1,2-διβρωμοαιθάνιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το 1,2-διβρωμοαιθάνιο, γνωστό και ως αιθυλενοβρωμίδιο (EDB), είναι οργανική χημική ένωση με μοριακό τύπο C2H4Br2. Είναι ένα δισαλογονωμένο παράγωγο του αιθυλενίου. Αν και ίχνη της ουσίας αυτής υπάρχουν με φυσικό τρόπο στο θαλάσσιο νερό, όπου παράγεται πιθανότατα από φύκη και κέλπιες, σήμερα παράγεται κυρίως από τον άνθρωπο. Η καύση του παράγει αέριο υδροβρώμιο, που έχει διαβρωτική δράση.[1]

Φυσικές ιδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καθαρό αιθυλενοβρωμίδιο είναι πυκνό, άχρωμο υγρό με ασθενική γλυκιά οσμή. Η πυκνότητά του είναι 2,18 gr/cm3. Είναι ελάχιστα διαλυτό στο νερό και πολύ περισσότερο στο οινόπνευμα και τον αιθέρα. Στερεοποιείται σε θερμοκρασία 10 °C (283 K) και βράζει στους 129 έως 133 °C (402 έως 406 K). Είναι αρκετά φωτοθλαστικό, με δείκτη διαθλάσεως 1,539.

Τρόποι παρασκευής και χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ουσία αυτή παράγεται με απευθείας αντίδραση αέριου αιθυλενίου με βρώμιο[2] με μια κλασική αντίδραση προσθήκης αλογόνου.

Ιστορικώς το 1,2-διβρωμοαιθάνιο χρησιμοποιήθηκε ως αντικροτικό σε υγρά καύσιμα με μόλυβδο, καθώς αντιδρά αιχμαλωτίζοντας υπολείμματα του μολύβδου παράγοντας πτητικά βρωμίδια του μολύβδου, αποτρέποντας έτσι τη φθορά με εναποθέσεις μολύβδου των κινητήρων που έκαιγαν τέτοια καύσιμα.[3]

Το αιθυλενοβρωμίδιο έχει χρησιμεύσει επίσης ως φυτοφάρμακο εδάφους για διάφορες καλλιέργειες και παλαιότερα για την παρασκευή γλυκόλης, ακόμα και ως φάρμακο κατά της επιληψίας, προτού επιβεβαιωθεί η τοξικότητά του.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «αιθυλενοβρωμίδιον» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 2, σελίδα 712