Τενοντίτιδα περονιαίων τενόντων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τενοντίτιδα περονιαίων τενόντων
Ειδικότηταρευματολογία
Ταξινόμηση
ICD-10M65
ICD-9727.0
DiseasesDB29890
MeSHD013585

Η τενοντίτιδα των περονιαίων τενόντων (peroneal tendonitis, peroneal tendons tendonitis - synovitis), είναι μια φλεγμονή στους τένοντες, στο έλυτρο και τους καθεκτικούς συνδέσμους που περικλείουν τους περονιαίους τένοντες κατά την δίοδό τους στη στροφή πίσω από το έξω σφυρό της περόνης, ανεξαρτήτως από το αίτιο που προκαλεί τη φλεγμονή[1].

Ανατομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν δύο περονιαίοι τένοντες με διαφορετικά έλυτρα αλλά διέρχονται κάτω από τους ίδιους καθεκτικούς συνδέσμους της ποδοκνημικής αρθρώσεως πίσω ακριβώς από την περόνη. Ο «βραχύς περονιαίος» καταφύεται στη βάση του 5ου Μεταταρσίου Οστού ενώ ο «μακρός περονιαίος» διέρχεται κάτω από αυτόν, μη ψηλαφούμενος και καταφύεται στα οστά του ταρσού[2].

Αιτιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως σε όλες τις Τενοντίτιδες, έτσι και στην Τενοντίτιδα των Περονιαίων μυών, τα αίτια ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες: Τραυματικά αίτια (τραυματισμός τένοντος), Μηχανικά αίτια (τενοντίτις εκ καταπονήσεως), Μεταβολικά αίτια (τενοντίτις ουρικής νόσου), Ρευματολογικά αίτια (τενοντίτις επί ρευματοειδούς αρθρίτιδος) και Μικροβιακά αίτια (σηπτική τενοντίτις)[3]. Η συνήθης αιτιολογία της Τενοντίτιδας των Περονιαίων είναι η καταπόνηση του ποδιού του ασθενούς σε ανώμαλο έδαφος. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν ανευρίσκεται σαφές αίτιο ή αφορμή της παθήσεως. Οι ασθενείς συνήθως πάσχουν από λειτουργική ραιβοποδία («στραβοπατάνε τρώγοντας το τακούνι του υποδήματος» στην έξω πλευρά του). Άλλες φορές φταίει η αλλαγή υποδημάτων και συνήθως τα υψηλά υποδήματα (τακούνια «γόβα στιλέτο»). Άλλες περιπτώσεις οφείλονται σε υπερφόρτιση λόγω της παχυσαρκίας, ή σε πολύωρη ορθοστασία. Στατιστικά, γενικώς η Τενοντίτις των Περονιαίων μυών είναι ασυνήθης πάθηση. Η μηχανική της μορφή είναι η πιο συχνή. Όλες οι υπόλοιπες περιπτώσεις αιτίων είναι σπανιότατες.

Κλινική εικόνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ασθενής που πάσχει από Τενοντίτιδα των Περονιαίων, συνήθως δεν δίνει σαφείς πληροφορίες για τα συμπτώματα. Περιγράφει ασαφή πόνο γύρω - γύρω στην περιοχή, με αποτέλεσμα να παρασύρει το γιατρό σε διάγνωση άσχετη με την πραγματική όπως Τενοντίτιδα Αχίλλειου, Οπισθοπτερνική Θυλακίτιδα, αρθρίτιδα των οστών του Ταρσού, Διάστρεμμα Ποδοκνημικής, κλπ. Μια προσεκτική όμως ψηλάφηση σε όλα τα σημεία της περιοχής θα εστιάσει το πρόβλημα ακριβώς πάνω από τη διασταύρωση των Περονιαίων Τενόντων με τους δύο καθεκτικούς συνδέσμους, όπισθεν και κάτωθι της Περόνης, ή στην βάση του 5ου Μεταταρσίου όπου βρίσκεται η κατάφυση του Βραχέος Περονιαίου. Στην περιοχή αυτή διαπιστώνουμε συνήθως πόνο, θερμότητα, οίδημα, και σπάνια κριγμό κατά την κίνηση. Καλό είναι με την κλινική εξέταση να ελεγχθεί μήπως η τενοντίτις είναι δευτεροπαθούς αιτιολογίας και χρειάζεται κάποιες επιπλέον εξετάσεις.

Θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελαφρές περιπτώσεις μηχανικής Τενοντίτιδος των Περονιαίων με ασήμαντα ενοχλήματα θεραπεύονται με διακοπή της άθλησης, με ζεστό λουτρό, με τοπική αντιφλεγμονώδη αλοιφή, με μασάζ και τοπικές Φυσικοθεραπείες. Επίσης χορηγούνται αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Σοβαρότερες περιπτώσεις, ιδίως αυτές που επιμένουν πάνω από 15 μέρες, χρειάζονται μια τοπική ενδοελυτρική ένεση Dexamethasone (Celestone Chronodose®) που έχει πάντα άριστα αποτελέσματα. Οι υποτροπιάζουσες περιπτώσεις τενοντίτιδας των περονιαίων χρειάζονται ειδικά πέλματα σιλικόνης (υποπτέρνια με έξω ανάσπαση) και κατάργηση των ψηλών τακουνιών που οδηγούν σε τέντωμα των Τενόντων. Σπανιότατα υπάρχουν περιπτώσεις πού χρειάζονται εγχείρηση για διάνοιξη των καθεκτικών συνδέσμων και του ελύτρου με σκοπό την απελευθέρωση των τενόντων. Οι περιπτώσεις μη μηχανικής Τενοντίτιδας των Περονιαίων, φυσικά χρειάζονται ειδική θεραπεία ανάλογα με το γενεσιουργό αίτιο. Οι δύο σπάνιες περιπτώσεις Σηπτικής (πυώδους) Τενοντίτιδος των Περονιαίων Τενόντων, αντιμετωπίστηκαν με τοπική παροχέτευση πύου με μικρή τομή και χορήγηση αντιβιοτικού Fucidic Acid[4]. Περιπτώσεις όπου ενοχοποιείται υπερουριχαιμία, αντιμετωπίστηκαν με Colchicine, Allopurinol, και αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Περιπτώσεις Ρευματοειδούς αρθρίτιδας παραπέμφθηκαν σε Ρευματολόγο.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Χαράλαμπος Γκούβας, 1989
  2. Frank Netter, 1988
  3. Χαράλαμπος Γκούβας, 1988
  4. Χαράλαμπος Γκούβας, 2007

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χαράλαμπος Γκούβας, «Αίτια πόνου στην Ορθοπεδική». Ιατρική Μονογραφία. Εκδόσεις Ciba Geigy Zyma, Αθήνα 1987.
  • Χαράλαμπος Γκούβας, «Μυοτενόντια συμβολή. Το ασθενέστερο τμήμα του μυός». Μελέτη επί ανθρώπινων ακρωτηριασμών. Ελληνοβρετανικό Ορθοπεδικό Συνέδριο, Ρόδος, 1989.
  • Frank Netter, «Surgical Anatomy of the Foot and Ankle», Ιατρική Μονογραφία. Ciba Geigy Editions, USA, 1988
  • Daniel Kulund, «The Injured Athlete», Επίτομη Αθλητιατρική. Lippincot Editions, USA, 1988.