Χρήστης:Eva Papaioannou/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μαγικός ρεαλισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαγικός ρεαλισμός είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα που άνθισε στα μέσα του εικοστού αιώνα και προσδιορίζεται ως η υφολογική ανησυχία και το ενδιαφέρον για ανάδειξη του μη πραγματικού ή αλλόκοτου ως κάτι καθημερινό και κοινό. Δεν είναι μια λογοτεχνική έκφραση μαγική. ο σκοπός του είναι περισσότερο να εκφράσει τα συναισθήματα παρά να τα προκαλέσει και, πάνω απ’ όλα, είναι μία στάση απέναντι στην πραγματικότητα.

Ο μαγικός ρεαλισμός έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με τον επικό ρεαλισμό, όπως την αξίωση να δώσει εσωτερική αληθοφάνεια στο φανταστικό και μη πραγματικό, σε αντίθεση με τη στάση του μηδενισμού, υιοθετημένη αρχικά από τις εκφράσεις της Πρωτοπορίας όπως το σουρεαλισμό.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από έναν κριτικό τέχνης, τον Γερμανό Φραντς Ροχ (Franz Roh), για να περιγράψει έναν πίνακα που απεικόνιζε μία πραγματικότητα αλλοιωμένη και έφτασε στην ισπανική γλώσσα το 1925 με την μετάφραση του βιβλίου Realismo mágico (Revista de Occidente, 1925), επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα υπερρεαλιστικά έργα της χιλιανής συγγραφέως Μαρία Λουίζα Μπομπάλ1 (Maria Luisa Bombal) αλλά αργότερα το 1947, εισάχθηκε στην ισπανομερικανική λογοτεχνία από τον Αρτούρο Ούσλαρ Πιέτρι (Arturo Úslar Pietri) στο δοκίμιό του El cuento venezolano.2 Ο Ούσλαρ τονίζει:

Αυτό που ήρθε να επικρατήσει στο διήγημα και να αφήσει το αποτύπωμά του με τρόπο                                                    διαχρονικό, ήταν η θεώρηση του ανθρώπου ως ένα μυστήριο μέσω πραγματικών δεδομένων. 
Μία ποιητική προφητεία ή μία ποιητική άρνηση της πραγματικότητας.                                                                           Αυτό που ελλείψει άλλης λέξης μπορεί να ονομαστεί μαγικός ρεαλισμός.3

Ο κριτικός Βίκτορ Μπράβο (Víctor Bravo) από τη Βενεζουέλα, υπογραμμίζει ότι η έννοια του μαγικού ρεαλισμού γεννήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με αυτήν του «θαυμαστού πραγματικού»: «Η αρχική διατύπωση και των δύο εννοιών –ως αναφορά σε έναν τρόπο λογοτεχνικής παραγωγής στη Λατινική Αμερική- γίνεται σχεδόν με ταυτόχρονο τρόπο. Το 1947, ο Αρτούρο Ούσλαρ Πιέτρι εισάγει τον όρο «μαγικός ρεαλισμός» για να αναφερθεί στη διηγηματογραφία της Βενεζουέλας. Το 1949 ο Αλέχο Καρπεντιέρ (Alejo Carpentier) για να παρουσιάσει το μυθιστόρημα El reino de este mundo4 κάνει αναφορά στο «θαυμαστό πραγματικό» και κάποιοι θεωρούν το μυθιστόρημα αυτό ως το πρωτοπόρο του συγκεκριμένου λογοτεχνικού ρεύματος.

Ως προγενέστερη λογοτεχνική μνεία του όρου «μαγικός ρεαλισμός» από αυτή του Úslar Pietri πρέπει να παρατεθεί αυτή του Μάσιμο Μποντεμπέλι (Massimo Bontempelli) ο οποίος το 1919 «κερδίζει μεγάλη δημοτικότητα δημοσιεύοντας τα μυθιστορήματά του από τον κύκλο “Vida intensa”, μυούμενος σε μία λογοτεχνία –σύμφωνα με σημείωση του Νίνο Φρανκ (Nino Frank) στο “Dictionnaire des Auteurs” των Λαφόν - Μπομπιάνι (Laffont-Bompiani)– που θυσιάζει το συμβατικό ρεύμα της εποχής, κατά τον τρόπο του Ανατόλ Φρανς (Anatole France), καθιστώντας τον ίδιο σε ένα είδος πρόδρομου αυτού που έγινε γνωστό ως “μαγικός ρεαλισμός”».5

Ο μαγικός ρεαλισμός αναπτύχθηκε πολύ έντονα κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όντας το αποτέλεσμα της αντίθεσης μεταξύ δύο τάσεων που συνυπήρχαν εκείνη την εποχή στη Λατινική Αμερική: η κουλτούρα της τεχνολογίας και η κουλτούρα της δεισιδαιμονίας. Ωστόσο, υπάρχουν τέτοιου είδους κείμενα ήδη από τη δεκαετία του ’30, στα έργα του Χοσέ ντε λα Κουάδρα (José de la Cuadra), στις νουβέλες του –για παράδειγμα, La tigra-, κι επίσης, αυτό το στυλ γραφής αναπτύχθηκε σε βάθος από τον Ντεμέτριο Αγκιλέρα Μάλτα (Demetrio Aguilera Malta) όπως στα έργα του Don Goyo και La isla virgen.

Εκπρόσωποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των κυρίαρχων εκπροσώπων βρίσκονται ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez) από την Κολομβία και ο Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας6 (Miguel Ángel Asturias) από τη Γουατεμάλα, βραβευμένοι και οι δύο με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Επίσης, ξεχωρίζουν συγγραφείς όπως ο Άλβαρο Κουνκέιρο (Álvaro Cunqueiro) από την Γαλικία της Ισπανίας και ο Χούλιο Κορτάσαρ (Julio Cortázar) από την Αργεντινή, αν και πολλοί ανακηρύσσουν ως πατέρες του μαγικού ρεαλισμού τον Χουάν Ρούλφο (Juan Rulfo) με το μυθιστόρημά του Πέδρο Πάραμο (Pedro Páramo), τον Αρτούρο Ούσλαρ Πιέτρι με το διήγημά του La lluvia (1935), τον Χοσέ ντε λα Κουάδρα, τη Λάουρα Εσκιβέλ (Laura Esquivel) με το μυθιστόρημά της Σαν νερό για ζεστή σοκολάτα (Como agua para chocolate), τον Πάμπλο Νερούδα (Pablo Neruda) και άλλους. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) επίσης έχει θεωρηθεί συνδεδεμένος με το μαγικό ρεαλισμό αλλά η απόλυτη άρνησή του για αποδοχή του ρεαλισμού ως είδος ή ως λογοτεχνική πιθανότητα, τον τοποθετεί κόντρα σε αυτό το κίνημα. Ο Αλέχο Καρπεντιέρ από την Κούβα, στον πρόλογό του στο Reino de este mundo, καθορίζει τον τρόπο γραφής του εφευρίσκοντας την ιδέα του θαυμαστού πραγματικού που, παρά τις ομοιότητες με το μαγικό ρεαλισμό, δε θα έπρεπε να εξομοιώνεται με αυτόν.

Χαρακτηριστικά του μαγικού ρεαλισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά εμφανίζονται σε πολλά μυθιστορήματα του μαγικού ρεαλισμού, όχι απαραίτητα όλα μαζί κι επίσης κάποια έργα που ανήκουν σε άλλα είδη μπορεί να παρουσιάζουν κάποια παρόμοια χαρακτηριστικά.

  • Περιεχόμενο με μαγικά/φανταστικά στοιχεία, που οι χαρακτήρες τα αντιλαμβάνονται ως μέρος της πραγματικότητας.
  • Μαγικά στοιχεία, ενδεχομένως και διαισθητικά, αλλά που (συνήθως) δεν εξηγούνται ποτέ.
  • Παρουσία του αισθητηριακού ως τρόπου στην αντίληψη της πραγματικότητας.
  • Όσον αφορά το περιβάλλον, τα περισσότερα στοιχεία τοποθετούνται στα πιο σκληρά επίπεδα φτώχιας και κοινωνικής περιθωριοποίησης, μέρη στα οποία η μαγική, μυθική αντίληψη είναι παρούσα.
  • Τα γεγονότα είναι πραγματικά αλλά έχουν μια συνυποδήλωση φανταστική, καθώς κάποια δεν επεξηγούνται ή είναι πολύ απίθανο να συμβούν.
  • Γίνεται αναφορά στο νεωτερισμό των εξωπραγματικών χαρακτήρων που πάντα δρουν χωρίς να δράσουν, δηλαδή το πολυδιάστατο των χαρακτήρων αντικατοπτρίζεται σε κάθε λέξη του μυθιστορήματος.

Χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνείδηση αυτών των χαρακτήρων λειτουργεί σε τρία ενεργά επίπεδα: το συνειδητό (έχουν επίγνωση των όσων κάνουν), το ασυνείδητο (δεν έχουν συναίσθηση των πράξεών τους) και το υποσυνείδητο (τα δεδομένα βρίσκονται εκεί αλλά δεν φτάνουν στο σημείο να γίνουν συνειδητά).

Χρόνος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συναντάμε τέσσερις θέσεις:

  • Χρονολογική σειρά: Τα γεγονότα ακολουθούν τη λογική πορεία του χρόνου.
  • Χρονική ρήξη από προσωρινά επεισόδια: Το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν (επιστροφές) και το μέλλον (εξελίξεις). (Όπως στο La noche boca arriba του Julio Cortázar και στο Pedro Páramo του Juan Rulfo).
  • Στατικός χρόνος: Ο χρόνος σταματά, σαν να μην εξελίσσεται, ενώ αντιθέτως οι σκέψεις των χαρακτήρων ρέουν.
  • Αντεστραμμένος χρόνος: Είναι ο πιο αντιφατικός. Η νύχτα θεωρείται μέρα όταν για παράδειγμα διαβάζουμε: «Ήταν το ξημέρωμα. Έπεσε η νύχτα», μεταξύ άλλων.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/72507/Maria-Luisa-Bombal

2. Arturo Úslar Pietri, El cuento venezolano en 'Letras y hombres de Venezuela', Madrid, Editorial Mediterráneo (3era. edición: 1974)

3. Citado por Víctor Bravo en Magias y maravillas en el continente literario (Caracas, Ediciones de la Casa de Bello, 1991), pp.14-15

4. Víctor Bravo, Magias y maravillas en el continente literario (Caracas, Ediciones de la Casa de Bello, 1991), p. 13

5. cfr. option=com_content&task=view&id=66&Itemid=30&limit=1&limitstart=1 Material de lectura, 28: Massimo Bontempelli

6. Έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε εδώ την άποψη του ίδιου του Asturias:

«Ο ρεαλισμός μου είναι μαγικός γιατί αποκαλύπτει κάτι ονειρικό, όπως τον αντιλαμβάνονται οι υπερρεαλιστές. Όπως τον αντιλαμβάνονται επίσης οι Μάγια στα ιερά τους κείμενα.

Διαβάζοντας αυτά, καταλαβαίνω πως υπάρχει μία πραγματικότητα χειροπιαστή στην οποία μπολιάζεται μία άλλη πραγματικότητα, αποκύημα της φαντασίας, που τυλίγεται από

τόσες λεπτομέρειες ώστε να φτάνει να γίνεται τόσο πραγματική όσο και η άλλη. Όλο το έργο μου ξεδιπλώνεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο πραγματικότητες».

Miguel Ángel Asturias, citado por Claude Couffon, Revista Alcor,Paraguay, XXIII-XXIV, marzo-junio 1963. En Hombres de maíz, España, colección archivos Nº 21, 1992, nota de Gerald Martin, pág. 283, nota 3.