Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βικτουάρ ντε Ροάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μαντάμ ντε Γκεμενέ)
Βικτουάρ Αρμάντ Ζοζέφ ντε Ροάν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Victoire Armande Josèphe de Rohan (Γαλλικά)
Γέννηση28  Δεκεμβρίου 1743[1]
Μέγαρο ντε Σουμπίζ
Θάνατος20  Σεπτεμβρίου 1807[1]
Παρίσι
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΚυρία επί των τιμών
Οικογένεια
ΣύζυγοςΑνρί Λουί Μαρί ντε Ροάν, Πρίγκιπας του Ροάν-Γκεμενέ
ΤέκναΣαρλ-Αλαίν-Γκαμπριέλ ντε Ροάν
Marie Louise Joséphine de Rohan
Λουί Βικτόρ Μεριαντέκ ντε Ροάν
Ζυλ Αρμάν Λουί ντε Ροάν
ΓονείςΣαρλ ντε Ροάν-Σουμπίζ και Άννα-Θηρεσία της Σαβοΐας-Καρινιάν
ΑδέλφιαΣαρλότ ντε Ροάν
ΟικογένειαΟίκος ντε Ροάν
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Βικτουάρ-Αρμάντ-Ζοζέφ ντε Ροάν (γαλλικά: Victoire-Armande-Josèphe de Rohan), πριγκίπισσα ντε Μωμπουισόν, αρχόντισσα του Κλισόν, γνωστή ως Μαντάμ ντε Γκεμενέ (γαλλικά: Madame de Guéméné), ήταν Γαλλίδα αριστοκράτισσα.

Η Βικτουάρ Αρμάντ Ζοζέφ ντε Ροάν ήταν η δεύτερη κόρη του Κάρολου ντε Ροάν, Πρίγκιπα του Σουμπλίζ. Οι Πρίγκιπες του Σουμπλίζ ήταν ένα παρακλάδι του Οίκου του Ροάν. Η μητέρα της ήταν η πριγκίπισσα Άννα Θηρεσία της Σαβοΐας, μια κόρη του Βίκτωρα-Αμεδαίου πρίγκιπα του Καρινιάνο. Η μητέρα της ήταν επίσης πρώτη ξαδέλφη του Λουδοβίκου ΙΕ’ μέσω μιας νόθας γενεαλογικής γραμμής. Είχε μια μεγαλύτερη ετεροθαλή αδερφή, την Σαρλότ ντε Ροάν, η οποία παντρεύτηκε το 1753 τον Λουδοβίκο Ιωσήφ των Βουρβόνων, Πρίγκιπα του Κοντέ. Ως πριγκίπισσα του Κοντέ, η Σαρλότ ήταν «Princess de sang» (Πριγκίπισσα εξ αίματος) και υπερέβαινε σε βαθμό κατά πολύ τη νεότερη αδελφή της.

Καθώς ο Οίκος των Ροάν ισχυρίστηκε ότι είχε καταγωγή από το μεσαιωνικό Δουκάτο της Βρετάνης, τα μέλη του αντιμετωπίστηκαν στο Βασίλειο ως «Prince etranger» (Αλλοδαποί Πρίγκιπες) με το βαθμό των «Υψηλοτάτων».

Στα δεκαεπτά της χρόνια, η Βικτουάρ παντρεύτηκε τον εξάδελφό της, Ανρί Λουί Μαρί ντε Ροάν, Δούκα του Μονμπαζόν, ο οποίος ήταν δεκαπέντε ετών εκείνη την εποχή. Ήταν μέλος του ανώτερου κλάδου των Ροάν, των Πριγκίπων του Γκεμενέ. Ήταν ανιψιός του Καρδινάλιου του Ροάν, ο οποίος είχε υποστεί ατίμωση από την εμπλοκή του στην περίφημη υπόθεση του Περιδέραιου με τα διαμάντια. Ο Ανρί Λούις απέκτησε το μεγάλο αξίωμα του «Grand Chamberlain of France» (Μεγάλου Αρχιθαλαμηπόλου της Γαλλίας). Το ζευγάρι είχε πέντε παιδιά.

Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1788, ο Δούκας κληρονόμησε τον τίτλο του «Πρίγκιπα του Γκεμενέ». Στη συνέχεια, και η Βικτουάρ ήταν γνωστή στο Βασίλειο ως «Μαντάμ ντε Γκεμενέ». Μετά το θάνατο του πατέρα της, ο σύζυγός της έγινε κληρονόμος του τίτλου «Πρίγκιπας του Σουμπλίζ». Εκείνη και η οικογένειά της ζούσαν πλούσια στο Παρίσι στο Μέγαρο ντε Ροάν-Γκεμενέ (Hôtel de Rohan-Guéméné στα Γαλλικά), που βρίσκεται στη διάσημη Πλατεία των Βοσγίων.

Το 1775, η Μαρί-Λουίζ ντε Ροάν, Κόμισσα της Μαρσάν παραιτήθηκε από τη θέση της ως γκουβερνάντα στα βασιλικά τέκνα για χάρη της Βικτουάρ, που ήταν ανιψιά της. Από το 1778 έως το 1782, η Βικτουάρ ήταν υπεύθυνη για την επίβλεψη του μεγαλύτερου παιδιού του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, της Μαρίας Θηρεσίας της Γαλλίας, γνωστής επίσης ως Μαντάμ Ρουαγιάλ. Σε αυτόν το πόστο, ήταν υπεύθυνη για ένα προσωπικό άνω των εκατό αυλικών και υπαλλήλων.

Η Βικτουάρ ντε Ροάν μαζί με την Μαρία Θηρεσία, γνωστή ως Μαντάμ Ρουαγιάλ

Κατά τη διάρκεια της θητείας της ως βασιλικής γκουβερνάντας, η Βικτουάρ δεν επιτρεπόταν να φύγει από το παλάτι, παρά μόνο με γραπτή άδεια από τον μονάρχη, μια άδεια που ζήτησε για να παρευρεθεί σε ένα πάρτι του Αρχιεπισκόπου του Ναρμπόν στο Ουτεφαντέν.[2] Έγινε ισχυρή προσωπική φίλη της Μαρίας Αντουανέτας, και προφανώς είχε έντονη επιρροή πάνω στη βασίλισσα. Την συμβούλευε κυρίως να ασχολείται με άχρηστες και δαπανηρές συνήθειες, όπως ήταν η διοργάνωση παράνομων παιχνιδιών με υψηλά οικονομικά στοιχήματα. Ένα τέτοιο παιχνίδι με χαρτιά ονομαζόταν «Φαραώ», και το εισήγαγε η Βασίλισσα στο σαλόνι της στις Βερσαλλίες. Επίσης την έπεισε να φέρει στο βασίλειο μια νέα αγγλική μόδα της εποχής, που ήταν οι ιπποδρομίες. Αυτά τα «ενδιαφέροντα» όμως, έκαναν τη βασίλισσα να αποκτήσει τεράστια χρέη.[3]

Η Βικτουάρ απέκτησε σχέση με τον Ογκυστέν Γκαμπριέλ ντε Φρανκετό ντε Κουανί (1740–1817), ο οποίος ήταν πατέρας μιας από τις οφειλέτες της, της Αιμέ ντε Φρανκετό ντε Κουανί , Δούκισσας του Φλερί (1769–1820) και μούσα του ποιητή Αντρέ Σενιέ. Εν τω μεταξύ, ο πρίγκιπας του Γκεμενέ δημιούργησε δεσμό με μια στενή του φίλη, την Βικτώρια Θηρεσία-Λουκία του Ντιλλόν, Κόμισσα του Ντιλλόν. Εξαιτίας όσων συνέβαιναν, ο Αμπότ ντε Βερμόν, ο προσωπικός σύμβουλος της Μαρίας Αντουανέτας, εξέφρασε την δυσαρέσκεια του, για το γεγονός ότι η Βασίλισσα συνέχιζε να κάνει παρέα με κακόφημες γυναίκες, όπως ήταν η Ντιλλόν και η Γκεμενέ. Αυτή την άποψη όμως φαίνεται ότι την συμμερίζονταν και ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄, αδελφός της βασίλισσας. Το 1776, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, επέπληξε την αδερφή του, Μαρία Αντουανέτα, επειδή σύχναζε στο σαλόνι της Πριγκίπισσας Βικτουάρ, το οποίο το αποκαλούσε φωλιά του τζόγου.[3]

Η Βικτουάρ έχει περιγραφτεί ως ευφυής άτομο. Παρόλο όμως που ήταν προικισμένη με μεγάλη νοητική δύναμη, εκείνη προτιμούσε να σπαταλά ανόητα το χρόνο της στον πνευματισμό,[2] και για να αποκτά μια μεγάλη συλλογή από διάσημα κοσμήματα, τα οποία φορούσε σπάνια. Ωστόσο, τα δάνειζε τακτικά σε άλλους για να τα φορούν σε επίσημες περιστάσεις.[2]

Το 1782, η Βικτουάρ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση της ως γκουβερνάντα, λόγω του σκανδάλου που δημιουργήθηκε από το αυξανόμενο χρέος του συζύγου της, που είχε ύψος 33 εκατομμυρίων λιρών, και, το 1797, οδήγησε στην πώληση του αρχοντικού τους. Η Μαρία Αντουανέτα εξασφάλισε μια σύνταξη για την Βικτουάρ για την υπηρεσία της στο βασίλειο. Εντούτοις, στο ζευγάρι απαγορεύθηκε η είσοδος στο Παλάτι και έτσι η φιλία μεταξύ της Βασίλισσας και της Βικτοάρ διακόπηκε.[4]

Μετά την πτώχευση, η οποία θεωρήθηκε σκάνδαλο, το ζευγάρι απομονώθηκε από την καλή κοινωνία και η Βικτουάρ έμεινε σε ένα παλάτι που της παρείχε ο πατέρας της. Εκείνη αντιμετώπισε το σκάνδαλο με αξιοπρέπεια.[5]

Η Βικτουάρ και ο σύζυγός της έζησαν για να δουν τη Γαλλική Επανάσταση το 1789, και αργότερα δραπέτευσαν στην Αυστρία. Εγκαταστάθηκαν στη Βοημία, και ζούσαν στο Κάστρο του Σίχροφ, στο οποίο η οικογένεια Ροάν παρέμεινε για 125 χρόνια.

Η Βικτουάρ και ο Ανρί ντε Ροάν επέστρεψαν τελικά στη Γαλλία, και εκείνη πέθανε στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο του 1807 σε ηλικία εξήντα τριών ετών. Ο σύζυγος της πέθανε μετά από δύο χρόνια.

Παραπομπές και σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003. I00010724.
  2. 2,0 2,1 2,2 Boigne, Louise-Eléonore-Charlotte-Adélaide d'Osmond, Memoirs of the Comtesse de Boigne (1781-1814), London, Heinemann, 1907
  3. 3,0 3,1 Joan Haslip (1991). Marie Antoinette. Stockholm: Norstedts Förlag AB. (ISBN 91-1-893802-7)
  4. name="Joan Haslip 1991"
  5. name="Boigne, Louise-Eléonore-Charlotte-Adélaide d'Osmond"