέσω της διεπιφάνειας, και φαινόταν υποσχόμενο να στραφεί στο σχετικά νέο πεδίο έρευνας HCI που αναδείχτηκε κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Ειδικότερα οι γνωστικές και επιστημονικά βασισμένες θεωρίες στερούνταν τα μέσα της οργάνωσης κάποιου αριθμού θεμάτων που προέκυψαν από εμπειρικές εργασίες : 1. Πολλές από τις πρόσφατα ανεπτυγμένες διεπιφάνειες υπέθεταν ότι οι χρήστες ήταν και σχεδιαστές, και αντίστοιχα ήταν δομημένες στην υπόθεση ενός γενικού χρήστη, χωρίς έννοιες για προσόντα, περιβάλλον εργασίας, διαίρεση εργασίας κτλ. 2. Συγκεκριμένα ο ρόλος ενός τεχνητού προϊόντος όπως υπάρχει μεταξύ του χρήστη και του υλικού του, οι στόχοι και τα αποτελέσματα ήταν ελάχιστα αντιληπτά. 3. Στην επικύρωση ευρημάτων και σχεδίων υπήρχε βαριά προσοχή στους αρχάριους χρήστες ενώ η καθημερινή χρήση από έμπειρους χρήστες για την ανάπτυξη δεξιοτήτων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. 4. Η λεπτομερής ανάλυση εργασιών και τα ιδεατά μοντέλα που δημιουργήθηκαν μέσω της ανάλυσης εργασιών απέτυχαν να συλλάβουν τη πολυπλοκότητα και τη μη δυνατότητα πρόβλεψης της καθημερινής δράσης. 5. Από τη μεριά των σύνθετων ρυθμίσεων εργασίας, ήταν εντυπωσιακό το πώς τα περισσότερα HCI επικεντρώθηκαν σε ένα χρήστη – ένας προσωπικός υπολογιστής σε αντίθεση με μία συνεχή συνεργασία των πραγματικών καταστάσεων εργασίας (αυτό το πρόβλημα αργότερα οδήγησε στην ανάπτυξη του CSCW). 6. Οι χρήστες αντιμετωπίζονταν βασικά σαν αντικείμενα μελέτης.

Λόγω αυτών των μειονεκτημάτων, ήταν απαραίτητο να μεταφερθούμε έξω από γνωστική και επιστημονικά βασισμένη HCI για να αναπτύξουμε την απαραίτητη θεωρητική πλατφόρμα. Η ευρωπαϊκή ψυχολογία είχε ακολουθήσει διαφορετικά μονοπάτια από την αμερικανική με πολλή φαντασία από το διαλεκτικό υλισμό. Φιλόσοφοι όπως οι Heidegger και Wittgenstein ήρθαν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο κυρίως μέσω συζητήσεων για τα όρια της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence). Ο Suchman με μία παρόμοια προσέγγιση έφερε την εθνομεθοδολογία μέσα στα θέματα των συζητήσεων, και ο Ehn βάσισε τη διατριβή του για τη σχεδίαση προϊόντων προσωπικού υπολογιστή στους Marx, Heidegger και Wittgenstein. Η ανάπτυξη της θεωρητικής πλευράς της δραστηριότητας έγινε αρχικά από τους Bødker και Kuutti, και οι δύο με δυνατή έμπνευση από σκανδιναβικές θεωρητικές ομάδες ψυχολογίας. Οι Bannon και Grudin είχαν σημαντική συνεισφορά για τα μετέπειτα σχετικά με τη προσέγγιση κάνοντάς το διαθέσιμο στο κοινό του HCI. Η εργασία του Kaptelinin ήταν σημαντική για τη σύνδεση με τη πρόσφατη ανάπτυξη της θεωρίας δραστηριοτήτων στη Ρωσία. Η Nardi παρήγαγε τη , μέχρι τώρα, πιο εφαρμόσιμη συλλογή από βιβλία με κεντρικό θέμα την HCI.

Μία ανάλυση της θεωρίας δραστηριοτήτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδώ παρουσιάζουμε κάποιες βασικές αρχές της θεωρίας δραστηριοτήτων και τις διάφορες επιπτώσεις που έχει η θεωρία στη διαδικασία της γνώσης και της μάθησης.

Δραστηριότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία δραστηριοτήτων ξεκινά με την ιδέα της δραστηριότητας. Μία δραστηριότητα αντιμετωπίζεται σαν ένα σύστημα ανθρώπου που «πράττει» όπου το υποκείμενο δουλεύει σε ένα αντικείμενο με σκοπό να αποκομίσει την επιθυμητή έξοδο. Για να το κάνει αυτό, το υποκείμενο επιστρατεύει εργαλεία τα οποία μπορεί να είναι εξωτερικά (π.χ. ένα τσεκούρι, έναν υπολογιστή) ή εσωτερικά (π.χ. ένα σχέδιο). Σαν μία επίδειξη, μία δραστηριότητα μπορεί να είναι μία λειτουργία μίας αυτόματης κλήση ενός κέντρου. Όπως θα δούμε στη συνέχεια πολλά υποκείμενα μπορεί να είναι αναμεμειγμένα στη δραστηριότητα και κάθε ένα μπορεί να έχει ένα ή περισσότερα κίνητρα (π.χ. βελτιωμένη διαχείριση προμηθειών). Ένα απλό παράδειγμα μίας δραστηριότητας μέσω ενός κέντρου κλήσεων μπορεί να είναι ένας διαχειριστής του τηλεφώνου (υποκείμενο) που αλλάζει τα αρχεία χρεώσεων του πελάτη (αντικείμενο) έτσι ώστε τα δεδομένα χρεώσεων (έξοδος) να είναι σωστά χρησιμοποιώντας ένα γραφικό περιβάλλον με μία βάση δεδομένων (εργαλείο).

Ο Kuutti προσάρμοσε την θεωρία δραστηριοτήτων σε όρους της δομής της δραστηριότητας. « Μία δραστηριότητα είναι μία μορφή άμεσης πράξης σε ένα αντικείμενο, και οι δραστηριότητες είναι ξεχωριστές η μία από την άλλη αντίστοιχα με τα αντικείμενά τους. Μεταμορφώνοντας το αντικείμενο σε ένα αποτέλεσμα κινητοποιεί την ύπαρξη μίας δραστηριότητας. Ένα αντικείμενο μπορεί να είναι υλικό, αλλά μπορεί να είναι και λιγότερο απτό. »

Επιπλέον ο Kuutti προσθέτει ένα τρίτο όρο, το εργαλείο που μεσολαβεί μεταξύ της δραστηριότητας και του αντικειμένου. « Το αντικείμενο είναι την ίδια χρονική στιγμή ενεργοποιητικός αλλά και περιοριστικός παράγοντας : ενδυναμώνει το υποκείμενο στη διαδικασία αλλαγής με παλαιότερη εμπειρία και δυνατότητες ‘κρυσταλοποιημένες’ σε αυτό, αλλά περιορίζει την αλληλεπίδραση και την αναγκάζει να είναι από την οπτική του συγκεκριμένου εργαλείου ή οργάνου, διαφορετικό από τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου που είναι ορατό στο χρήστη…»

Όπως η Verenikina αναφέρει, τα εργαλεία είναι « κοινωνικά αντικείμενα με σαφείς μεθόδους λειτουργίας ανεπτυγμένες στη κοινωνία στη πορεία της εργασίας και η ύπαρξή τους καθίσταται δυνατή επειδή ανταποκρίνονται στους στόχους μίας πρακτικής δράσης ».


Τα επίπεδα της θεωρίας δραστηριοτήτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία δραστηριότητα μοντελοποιείται σε μία ιεραρχία τεσσάρων επιπέδων. Ο Kuutti επεξεργάστηκε τη θεωρία δραστηριοτήτων σαν ένα σύστημα τεσσάρων επιπέδων.

Ο Leontiev εξήγησε ότι « η μη-σύμπτωση των δράσεων με τις λειτουργίες … εμφανίζεται σε δραστηριότητες με εργαλεία, τα οποία είναι υλικά αντικείμενα που αποτελούν κρυσταλοποιημένες λειτουργίες, ούτε δράσεις ούτε στόχοι. Αν ένα άτομο θέλει να πετύχει ένα συγκεκριμένο στόχο, ας πούμε την αποσυναρμολόγηση μίας μηχανής τότε πρέπει να χρησιμοποιήσει μία ποικιλία λειτουργιών. Δεν υπάρχει διαφορά στο πως οι ανεξάρτητες λειτουργίες κατανοήθηκαν γιατί ο σχηματισμός της λειτουργίας προχωρά διαφορετικά από το σχηματισμό του στόχου που εκκίνησε τη δράση ».

Τα επίπεδα της δραστηριότητας επίσης χαρακτηρίζονται από το σκοπό τους : « οι δραστηριότητες προσανατολίζονται στα κίνητρα, που είναι αντικείμενα τα οποία δημιουργούν οι ίδιες. Κάθε κίνητρο είναι ένα αντικείμενο, υλικό ή πνευματικό που ικανοποιεί μία ανάγκη. Οι δράσεις είναι διαδικασίες λειτουργικά κατώτερες από τις δραστηριότητες• αυτές έχουν στόχο συγκεκριμένους συνειδητούς στόχους… οι δράσεις συνειδητοποιούνται μέσω λειτουργιών που καθορίζονται από τις πραγματικές συνθήκες της δραστηριότητας. »

Ο Engestrøm ανέπτυξε ένα διευρυμένο μοντέλο μίας δραστηριότητας, το οποίο προσθέτει και έναν άλλο παράγοντα, τη κοινωνία («αυτούς που μοιράζονται το ίδιο αντικείμενο»). Έπειτα πρόσθεσε κανόνες που αφορούν τη μεσολάβηση μεταξύ του υποκειμένου και της κοινωνίας, και τη διαίρεση της εργασίας ανάμεσα σε αντικείμενο και κοινωνία.

Ο Kuutti επέβαλλε ότι « Αυτές οι τρεις κλάσεις πρέπει να κατανοηθούν σαφώς. Ένα εργαλείο μπορεί να είναι οτιδήποτε που χρησιμοποιείται στη διαδικασία αλλαγής, συμπεριλαμβανομένου υλικών εργαλείων και εργαλείων σκέψης. Οι κανόνες καλύπτουν ρητούς και αυτονόητους κώδικες, συμβάσεις και κοινωνικές σχέσεις μέσα σε μία κοινότητα. Η διαίρεση της εργασίας αναφέρεται σε κατηγορηματική και μη οργάνωση της κοινωνίας όπως εξαρτάται από τη διαδικασία αλλαγής του αντικειμένου σε αποτέλεσμα. »

Επομένως η θεωρία δραστηριοτήτων περιλαμβάνει την αντίληψη ότι η δραστηριότητα είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού περιεχομένου ή ειδικότερα της κοινότητας. Ο τρόπος με τον οποίο η δραστηριότητα «χωρά» στο περιεχόμενο καθορίζεται από δύο θεωρήσεις :

  1. κανόνες : αυτοί είναι ρητοί και μη και ορίζουν το τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα πρέπει να «χωρούν» στη κοινότητα,
  2. διαίρεση της εργασίας : αυτό περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο το αντικείμενο της δραστηριότητας σχετίζεται με τη κοινότητα.


Το εσωτερικό επίπεδο της δράσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία δραστηριοτήτων παρέχει έναν αριθμό από χρήσιμες ιδέες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δείξουν την έλλειψη έκφρασης για «μαλακούς» παράγοντες οι οποίοι αναπαρίστανται ανεπαρκώς από τα περισσότερα πλαίσια μοντελοποίησης διαδικασιών. Μία τέτοια ιδέα είναι το εσωτερικό επίπεδο δράσης. Η θεωρία δραστηριοτήτων αναγνωρίζει ότι κάθε δραστηριότητα παίρνει μέρος σε δύο επίπεδα

το εξωτερικό επίπεδο και το εσωτερικό επίπεδο. Το εξωτερικό αντιπροσωπεύει τα αντικειμενικά μέρη της δράσης ενώ το εσωτερικό επίπεδο δείχνει τα υποκειμενικά μέρη της δράσης. Ο Kaptelinin ορίζει το εσωτερικό επίπεδο των δράσεων ως : « την ανθρώπινη ικανότητα να εκτελεί χειρισμούς πάνω σε μία εσωτερική αναπαράσταση των εξωτερικών στόχων πριν από την έναρξη των δράσεων με αυτούς τους στόχους στη πραγματικότητα. »

Η ιδέα των κινήτρων, στόχων και συνθηκών για την οποία έγινε λόγος παραπάνω επίσης συνέβαλε στη μοντελοποίηση των μαλακών παραγόντων. Μία αρχή της θεωρίας δραστηριοτήτων είναι ότι πολλές δραστηριότητες έχουν πολλαπλά κίνητρα. Για παράδειγμα, ένας προγραμματιστής ενώ γράφει ένα κώδικα μπορεί να διευθύνει τους στόχους ανάλογα με πολλαπλά κίνητρα όπως αυξάνοντας το μπόνους του, αποσπώντας εμπειρία στη καριέρα του και συνεισφέροντας στους στόχους του οργανισμού.

Ακόμα παραπέρα η θεωρία δραστηριοτήτων συμφωνεί ότι τα υποκείμενα ομαδοποιούνται σε κοινότητες με κανόνες που παρεμβάλλονται μεταξύ του υποκειμένου και της κοινότητας και η διαίρεση της εργασίας, η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα στο στόχο και τη κοινότητα. Ένα υποκείμενο μπορεί να είναι μέρος σε αρκετές κοινότητες και μία κοινωνία, που μπορεί να είναι μέρος άλλων κοινωνιών.


Ανθρώπινη δημιουργικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανθρώπινη δημιουργικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στη θεωρία δραστηριοτήτων, έτσι «τα ανθρώπινα όντα είναι κατ’εξοχήν δημιουργικά όντα» με ένα «απρόβλεπτα δημιουργικό χαρακτήρα». Ο Tikhomirov επίσης αναλύει τη σημασία της δημιουργικής δραστηριότητας, βάζοντάς την απέναντι από τη δραστηριότητα ρουτίνας, και σημειώνει το σημαντική αλλαγή που έφερε σχετικά με τον υπολογισμό της ισορροπίας με τη δημιουργική δραστηριότητα.

Μάθηση και υπονοούμενη γνώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία δραστηριοτήτων έχει μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση στα δύσκολα προβλήματα της μάθησης και πιο συγκεκριμένα της υπονοούμενης γνώσης. Η μάθηση ήταν το αγαπημένο θέμα των θεωρητικών της διαχείρισης, αλλά συχνά παρουσιαζόταν με έναν απόλυτο τρόπο διαχωρισμένο από τις διαδικασίες εργασίας στις οποίες η μάθηση πρέπει να εφαρμοστεί. Η θεωρία δραστηριοτήτων παρέχει τη δυνατότητα να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Για παράδειγμα η αναφορά του Engeström σχετικά με την εργασία του Nonaka πάνω στη δημιουργία γνώσης (knowledge creation) προτείνει διαφοροποιήσεις βασισμένες στη θεωρία δραστηριοτήτων. Πιο συγκεκριμένα προτείνει ότι η διαδικασία οργανωμένης μάθησης περιλαμβάνει προκαταρκτικά στάδια του στόχου και της μορφής του προβλήματος κάτι που δεν αναφέρει ο Nonaka. Ο Lompscher, αντί να αντιμετωπίσει τη μάθηση σαν μία μετάδοση, είδε τη μορφή των στόχων της μάθησης και τη κατανόηση των μαθητών σαν τα πράγματα που πρέπει να αποκτήσουν σαν το κλειδί για τη μορφή της δραστηριότητας της μάθησης.

Σημαντικής σημασίας στη μελέτη της μάθησης σε οργανισμούς είναι το πρόβλημα της υπονοούμενης γνώσης, το οποίο σύμφωνα με το Nonaka, « είναι κυρίως προσωπικό και δύσκολο να μοντελοποιηθεί, κάνοντάς το δύσκολο να επικοινωνήσει με άλλους ή να μοιρασθεί με άλλους ». Η αντίληψη του Leont'ev σχετικά με τη λειτουργία παρέχει μία σημαντική διορατικότητα στο πρόβλημα. Επιπροσθέτως, η ιδέα-κλειδί της εσωτερικοποίησης αρχικά φέρθηκε στο προσκήνιο από τον Vygotsky ως « η εσωτερική ανοικοδόμηση μία εξωτερικής λειτουργίας ». Η εσωτερικοποίηση μεταγενέστερα έγινε όρος-κλειδί της θεωρίας της υπονοούμενης γνώσης και είχε οριστεί ως « η διαδικασία της ενσωμάτωσης κατηγορηματικής γνώσης μέσα στην υπονοούμενη γνώση ». Η εσωτερικοποίηση περιγράφηκε από τον Engeström σαν το «μηχανισμό κλειδί της ψυχολογίας » και ανακαλύφθηκε από τον Vygotsky.

Εφαρμογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία δραστηριοτήτων έχει εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας των κρυμμένων προβλημάτων στη σχεδίαση.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]