Συζήτηση:Παστουρμάς/Κριτική λημμάτων

Τα περιεχόμενα της σελίδας δεν υποστηρίζονται σε άλλες γλώσσες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Καλό θα ήταν κάπου να προστεθεί ότι σύμφωνα με τον Φαίδωνα Κουκουλέ (Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός - πολύτομο ) ,αλλά και τον γλωσσολόγο Σαραντάκο, ενδέχεται η λέξη ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, και γενικά η τεχνική κατασκευής του να προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και βυζαντινά Παστά ( αρχικά με αλάτια και στη συνέχεια και με άλλα καρικεύματα όταν άνοιξε ο δρόμος προς Ινδία ). Ετσι λοιπόν , σύμφωνα με τον Σαραντάκο, το Παστόν, προέρχεται από το ρήμα πάσσω που σήμαινε «πασπαλίζω, ραίνω» (ενώ αργότερα πήρε και τη σημασία «διακοσμώ», εξού και η παστάδα). Το ουσιαστικό παστός, δηλώνει σήμερα τα ψαρικά που συντηρούνται σε αλάτι, διότι ακριβώς τα είδη αυτά τα πασπάλιζαν με αλάτι (αλίπαστα)ήδη από την αρχαιότητα. Να δούμε όμως την ιστορία της λέξης. Λοιπόν, το ρήμα πάσσω το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα όταν πασπάλιζαν το φαγητό με κάποια υλικά που βρίσκονταν σε σκόνη, όπως το αλεύρι, κι έτσι βρίσκουμε στο Ονομαστικόν του Πολυδεύκη «πασταὶ δ’ εἰσίν͵ ὡς Εὔπολίς φησι͵ ζωμὸς ἀλφίτων μέτα», δηλαδή ζωμός ανακατεμένος με αλεύρι. Πιο συχνές αναφορές βρίσκω στο ουδέτερο, τα παστά, που σύμφωνα με το λεξικό του Φωτίου είναι «ἔτνος ἀλφίτοις μεμιγμένον», δηλαδή χυλός ανακατεμένος με αλεύρι, ενώ στον Ησύχιο υπάρχει ο τύπος πάστα, που δηλώνει είτε το παραπάνω είτε ένα φαγητό από ανάλατο τυρί με σιμιγδάλι και σουσάμι (βρῶμα ἐκ τυροῦ ἀνάλου μετὰ σεμιδάλεως καὶ σησαμίου σκευαζόμενον, οἱ δὲ ἔτνος ἀλφίτοις μεμιγμένον). Λοιπόν έχουμε μια λέξη (η παστή ή τα παστά) που δηλώνει ένα είδος χυλού με αλεύρι, και η λέξη αυτή περνάει στα λατινικά ως pasta, όπου σημαίνει ‘ζύμη’. Πρόκειται για σχετικά όψιμο δάνειο, του 4ου αιώνα μ.Χ. Επίσης καλό θα ήταν να συμπληρωθεί ότι οι καλύτεροι Παστουρματζήδες ήταν Ρωμιοί από την Καισάρεια και Αρμένιοι, γεγονός που μας οδηγεί μάλλον σε βυζαντινή καταγωγή του εδέσματος παρά σε τουρκική, παρότι όντως οι Τούρκοι είχαν σε ειδικές θήκες της σέλας τους κρέας, το οποίο συμπιεζόταν και τρωγόταν ώς αποξηραμένο ( κάτι σαν σόλα θα ήταν ) και επ' ουδενί ο εύγευστος παστουρμάς. Τέλος, καλό θα ήταν να αναφερθεί ότι όλοι οι μάγειρες του Σαραγιού και ουσιαστικά αυτοί που ασκούσαν τις συνταγές, ή τις εξέλισσαν , παραμελώντας εντελώς τα φτωχικά πολεμικά και νομαδικά τουρκικά εδέσματα, ήταν Kul , δηλ. δούλοι Αρμένικης, Ρωμαίϊκης, Εβραϊκής και γενικά βαλκανικής ή Ρωσικής καταγωγής και ποτέ ελεύθεροι Τούρκοι ( βλ. σχετικά Bulent Aksoy, Bogazici Univeritesi/ The contribution of multinationality in ottoman empire , με αφορμή τη μουσική ) Κλείνοντας να πώ ότι τα ΓΕΜΕΝΙΑ, δεν είναι οι μαντήλες των Ζεϋμπέκηδων, αλλά τα κίτρινου χρώματος ξώφτερνα πασουμάκια που φορούσαν, γι'αυτό και χτυπούν τα πόδια τους με αυτά στο πάτωμα και φυσικά δεν χτυπούν τα μαντήλια τους στο πάτωμα. Ελπίζω κατόπιν διασταυρώσεως οι παρατηρήσεις μου να τύχουν της προσοχής σας και να ενσωματωθούν. Φιλικά, Δ.