Σύμβαση και Καταστατικό της Βαρκελώνης περί Ελεύθερης Διέλευσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Σύμβαση και το Καταστατικό της Βαρκελώνης περί Ελεύθερης Διέλευσης είναι μια διεθνής συνθήκη που υπογράφηκε στη Βαρκελώνη της Ισπανίας στις 20 Απριλίου του 1921. Η συνθήκη διασφαλίζει την ελευθερία διέλευσης για διάφορα εμπορικά αγαθά πέρα από τα εθνικά σύνορα των συμβαλλομένων κρατών. Στις 8 Οκτωβρίου του 1921 καταχωρήθηκε στη Σειρά Συνθηκών της Κοινωνίας των Εθνών και τέθηκε σε ισχύ στις 31 Οκτωβρίου του 1922. Η σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει μέχρι και σήμερα.[1][2][3][4]

Όροι της σύμβασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύμβαση απλώς επιβεβαίωσε το καταστατικό που είχε εγκριθεί λίγες μέρες νωρίτερα σε μια διάσκεψη της Κοινωνίας των Εθνών που πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη.

Το άρθρο 1 του καταστατικού ορίζει ως διέλευση την μετακίνηση προσώπων και αγαθών από ένα κυρίαρχο κράτος σε ένα άλλο.
Το άρθρο 2 αναγνωρίζει την ελευθερία των κυρίαρχων κυβερνήσεων να προβαίνουν σε ρυθμίσεις διέλευσης εντός της επικράτειάς τους.
Το άρθρο 3 απαγορεύει στις κυβερνήσεις να απαιτούν πληρωμές για δικαιώματα διέλευσης, εκτός από τα τέλη που προορίζονται για την κάλυψη των λειτουργικών τους εξόδων.
Το άρθρο 4 κατέστησε υποχρεωτικό στις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν ίσα τέλη διέλευσης σε όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως εθνικότητας.
Το άρθρο 5 επιτρέπει στις κυβερνήσεις να εμποδίζουν την είσοδο στο έδαφός τους ορισμένων προσώπων ή αγαθών για λόγους ασφαλείας.
Το άρθρο 6 επιτρέπει στις κυβερνήσεις να μην χορηγούν άδεια διέλευσης σε πρόσωπα κρατών που δεν έχουν υπογράψει τη σύμβαση.
Το άρθρο 7 επιτρέπει στις κυβερνήσεις να παρεκκλίνουν (όσο το δυνατόν για σύντομο χρονικό διάστημα) από τις διατάξεις του καταστατικού σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Το άρθρο 8 επιτρέπει εξαιρέσεις σε περιόδους πολέμου.
Το άρθρο 9 ορίζει ότι καμία από τις διατάξεις δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις των κρατών εντός της Κοινωνίας των Εθνών.
Το άρθρο 10 ορίζει ότι το καταστατικό αντικαθιστά όλες τις άλλες συμφωνίες περί διέλευσης που είχαν συναφθεί πριν από την 1η Μαΐου του 1921.
Το άρθρο 11 επιτρέπει στις κυβερνήσεις να χορηγούν μεγαλύτερη ελευθερία διέλευσης από αυτή που προβλέπεται στο καταστατικό, εάν το επιθυμούν.
Το άρθρο 12 επέτρεπε στις κυβερνήσεις να αναβάλουν προσωρινά την εφαρμογή των διατάξεων περί ελεύθερης διέλευσης, σε περίπτωση που η επικράτειά τους ή τμήματα αυτής εξακολουθούσαν να υποφέρουν από τις καταστροφές που προκλήθηκαν κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το άρθρο 13 δίνει την δυνατότητα επίλυσης διαφορών σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης, μέσω του Μόνιμου Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης.
Το άρθρο 14 επέτρεπε στις κυβερνήσεις να αναστέλλουν την εφαρμογή των διατάξεων περί ελεύθερης διέλευσης σε εδάφη που είτε ήταν αραιοκατοικήμενα είτε δεν διέθεταν υποδομές ενός κράτους δικαίου.
Το άρθρο 15 όριζε περιοχές που βρίσκονταν υπό καθεστώς Εντολής της Κοινωνίας των Εθνών θα εφαρμόζονταν διαφορετικές ρυθμίσεις στο καθεστώς διέλευσης.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]