Αντινοόπολις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αντινόη (πόλη))

Συντεταγμένες: 27°48′27″N 30°52′22″E / 27.80750°N 30.87278°E / 27.80750; 30.87278

Αντινοόπολις
Ἀντινόου πόλις
Χάρτης
Είδοςαρχαιολογική θέση και ρωμαϊκή πόλη
Γεωγραφικές συντεταγμένες27°48′27″N 30°52′22″E
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Μίνια
ΧώραΑίγυπτος
Commons page Πολυμέσα

Η Αντινοόπολις ή Αντινόη ή Αντινώ[1] (αρχαία ελληνικά : Ἀντινόου πόλις) ήταν αρχαία ρωμαϊκή πόλη της Αιγύπτου. Η πόλη ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό για τον εορτασμό του θεοποιημένου νεαρού αγαπημένου του Αντίνοου, στην ανατολική όχθη του Νείλου, όπου Αντίνοος πνίγηκε το 130 μ.Χ.. Η πόλη ήταν λίγο νότια της Βήσσα γνωστής για το μαντείο της, χτίστηκε στους πρόποδες ενός λόφου πάνω που είχε έδρα τη Μπέσα. Η πόλη βρίσκεται απέναντι από την Ερμούπολις.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Νέου Βασιλείου στη πόλη υπήρχε ναός του Ραμσή Β΄ αφιερωμένος στους θεούς Κνούμ και της Ηλιουπόλεως. Η πόλη είχε ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική σε άμεση αντίθεση με το αιγυπτιακό στυλ και ήταν το κέντρο της επίσημης λατρείας του Αντίνοου. Ιδρύθηκε επίσημα στις 30 Οκτωβρίου του έτους 130 την ημέρα του θανάτου του Αντίνοου[2]. Αρχικά ανήκε στην 4η νομή αλλά υπό Διοκλητιανού (286 μ.Χ.) έγινε η πρωτεύουσα της νομής της Θηβαΐδας. Ως πολιτιστικό κέντρο, ήταν η γενέθλια πόλη του μαθηματικού του 4ου αιώνα Σερένου. Σε διασωθέν έγγραφο απόφασης διαζυγίου του 569 μ.Χ. αναφέρεται η "πιο λαμπρή πόλη"[3].

Η Αντινόη ήταν έδρα χριστιανού επισκόπου από τον 4ο αιώνα, αρχικά βοηθός επίσκοπος της μητρόπολης της Πτολεμαΐδας στην Θηβαΐδα αλλά αργότερα έγινε μητρόπολη κατά τον 5ο αιώνα που είχε βοηθούς επισκόπους στις επισκοπές Ερμούπολις, Κουσάι, Λυκόπολις, Κυψέλης, Απολλινόπολις, Ανταιόπολις, Πανόπολις και Θεοδοσιούπολις[4][5][6].

Σήμερα ο τίτλος του επίσκοπου Αντινόης είναι εισηγμένος από την Καθολική Εκκλησία ως τιμητικός[7].

Η πόλη εγκαταλείφθηκε γύρω στο 10ο αιώνα. Συνέχισε να φιλοξενήσει έναν τεράστιο ελληνορωμαϊκό ναό μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν καταστράφηκε για να τροφοδοτήσει μία τσιμεντοβιομηχανία[8]. Η πόλη διοικούνταν από γερουσία κι πρύτανη.

Σύμφωνα με την "Ιστορία Lausiac" του Παλλαδίου της Γαλατίας, στις αρχές του 5ου αιώνα η πόλη είχε 1.200 μοναχούς και δώδεκα μοναστήρια[9].

Αρχαιολογικός χώρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αρχαιολογικός χώρος με τα ερείπια της πόλης βρίσκεται στο σημερινό χωριό Ελ Σέιχ Ιμπαντάν 38 χλμ από την Μίνια. Διασώζονται ερείπια του ναού που χτίστηκε την εποχή του Ραμσή Β΄και λείψανα της ελληνικής και ρωμαϊκής περιόδου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Barthold Georg Niebuhr , Corpus scriptorum historiae byzantinae από τα Google Books
  2. «Acta de divorcio por mutuo acuerdo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2015. 
  3. «"Un acte de divorce par consentement mutuel"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2015. 
  4. Michel Lequien, Oriens christianus in quatuor Patriarchatus digestus, Paris 1740, Vol. II, coll. 593-594
  5. Gaetano Moroni, Dizionario di erudizione storico-ecclesiastica, Vol. 2, p. 168
  6. Klaas A. Worp, A Checklist of Bishops in Byzantine Egypt (A.D. 325 - c. 750), in Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 100 (1994) 283-318
  7. Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013 ISBN 978-88-209-9070-1), p. 834
  8. Louis Crompton, Homosexuality & Civilization, Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2003. p. 108.
  9. Averil Cameron (1993): El mundo mediterráneo en la Antigüedad tardía, 395-600. – Crítica, Barcelona, 1998, pág. 84. ISBN 84-7423-760-2