Χρήστης:Tech4Com/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω από κάθε ηλεκτρική ή ηλεκτρονική διάταξη, συσκευή ή σύστημα, διαπιστώνουμε τη παρουσία ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων που διαδίδονται με αγωγιμότητα ή ακτινοβολία. Για να είναι επομένως οι διατάξεις, συσκευές ή συστήματα ηλεκτρομαγνητικά συμβατά, πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους στο ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον που βρίσκονται και ταυτόχρονα να μην δημιουργούν ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές στις υπόλοιπες διατάξεις, συσκευές ή συστήματα που βρίσκονται στο ίδιο ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον.

Η ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα ορίζεται ως «η ικανότητα του εξοπλισμού να λειτουργεί ικανοποιητικά στο ηλεκτρομαγνητικό του περιβάλλον χωρίς να προκαλεί απαράδεκτες ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές σε οτιδήποτε βρίσκεται στο περιβάλλον αυτό»[1].

Η ηλεκτρομαγνητική διαταραχή ορίζεται ως "κάθε ηλεκτρομαγνητικό φαινόμενο που μπορεί να υποβαθμίσει τη λειτουργία εξοπλισμού. Μια ηλεκτρομαγνητική διαταραχή μπορεί να είναι θόρυβος ηλεκτρομαγνητικής προέλευσης, ανεπιθύμητο σήμα ή μεταβολή του ιδίου του μέσου διά του οποίου γίνεται η διάδοση".[1]

Το ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον ορίζεται ως "το σύνολο όλων των ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων τα οποία είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε μια δεδομένη τοποθεσία".[1]

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αναγκαιότητα της ρύθμισης με τον καθορισμό ορίων στις προκαλούμενες ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές ξεκίνησε το 1933 με τη δημιουργία της CISPR (τότε η ονομασία της ήταν Comité International Spécial des Perturbations Radiophoniques και το 1953 τροποποιήθηκε σε Comité International Spécial des Perturbations Radioelectriques) ως ειδικής Επιτροπής της Διεθνούς Ηλεκτροτεχνικής Επιτροπής (IEC)[2].

Στη δεκαετία του 1950 τα προβλήματα παρεμβολών πολλαπλασιάστηκαν και ήταν ιδιαίτερα αισθητά στους ακροατές του ραδιοφώνου. Συστήματα ανάφλεξης μηχανών αυτοκινήτων, ηλεκτρικά οχήματα, τραίνα, δημιουργούσαν σειρά προβλημάτων λόγω κρουστικών τάσεων.

Στην Ελλάδα ο ν. 2260/1952 (ΦΕΚ 285 Α) και ο τεχνικός κανονισμός της 27 Ιουνίου 1955 (ΦΕΚ 151 Α) απετέλεσαν την πρώτη προσπάθεια εξασφάλισης των ραδιοφωνικών λήψεων και καταπολέμησης των βιομηχανικών παρασίτων.

phoniques δημιουργίας διεθνούς δικαίου στον τομέα διαχείρισης του φάσματος έγινε αντιληπτή από την έναρξη της χρήσης των ραδιοεπικοινωνιών στην αρχή του 20ου αιώνα. Σε διεθνές επίπεδο το θέμα συντονίζεται και εποπτεύεται από τη Διεθνή ΄Ένωση Τηλεπικοινωνιών που αποτελεί το εξειδικευμένο όργανο του ΟΗΕ για τις τηλεπικοινωνίες.Στη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών που ιδρύθηκε το 1865, η Ελλάδα είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη. Τα κράτη μέλη οφείλουν, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις που συναποδέχονται, να οργανώνουν σωστά και αποτελεσματικά την αξιοποίηση του φάσματος στην επικράτειά τους. Σύμφωνα με τον Κανονισμό Ραδιοεπικοινωνιών της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών, κάθε αρμόδια Διοίκηση (αρμόδια υπηρεσία σε κάθε κράτος) έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει, λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική, τους κανονισμούς , την κατανομή και τη διαθεσιμότητα των ραδιοσυχνοτήτων κατά πόσον και ποιες από τις απαιτήσεις τηλεπικοινωνιών μπορούν να εκπληρωθούν χρησιμοποιώντας συστήματα ραδιοεπικοινωνιών. Στα πλαίσια αυτά η αρμόδια Διοίκηση πρέπει να κάνει τεχνικές μελέτες, να επιλέγει τις πιθανές συχνότητες, να τις συντονίζει με άλλες Διοικήσεις, να επιλέγει και να εκχωρεί τις τελικές συχνότητες στους σταθμούς για τους οποίους είναι υπεύθυνη και για τους οποίους είναι υποχρεωμένη να εκδίδει άδειες, διότι ο Κανονισμός Ραδιοεπικοινωνιών ορίζει ότι: «Κανένας σταθμός εκπομπής δεν είναι δυνατό να τοποθετείται ή να λειτουργεί από ιδιώτη ή από οποιαδήποτε επιχείρηση χωρίς άδεια που εκδίδεται στην κατάλληλη μορφή και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού από ή για λογαριασμό της Κυβέρνησης της χώρας, απ' όπου εξαρτάται ο εν λόγω σταθμός...» και : « Οποιαδήποτε νέα εκχώρηση ή οποιαδήποτε αλλαγή συχνότητας ή άλλου βασικού χαρακτηριστικού υφιστάμενης εκχώρησης πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται η πρόκληση επιζήμιας παρεμβολής σε υπηρεσίες που προσφέρονται από σταθμούς που χρησιμοποιούν συχνότητες εκχωρημένες σύμφωνα με τον Πίνακα Κατανομής Συχνοτήτων και τις άλλες διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, τα χαρακτηριστικά των οποίων εκχωρήσεων έχουν καταγραφεί στο Διεθνές Μητρώο Συχνοτήτων» ως επίσης και : « Οι Διοικήσεις των Κρατών Μελών δεν πρέπει να εκχωρούν σε κανένα σταθμό οποιαδήποτε συχνότητα κατά παρέκκλιση είτε του Πίνακα Κατανομής Συχνοτήτων ή των άλλων διατάξεων του παρόντος Κανονισμού, εκτός υπό τη ρητή επιφύλαξη ότι ένας τέτοιος σταθμός, όταν χρησιμοποιεί μία τέτοια εκχώρηση συχνότητας, δεν πρέπει να προκαλεί επιζήμια παρεμβολή σε ένα σταθμό που λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, της Σύμβασης και του παρόντος Κανονισμού, ούτε μπορεί να απαιτεί προστασία από επιζήμια παρεμβολή που του προκαλείται».

Σύμφωνα με τη διεθνή και τις εθνικές νομοθεσίες, τα Κράτη οφείλουν να διατηρούν τον έλεγχο της χρήσης του φάσματος. Επομένως, μία άδεια χρήσης του φάσματος δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί τίτλο κυριότητάς του. Οι εθνικές αρχές οφείλουν να διασφαλίζουν την ορθολογική, αποδοτική και οικονομική χρήση του φάσματος προς το δημόσιο συμφέρον. Το κοινό μπορεί να επωφεληθεί από τη χρήση του φάσματος με πολλούς τρόπους. Μία μορφή ωφέλειας προκύπτει όταν η Κυβέρνηση διατηρεί τον έλεγχο του φάσματος και το χρησιμοποιεί για σκοπούς του δημοσίου, όπως η εθνική άμυνα και η δημόσια ασφάλεια. Το κοινό ωφελείται επίσης όταν το φάσμα διατίθεται για δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες επικοινωνίας του. Εντούτοις, η ωφέλεια αυτή μπορεί να είναι μικρότερη από αυτήν που θα επιτυγχανόταν αν η διαχείριση δεν εμποδίζει τις δυνάμεις της αγοράς από το να επιδιώξουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες μεγαλύτε-ρης αξίας σε ανταγωνιστικές τιμές και με το μικρότερο κόστος. Γενικά, το κοινό δέχεται την μεγαλύτερη ωφέλεια από το φάσμα όταν αυτό χρησιμοποιείται για υπηρεσίες που είναι πλέον επιθυμητές και επομένως είναι πρόθυμο να πληρώσει γι’ αυτές. Εντούτοις, λόγω της ταχείας εξέλιξης της τεχνολογίας, αν θέλει ο διαχειριστής του φάσματος να βρίσκεται στην κορυφή της, θα είναι υποχρεωμένος να τροποποιεί συνεχώς την προβλεπόμενη χρήση ώστε να αντανακλά τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις. Η συνεχής όμως αυτή αναθεώρηση των κανονισμών δαπανά πόρους, αποθαρρύνει τις επενδύσεις, καθυστερεί την εισαγωγή νέων υπηρεσιών και μειώνει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα εκείνων που επιθυμούν να εισάγουν πρώτοι τις νέες τεχνολογίες στην αγορά. Η πολιτική διαχείρισης του φάσματος επομένως πρέπει να είναι προσανατολισμένη ώστε να αποφεύγονται οι κανονισμοί που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό αλλά όπου είναι δυνατόν να δημιουργούνται οι συνθήκες ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν αποδοτικά οι δυνάμεις της αγοράς. Η αρχή αυτή πρέπει να καθοδηγεί τις πρακτικές του διαχειριστή του φάσματος κατά την εκχώρηση φάσματος στους συγκεκριμένους χρήστες. Θα πρέπει να διατίθεται όσο το δυνατόν περισσότερο φάσμα στις υπηρεσίες που ζητά το κοινό και αν αυτό παρεμποδίζεται από διεθνείς κανονισμούς, να υιοθετούνται μέθοδοι με τις οποίες αυξάνεται η αξία του φάσματος για τους παρόχους υπηρεσιών και το κοινό. Ο διαχειριστής του φάσματος θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να διαθέτει το ταχύτερο στην αγορά το φάσμα που προκύπτει από αλλαγές στη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία και να μπορεί να αποφασίζει για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η διάθε-ση αυτή. Ταυτόχρονα ο διαχειριστής του φάσματος πρέπει να είναι ενήμερος ότι η αρχική α-ντίληψή του για την αποτελεσματική χρήση του φάσματος είναι ατελής και πρέπει να μπορεί να προβλέπει ότι η τεχνολογική εξέλιξη μπορεί είτε να τροποποιήσει μεταγε-νέστερα το αρχικό εύρος φάσματος που απαιτείται για την παροχή της υπηρεσίας είτε να επιτρέψει την εισαγωγή και νέων υπηρεσιών επιπλέον της αρχικά προβλεπόμενης υπηρεσίας. Θα πρέπει επίσης να εξεταστεί προσεκτικά η σχέση μεταξύ της αποκλειστικής απονο-μής, της μοιρασμένης απονομής και της μη αδειοδοτημένης χρήσης. Στις περισσότε-ρες περιπτώσεις η άδεια της αποκλειστικής χρήσης φάσματος αυξάνει την αποδοτικό-τητα και τον ανταγωνισμό δίνοντας σε κάθε χρήστη τη μεγαλύτερη δυνατή προστα-σία από παρεμβολές. Μία εναλλακτική πρόταση είναι η απονομή σε δύο ή περισσό-τερους χρήστες της ίδιας ζώνης συχνοτήτων υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις ώστε να μπορούν να εκμεταλλευτούν οι ίδιοι τις τεχνικές δυνατότητες σύγχρησης χωρίς όμως να υποβιβάζεται η ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας. Εκτός από την αδειοδοτημένη χρήση του φάσματος, ο διαχειριστής του φάσματος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθορίζει χρήσεις για τις οποίες δεν θα απαιτείται άδεια και να επιτρέπει στους αδειοδοτημένους χρήστες να φιλοξενούν τέτοιες χρήσεις στο φάσμα τους εφόσον κρίνεται ότι υπάρχουν οι τεχνικές προϋποθέσεις, αυξάνοντας έτσι την αποδοτική χρήση του φάσματος. Η προαγωγή του ανταγωνισμού θα πρέπει να αποτελεί πρωτεύουσα επιδίωξη του δια-χειριστή του φάσματος και να μεριμνά για την αφαίρεση των εμποδίων πρόσβασης στο φάσμα όπου είναι δυνατόν. Παράλληλα όμως θα πρέπει να επιβάλλει εμπόδια όταν είναι αναγκαία για να αποτρέψουν την ανάπτυξη ή διατήρηση σημαντικής ισχύ-ος στην αγορά. Στα πλαίσια της ανάπτυξης της πολιτικής του διαχειριστή του φάσματος ώστε να με-γιστοποιηθεί η αποτελεσματική χρήση του φάσματος, θα πρέπει να εξεταστούν οι πα-ράγοντες που μπορούν να εφαρμοστούν για μεγαλύτερη ευκαμψία στην αδειοδότηση του φάσματος, παραδείγματος χάριν στην περίπτωση που οι πάροχοι κινητών υπηρε-σιών ενδιαφέρονται να παρέχουν σταθερές υπηρεσίες. Μία άλλη συνιστώσα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η ευκαμψία στην επιλογή της τεχνολογίας που θα επιλεχθεί από τον πάροχο για την προσφορά της υπηρεσίας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφορετικών τεχνολογιών όπου δεν έρχονται σε αντίθεση με γενικότερες Ευρωπαϊκές πολιτικές θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανανέωση του ε-ξοπλισμού και την παροχή νέων υπηρεσιών στους καταναλωτές. Η ευκαμψία στον καθορισμό των προσφερόμενων υπηρεσιών και στην επέκταση των αγορών θα πρέπει να περιορίζεται από τους κανόνες που καθορίζουν την παρεμπόδι-ση των παρεμβολών. Η έγκριση χρήσης φάσματος έχει περιορισμένη αξία αν δεν συ-νοδεύεται από την προσδοκία ότι η σύννομη χρήση του φάσματος θα είναι ελεύθε-ρη παρεμβολών. Κάθε χρήστης του φάσματος όπως ένας χρήστης γης ή άλλου φυ-σικού πόρου πρέπει να θυσιάσει τις δυνατότητες απεριόριστης χρήσης που πιθανόν έχει ώστε και κάθε άλλος χρήστης να μπορεί να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της χρήσης του φάσματος μέσα στα δικά του όρια. Ο διαχειριστής του φάσματος θα πρέπει να καθορίζει την έκταση κατά την οποία κάθε χρήστης του φάσματος μπορεί να προσδοκά τη λειτουργία της υπηρεσίας χωρίς παρεμβολές και να επι-βάλλει κανονισμούς για να προστατεύει τους χρήστες. Ο διαχειριστής του φάσμα-τος πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλα τα τεχνικά μέσα τα οποία θα του επιτρέπουν την ταχύτερη χορήγηση αδειών. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που δια-τίθενται από τη σύγχρονη τεχνολογία, τόσο στο τεχνικό όσο και στο διοικητικό επίπε-δο. Τέτοια μέσα είναι η χρήση ψηφιακών χαρτών, προγραμμάτων υπολογισμού σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αίτησης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονι-κών φορμών. Για την υλοποίηση αυτή είναι αναγκαία η τυποποίηση και η ικανοποιη-τική τεκμηρίωση των διαδικασιών που πρέπει να είναι σαφείς και σταθερές σε μεγά-λες χρονικές περιόδους ώστε να μπορούν να τις παρακολουθούν και να τις κατανοούν οι μικροί σε μέγεθος χρήστες που δεν διαθέτουν μεγάλες δυνατότητες υποδομής και έμψυχου δυναμικού. Πριν από την έναρξη παροχής μιας υπηρεσίας που βασίζεται στη χρήση του φάσμα-τος ραδιοσυχνοτήτων, ο διαχειριστής θα πρέπει να καθορίσει τους κανόνες που επη-ρεάζουν τη χρήση αυτή με αρκετή ακρίβεια – όση είναι δυνατή κάτω από τις συγκε-κριμένες περιστάσεις. Π.χ. θα πρέπει να καθοριστούν οι κανόνες παρεμβολής, οι επι-τρεπόμενες τεχνικές αποκλίσεις, οι απαιτήσεις που σχετίζονται με άλλους χρήστες στις ίδιες ή παραπλήσιες ζώνες ραδιοσυχνοτήτων. Επειδή είναι εύλογο ότι ο αδειοδο-τημένος πάροχος θα θελήσει να ανανεώσει την άδειά του όταν αυτή λήξει, ο διαχειριστής του φάσματος θα πρέπει να συγκεντρώνει κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα αποτελέσουν κριτήρια για την ανανέωση ή όχι της άδειας. Μερικοί περιορισμοί είναι αναγκαίοι όταν η χρήση του φάσματος πρέπει να συνεξε-ταστεί με την προστασία του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας και ασφάλειας. Στις περιπτώσεις αυτές ο διαχειριστής του φάσματος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τον επιδιωκόμενο στόχο κατά τρόπο που είναι όσο το δυνατόν λιγότερο περιοριστικός.


  1. 1,0 1,1 1,2 ΚΥΑ οικ37764/873/Φ342/2016 ΦΕΚ 1602 Β
  2. «How & why the IEC was started | IEC». iec.ch. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2022.