Τομ Γουέιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τομ Γουέιτς
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Tom Waits (Αγγλικά)
Γέννηση7  Δεκεμβρίου 1949[1][2][3]
Πομόνα
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΣπουδέςHilltop High School[4], O'Farrell Community School και Southwestern College
Ιδιότητατραγουδιστής-τραγουδοποιός[5], τραγουδιστής[5], ηθοποιός[5], συνθέτης, πιανίστας της τζαζ, συγγραφέας και κιθαρίστας τζαζ
ΣύζυγοςΚάτλιν Μπρέναν
Όργαναπιάνο, φωνή, κιθάρα και Τσελέστα
Είδος τέχνηςροκ
ΒραβεύσειςRock and Roll Hall of Fame (2011)[6]
ΙστοσελίδαΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Τόμας Άλαν Γουέιτς (αγγλικά: Thomas Alan Waits, 7 Δεκεμβρίου 1949) είναι Αμερικανός μουσικός, τραγουδοποιός, συνθέτης και ηθοποιός.[7] Έχοντας διαμορφώσει ένα αμιγώς προσωπικό ιδίωμα, αντλεί υλικό από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, από τα μπλουζ, τη γκόσπελ και την τζαζ μέχρι το μουσικό θέατρο και την οπερέτα, χωρίς να είναι δυνατό να καταταχθεί σαφώς σε μια συγκεκριμένη μουσική σκηνή. Το πολύπλευρο και αντικονφορμιστικό έργο του περιλαμβάνει επίσης συνθέσεις για το μουσικό θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ έχει ασχοληθεί με την ηθοποιία αναλαμβάνοντας κυρίως μικρούς ρόλους. Η θεματολογία των τραγουδιών του κυριαρχείται από ατμοσφαιρικές περιγραφές περιθωριακών και γκροτέσκ χαρακτήρων, αλλόκοτες ιστορίες, αλλά και ρομαντικές αφηγήσεις δοσμένες συνήθως στη μορφή μιας συμβατικής μπαλάντας. Διακρίνεται για την ιδιόρρυθμη και ευέλικτη φωνή του. Έχει τιμηθεί με δύο βραβεία Γκράμι για τους δίσκους Bone Machine και Mule Variations.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννημένος στην Πομόνα, μεγάλωσε στο Γουίτιερ (Whittier) και άλλες περιοχές της νότιας Καλιφόρνιας ταξιδεύοντας συχνά λόγω των μετακινήσεων της οικογένειάς του. Οι γονείς του, Φρανκ και Άλμα Γουέιτς, εκπαιδευτικοί στο επάγγελμα, χώρισαν όταν εκείνος ήταν δέκα ετών και το 1960 μετακόμισε με τις δύο αδελφές του και τη μητέρα του στο Σαν Ντιέγκο. Ανέπτυξε σχέση με τη μουσική από μικρή ηλικία, μαθαίνοντας πιάνο και κιθάρα. Τα πρώτα του ακούσματα περιλάμβαναν συνθέσεις των Μπινγκ Κρόσμπι, Κόουλ Πόρτερ, Χάουλινγκ Γουλφ, Τζορτζ Γκέρσουιν, Μπομπ Ντίλαν και Φρανκ Σινάτρα. Ως έφηβος ταυτίστηκε με τη μπιτ λογοτεχνία και ειδικότερα το έργο του Τζακ Κέρουακ, έχοντας ως ήρωες τον Λορντ Μπάκλεϊ και τον Λένι Μπρους. Φοίτησε στο γυμνάσιο Χίλτοπ συμμετέχοντας στο συγκρότημα The System. ενώ την ίδια εποχή εργάστηκε σε εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, αποκομίζοντας εμπειρίες που αργότερα θα αποτελούσαν τη βάση των τραγουδιών του. Αναζήτησε εργασία ως μουσικός στο Λος Άντζελες και το 1972, μετά την εμφάνισή του στο Trobadour, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του μάνατζερ Χερμπ Κοέν, ο οποίος διαχειριζόταν εμφανίσεις γνωστών καλλιτεχνών, όπως του Φρανκ Ζάπα, του Captain Beefheart, του Λένι Μπρους και του Τιμ Μπάκλεϊ. Ο Γουέιτς, ερμηνεύοντας στο πιάνο, αναδείχθηκε με συνθέσεις που μουσικά προσέγγιζαν τη τζαζ και στιχουργικά εξιστορούσαν ιστορίες του περιθωρίου, υιοθετώντας το γλωσσικό ιδίωμά του και διανθίζοντάς τις με εκλεπτυσμένο χιούμορ. Με την υποστήριξη του Κοέν, ο Γουέιτς υπέγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Asylum. Ο πρώτος δίσκος του, με τίτλο Closing Time, κυκλοφόρησε το 1973 σε συνεργασία με τον παραγωγό Τζέρι Γέστερ. Ακολούθησε το The Heart of Saturday Night (1974) και το ζωντανά ηχογραφημένο Nighthawks at the Diner (1975) που αναδεικνύει ίσως με τον καλύτερο τρόπο το ιδιαίτερο μουσικό ύφος του Γουέιτς, εκείνης της εποχής. Οι πλούσιοι, συναισθηματικοί και ποιητικοί στίχοι του, καθώς και η ξεχωριστή φωνή του - εν μέρει αλλοιωμένη από την κατάχρηση τσιγάρων και αλκοόλ - εξασφάλισαν στον Γουέιτς ένα πιστό ακροατήριο που ταυτιζόταν με την εικόνα ενός μποέμ τροβαδούρου, παράλληλα όμως τον απομάκρυνε από τις κύριες μουσικές τάσεις της εποχής.

Το 1976 κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος του, Small Change, σημειώνοντας αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία ώστε να συμπεριληφθεί στα 100 πρώτα άλμπουμ του καταλόγου Billboard, ενώ παράλληλα επαινέθηκε και από τους κριτικούς. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 περιόδευσε αρκετά, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, με το συγκρότημά του Nocturnal Emissions. Στα τέλη της δεκαετίας, η γνωριμία του με τον Σιλβέστερ Σταλόνε απέφερε τη συμμετοχή του στην ταινία Paradise Alley (1978) για την οποία έγραψε τραγούδια ενώ εξασφάλισε και ένα μικρό ρόλο υποδυόμενος έναν μεθυσμένο πιανίστα. Την ίδια εποχή, ολοκλήρωσε το δίσκο Blue Valentine (1978), στον οποίο για πρώτη φορά ο Γουέιτς έκανε χρήση ηλεκτρικής κιθάρας. Ο δίσκος Heartattack and Vine (1980) ήταν ο τελευταίος που ηχογράφησε για την Asylum Records. Ολοκληρώθηκε την ίδια περίπου περίοδο που ξεκινούσε η συνεργασία του με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα για την ταινία Μια μέρα, ένας έρωτας (One from the Heart, 1981), διατηρώντας έτσι τη σχέση του με τον χώρο του κινηματογράφου. Ο Γουέιτς ανέλαβε τη σύνθεση της μουσικής, η οποία ήταν τελικά υποψήφια για βραβείο Όσκαρ και συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Κρίσταλ Γκέιλ. Ο Γουέιτς συνεργάστηκε ξανά με τον Κόπολα, όταν ανέλαβε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στις ταινίες Αουτσάιντερς, επαναστάτες χωρίς αύριο (The Outsiders, 1983), Ο αταίριαστος (Rumble Fish, 1983), Κότον Κλαμπ (The Cotton Club, 1984), και Δράκουλας (Dracula, 1992).

Στιγμιότυπο από συναυλία του Γουέιτς, Ιούλιος 2008

Με τα Heartattack and Vine και One from the Heart, σηματοδοτείται το τέλος μιας εποχής για τον Γουέιτς, ο οποίος ακολούθησε στη συνέχεια νέους μουσικούς δρόμους, πειραματίστηκε με ένα ευρύ φάσμα οργάνων και αναζήτησε εν γένει νέα εκφραστικά μέσα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την παραγωγή των δίσκων του και σε στενή συνεργασία με τη σύζυγό του Κάθλιν Μπρέναν. Έχοντας εγκαταλείψει την Asylum, ο Γουέιτς υπέγραψε νέο δισκογραφικό συμβόλαιο με την Island και τα επόμενα χρόνια ηχογράφησε τα Swordfishtrombones (1983), Rain Dogs (1985) και Frank’s Wild Years (1987), με τα οποία επισημοποιήθηκε η μετακίνησή του από τη τζαζ και τις πιάνο μπαλάντες σε αντισυμβατικές ενορχηστρώσεις με χρήση διαφορετικών οργάνων, ενίοτε αυτοσχέδιων, αλλά και διαφορετικούς ρυθμούς (βαλς, τάνγκο, ρούμπα, κ.ά.) ενσωματώνοντας συγχρόνως στοιχεία από το καμπαρέ και τα μπλουζ. Η μουσική του Frank’s Wild Years γράφτηκε για το ομώνυμο μιούζικαλ, που εκτελέστηκε σε σκηνοθεσία του Γκάρι Σινίζ στο Σικάγο, με τον Γουέιτς να αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ενασχόλησή του με την ηθοποιία και το μουσικό θέατρο συνεχίστηκε περισσότερο εντατικά κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές του 1990. Το 1986 ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην ταινία Στην παγίδα του νόμου του Τζιμ Τζάρμους, ενώ είχε επίσης μικρή συμμετοχή στις ταινίες Ξένοι στην ίδια πόλη (Ironweed, 1987), Candy Mountain (1987). Το 1988 κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ Big Time, με εκτενές υλικό από τις εμφανίσεις του Γουέιτς στα πλαίσια περιοδείας του. Η θεατρική συνεργασία του με τον αβάν γκαρντ σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γουίλσον και τον συγγραφέα Γουίλιαμ Μπάροουζ απέφερε το μιούζικαλ The Black Rider: The Casting of the Magic Bullets, βασισμένο στο γερμανικό θρύλο Der Freischütz που ενέπνευσε και την ομώνυμη όπερα του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Εκτελέστηκε για πρώτη φορά το 1990 στο θέατρο Thalia του Αμβούργου και ακολούθησαν συνολικά 30 παραγωγές σε επτά διαφορετικές γλώσσες. Στο Black Rider, οι συνθέσεις του Γουέιτς παραπέμπουν στο ύφος του Κουρτ Βάιλ. Συνεργάστηκε εκ νέου με τον Γουίλσον για μία δεύτερη οπερατική παραγωγή, με τίτλο Alice (1992), που πραγματεύεται τη σχέση του Λιούις Κάρολ με την Άλις Λίντελ και δανείζεται στοιχεία από το έργο Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Με τη Λίλι Κόουλ, στην πρεμιέρα του Ο φανταστικός κόσμος του δρα Παρνάσους στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο το 2009

Επέστρεψε στη δισκογραφία με την ηχογράφηση του Bone Machine (1992), για το οποίο βραβεύτηκε με το Γκράμι καλύτερου εναλλακτικού άλμπουμ και επαινέθηκε από τους κριτικούς. Ο δίσκος διακρίνεται για τη σκοτεινή θεματολογία του, το μινιμαλισμό και την «τραχύτητά» της παραγωγής. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε επίσης η μουσική που έγραψε για την ταινία Night on Earth (1991) του Τζιμ Τζάρμους. Ο Γουέιτς βραβεύτηκε για δεύτερη φορά το 1999 με το Γκράμι Καλύτερου Σύγχρονου Φολκ Άλμπουμ για το δίσκο Mule Variations, στον οποίο διακρίνονται στοιχεία από ένα ευρύ φάσμα της αμερικανικής μουσικής παράδοσης, προσεγγίζοντας το γκόσπελ, τη νουάρ τζαζ, το φανκ, το σουρεαλιστικό μπλουζ του Captain Beefheart ή ακόμα τον Κουρτ Βάιλ. Σημειώνοντας αξιόλογη εμπορική επιτυχία, με περισσότερες από ένα εκατομμύριο πωλήσεις, εξασφάλισε στον Γουέιτς την αποδοχή ενός ευρύτερου ακροατηρίου. Υπήρξε συγχρόνως η πρώτη κυκλοφορία του με την δισκογραφική εταιρεία ANTI-, θυγατρική της ανεξάρτητης Epitaph.

Το Φεβρουάριο του 2000 ο Ρόμπερτ Γουίλσον συνεργάστηκε ξανά με τον Γουέιτς και την Μπρέναν για τη θεατρική παραγωγή του Woyzeck στη Κοπεγχάγη. Εκτελέστηκε για πρώτη φορά στις 18 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και παίχτηκε στην Ευρώπη το 2001 στη δανική γλώσσα και το 2002 στην αγγλική, με περιορισμένο αριθμό εκτελέσεων επίσης στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες. Βασισμένο εν μέρει στην ομώνυμη τραγωδία του Γκέοργκ Μπύχνερ, το έργο διηγείται τη σκοτεινή ιστορία ενός στρατιώτη που πέφτει τελικά θύμα της ζήλιας του και της απάνθρωπης επιρροής των γιατρών και του στρατού. Τα τραγούδια που συνέθεσε ο Γουέιτς περιλήφθηκαν αργότερα στο άλμπουμ Blood Money (2002). Η επόμενη δισκογραφική δουλειά του, με τίτλο Real Gone (2004), χαρακτηρίζεται από διάθεση νέων πειραματισμών. Ενδεικτική είναι η πλήρης απουσία του πιάνου που κατά τον Γουέιτς δεν θα ταίριαζε στον ωμό και πρωτόγονο ήχο του άλμπουμ, καθώς και η διάθεση πολιτικού σχολιασμού ή έκφραση διαμαρτυρίας σε ορισμένες συνθέσεις (Day after Tomorrow, Hoist That Rag, και Sins of my Father). Ακολούθησε η μεγάλη συλλογή Orphans: Brawlers, Bawlers, & Bastards (2006) που περιείχε προηγουμένως ακυκλοφόρητα τραγούδια και τριάντα νέες συνθέσεις μετά την εποχή του Real Gone. Περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, μια διασκευή μπαλάντας του Φρανκ Σινάτρα, παραδοσιακά φολκ τραγούδια, διασκευές πανκ τραγουδιών των Ramones και καμπαρέ συνθέσεις, η συλλογή συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο τις τρεις δεκαετίες της μουσικής σταδιοδρομίας του Γουέιτς. Το 2008 περιόδευσε σε νότιες πολιτείες των ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ζωντανές ηχογραφήσεις από την περιοδεία κυκλοφόρησαν το 2009 στο άλμπουμ Glitter and Doom Live.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δισκογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Closing Time (Asylum, 1973)
  • The Heart of the Saturday Night (Asylum, 1974)
  • Nighthawks at the Diner (Asylum, 1975)
  • Small Change (Asylum, 1976)
  • Foreign Affairs (Asylum, 1977)
  • Blue Valentine (Asylum, 1978)
  • Heartattack and Vine (Asylum, 1980)
  • One from the Heart (CBS, 1982)
  • Swordfishtrombones (Island, 1983)
  • Rain Dogs (Island, 1985)
  • Franks Wild Years (Island, 1987)
  • Big Time (Island, 1988)
  • Night On Earth (Island, 1992)
  • Bone Machine (Island, 1992)
  • The Black Rider (Island, 1993)
  • Mule Variations (ANTI-, 1999)
  • Blood Money (ANTI-, 2002)
  • Alice (ANTI-, 2002)
  • Real Gone (ANTI-, 2004)
  • Orphans: Brawlers, Bawlers & Bastards (ANTI-, 2006)
  • Glitter and Doom Live (ANTI-, 2009)
  • Bad as Me (ANTI-, 2011)

Συλλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bounced Checks (Asylum, 1981)
  • Anthology of Tom Waits (Asylum, 1984)
  • Asylum Years (Asylum, 1986)
  • The Early Years, Volume One (Bizarre, 1991)
  • The Early Years, Volume Two (Bizarre, 1993)
  • Beautiful Maladies - The Island Years (Island, 1998)
  • Used Songs 1973–1980 (Rhino, 2001)

Φιλμογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτος Πρωτότυπος τίτλος Ελληνικός τίτλος Ρόλος
1978 Paradise Alley Βίαιοι δρόμοι Μαμπλς
1981 Wolfen Λυκάνθρωποι τραγουδά το "Jitterbug Boy" από τον δίσκο Small Change
One from the Heart Μια μέρα, ενας έρωτας τρομπετίστας
1983 Poetry in Motion
The Outsiders Αουτσάιντερς, επαναστάτες χωρίς αύριο Μπακ Μέριλ
Rumble Fish Ο αταίριαστος Μπένι
1984 The Stone Boy απολιθωμένος άντρας στο πανηγύρι
The Cotton Club Κότον Κλαμπ Ίρβινγκ Σταρκ
1986 Down by Law Στην παγίδα του νόμου Ζακ
1987 Ironweed Ξένοι στην ίδια πόλη Ρούντι
Candy Mountain Αλ Σιλκ
1989 Bearskin: An Urban Fairytale Σίλβα
Cold Feet Κένι
Mystery Train Μυστήριο τρένο ραδιοφωνικός ντιτζέι "Λι Μπέιμπι Σιμς" (φωνή)
1990 The Two Jakes Οι δύο Τζέικ Οι δύο Τζέικ
1991 Bis ans Ende der Welt Μέχρι το τέλος του κόσμου τραγουδιστής στο μπαρ
The Fisher King Ο βασιλιάς της μοναξιάς ανάπηρος βετεράνος
Queens Logic Μόντι
At Play in the Fields of the Lord Ελεύθερος στα λιβάδια του Θεού Γουλφ
Dracula Δράκουλας Ρ. Μ. Ρένφιλντ
1993 Short Cuts Στιγμιότυπα Ερλ Πίγκοτ
1999 Mystery Men Οι μυστήριοι Ντοκ Χέλερ
2003 Coffee and Cigarettes Καφές και τσιγάρα Τομ (στο Somewhere In California με τον Ίγκι Ποπ)
2005 Domino Ντόμινο περιπλανώμενος
2006 Wristcutters: A Love Story Νέλερ
2009 The Imaginarium of Doctor Parnassus Ο φανταστικός κόσμος του δρα Παρνάσους κύριος Νικ (διάβολος)
2010 The Book of Eli Ο εκλεκτός μηχανικός
2011 Twixt Παραισθήσεις αφηγητής (φωνή)
2012 Seven Psychopaths Επτά ψυχοπαθείς Ζακαράια
2018 The Old Man & the Gun Ο κύριος & το όπλο Γουόλερ
The Ballad of Buster Scruggs Η μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς χρυσοθήρας
2019 The Dead Don't Die Οι νεκροί δεν πεθαίνουν Μπομπ
2021 Licorice Pizza Πίτσα γλυκόριζα Ρεξ Μπλάου

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. 11897792X. Ανακτήθηκε στις 12  Αυγούστου 2015.
  2. (Αγγλικά) SNAC. w61z51v9. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. (Αγγλικά) Internet Broadway Database. 89787. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2021.
  5. 5,0 5,1 5,2 The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/135399. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  6. web.archive.org/web/20161223164811/https://www.theguardian.com/music/2011/mar/15/tom-waits-rock-roll-hall-fame. Ανακτήθηκε στις 7  Μαρτίου 2021.
  7. «Tom Waits | Biography, Song, Albums, Films, & Facts | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2023. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Brackett, Donald. "The Rabble Rouser: Tom Waits" στο Dark mirror : the pathology of the singer-songwriter, Praeger, 2008, σελ. 73-80.
  • Kernfeld, Barry. "Waits, Tom." The New Grove Dictionary of Jazz, 2nd ed. Ed. Barry Kernfeld. Grove Music Online. Oxford Music Online. 2010
  • Kessel, Corinne. The Words and Music of Tom Waits, Praeger, 2009
  • Santoro, Gene. Highway 61 revisited: the tangled roots of American jazz, blues, folk, rock, Oxford University Press, 2004, σελ. 235-40

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Jacobs, Jay S. Wild Years: The Music And Myth Of Tom Waits, ECW Press: 2000
  • Hoskyns, Barney. Lowside Of The Road: A life of Tom Waits, Faber: 2009
  • Humphries, Patrick. Small Change: A life of Tom Waits, Omnibus: 1989
  • Humphries, Patrick. The Many Lives Of Tom Waits, Omnibus: 2007

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]