Σμιθσονίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σμιθσονίτης
Σμιθσονίτης βοτρυοειδούς υφής. Tsumeb, Ναμίμπια
Γενικά
ΚατηγορίαΑνθρακικά
Χημικός τύποςZnCO3
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα4,5 gr/cm3
ΧρώμαΠράσινο, λευκό, καστανό όλων των αποχρώσεων, κίτρινο, λευκό, άχρωμο
Σύστημα κρυστάλλωσηςΤριγωνικό
ΚρύσταλλοιΣε μορφή ρομβόεδρων ή σκαληνόεδρων
ΥφήΣυνήθως βοτρυοειδής ή σταλακτιτική, ορισμένες φορές πορώδης ή κυψελώδης
Σκληρότητα4,5
ΣχισμόςΤέλειος κατά {1011}
ΘραύσηΚογχοειδής ή ακανόνιστη
ΛάμψηΜαργαριτώδης ή υελώδης
Γραμμή κόνεωςΛευκή
ΔιαφάνειαΔιαφανής ή ημιδιαφανής
ΠαρατηρήσειςΕμπειρική ονομασία: Καλαμίνα

Ο σμιθσονίτης (κοινώς καλαμίνα, αγγλ. smithsonite ή zinc spar) είναι ανθρακικό ορυκτό του ψευδαργύρου. Οφείλει το όνομα «σμιθσονίτης» στον Βρετανό ορυκτολόγο Τζέιμς Σμίθσον (James Smithson) (1765 - 1829), ο οποίος ήταν ο ιδρυτής και κύριος χρηματοδότης του Ιδρύματος που φέρει το όνομά του (Smithsonian Institution) και βρίσκεται στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ.

Η ονομασία «καλαμίνα» προέκυψε από την αραβική λέξη kalmeia, η οποία χαρακτήριζε τα μεταλλεύματα του ψευδαργύρου. Η ονομασία «καλαμίνα» δεν χρησιμοποιείται πλέον στην Ορυκτολογία, επειδή παλαιότερα χαρακτήριζε τόσο τον σμιθσονίτη όσο και τον ημιμορφίτη (Zn4[(OH)2|Si2O7] . H2O), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συγχύσεις.

Το απολύτως καθαρό ορυκτό είναι διαφανές, άχρωμο έως λευκό. Οι ποικίλες αποχρώσεις του οφείλονται σε μερική αντικατάσταση του ψευδαργύρου από άλλα μέταλλα: Έτσι, η κίτρινη ή κιτρινοπράσινη παραλλαγή του οφείλει το χρώμα της σε προσμίξεις καδμίου, ενώ η γαλαζοπράσινη - πρασινωπή (και μερικές φορές ροδόχρους) σε προσμίξεις χαλκού, οι καστανές αποχρώσεις σε προσμίξεις σιδήρου, οι ροδόχροες σε προσμίξεις κοβαλτίου.

Είναι δευτερογενές ορυκτό και σχηματίζεται από την εξαλλοίωση των πρωτογενών ορυκτών του ψευδαργύρου στις ζώνες οξείδωσης.

Ο σμιθσονίτης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μεταλλεύματα ψευδαργύρου. Ορισμένες φορές, ανάλογα με την στιλπνότητα, το χρώμα και την διαφάνειά του, χρησιμοποιείται και ως διακοσμητικό υλικό, με την ονομασία «μποναμίτης» (bonamite).

Είναι ευρέως διαδεδομένος ανά τον κόσμο και ανευρίσκεται στην Ελλάδα, κυρίως στα μεταλλεία του Λαυρίου, υπό μορφή βοτρυοειδών μαζών ή επιφλοιώσεων. Απαντά, επίσης, στην Νότια Ιταλία (Σαρδηνία), Ισπανία, Βρετανία, ΗΠΑ, Μεξικό, Αφρική (όπου και ανευρέθησαν ιδιάζοντες κρύσταλλοι).

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372
  • S.S. Augustithis, Atlas of the textural patterns of ore minerals and metallogenic proccesses, Walter de Gruyter, ISBN 3110136392