Στρίγλα μάννα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στρίγλα μάννα
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος στην Δεξαμενή (Κολωνάκι), Αθήνα, το 1906
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΓλώσσαΕλληνικά
Ημερομηνία δημοσίευσης15  Ιουνίου 1902
ΜορφήΔιήγημα
ΤόποςΣκιάθος
Πρώτη έκδοσηΕκδοτικός οίκος Γ. Φέξη
ΠροηγούμενοΤο νησί της Ουρανίτσας
ΕπόμενοΗ Θητεία της πενθεράς
Δημοσιεύθηκε στοΠαναθήναια
Αριθμός Σελίδων8

Στρίγλα μάννα είναι διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε το 1902 στο περιοδικό «Παναθήναια».[1] Σε βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1912 από τις εκδόσεις Φέξη, στη συλλογή διηγημάτων του, «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη». [2]

Το διήγημα διαδραματίζεται στη Σκιάθο και αναφέρεται σε σκηνές της ζωής ενός ασταθούς νέου που θεωρείται τρελός στην τοπική κοινωνία και της στρίγγλας, άστοργης και καταπιεστικής μάνας του.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ζάχος είναι ένας 25χρονος νεαρός που οι περισσότεροι στο νησί τον θεωρούν τρελό. Ζει με τη μητέρα του Ζωγάρα, υπό την πίεση της οποίας πηγαίνει μερικές φορές για δουλειά, με τους ψαράδες για ψάρια, να σκάψει το αμπέλι ή για καυσόξυλα, την αμοιβή του την ζητά η ίδια η μάνα του για να μην τον αδικήσουν. Είναι ερωτευμένος με τη δασκάλα και συχνά κάθεται κάτω από το παράθυρό της και παίζει με το μπουζούκι του τραγουδώντας πάντα το ίδιο μονότονο δίστιχο.[1]

Η Ζωγάρα είναι χήρα. Είχε άλλους δυο γιους που έφυγαν στα ξένα και δεν ξανάδωσαν σημεία ζωής, ο κόσμος έλεγε ότι τους έδιωξε η αστοργία της. Είχε επίσης και δυο κόρες αλλά πέθαναν και οι δύο. Ο Ζάχος είναι ο μόνος που της έχει απομείνει, και πάνω του ασκεί την αυταρχικότητά της, καταπιέζοντάς τον. Έτσι αυτός, μόλις βρίσκει ευκαιρία παίρνει το μπουζούκι του και απομακρύνεται σε άλλες γειτονιές για να τραγουδάει ανενόχλητος μακριά από τη μάνα του, ο κόσμος διασκεδάζει και γελάει μαζί του. Η Ζωγάρα θεωρεί ότι το μπουζούκι είναι η αιτία που ο γιος της αποφεύγει να εργάζεται και τον κάνει στόχο των χλευασμών του κόσμου για την ελαφρομυαλιά του, του το κρύβει δύο φορές αλλά ο Ζάχος καταφέρνει και το βρίσκει. Στη συνέχεια, πηγαίνει στους χωροφύλακες και ζητά να του το κατασχέσουν. Πράγματι, του το παίρνουν και ο Ζάχος πέφτει σε απόγνωση. Μετά από λίγο καιρό, οι δύο χωροφύλακες τσακώνονται για το ποιος θα κρατήσει το μπουζούκι, γιατί ο ένας μετατέθηκε, και πάνω στον καυγά, ο ένας το εκσφενδονίζει από το παράθυρο. Το μπουζούκι πέφτει πάνω σε μια προβατίνα που ήταν από κάτω και δεν καταστρέφεται, το βρίσκει ένα μικρό παιδί και το επιστρέφει στον Ζάχο.[3]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Ζάχος παρουσιάζεται ως ο «τρελός του χωριού». Πώς το έπαθε δεν είναι γνωστό, άλλοι το αποδίδουν σε ερωτική απογοήτευση, άλλοι έλεγαν ότι, όταν υπηρετούσε ως κληρούχος στο πολεμικό ναυτικό, «ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου, διὰ μικρὸν πταῖσμα τοῦ εἶχεν ἐπιβάλει ὑπερμέτρως σκληρὰν καὶ βάρβαρον τιμωρίαν» και άλλοι πως τον είχε τρελάνει η μάνα του με τις στριγγλιές και τις βλασφήμιες της. Υπακούει χωρίς αντίρρηση στη μάνα του και ακολουθεί τις προσταγές της.[4]
  • Η αφηγητής χαρακτηρίζει τη Ζωγάρα στρίγγλα μάνα με άστοργη, σκληρή και αυταρχική συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά της. Όταν έφυγαν οι γιοι της στα ξένα, την απασχολούσε πώς θα παντρέψει τις δυο κόρες της «καὶ τὰς ἐβλασφήμει, καὶ τὰς κατηρᾶτο, νὰ μὴν εἶχαν ποτὲ γεννηθῆ, νὰ μὴ σώσουν νὰ πᾶνε παραπάνω!…» Ο κόσμος έλεγε ότι τις μάρανε με τη γκρίνια, τις στριγλιές, τις βλασφημίες και τις κατάρες της και πέθαναν. Επί πλέον, τη θεωρούσαν γρουσούζα και όταν οι συντοπίτες της τη συναντούσαν στον δρόμο πριν κάποια σημαντική δουλειά, την ανέβαλαν.[5]
  • Η δασκάλα, με την οποία είναι ερωτευμένος ο Ζάχος, γελάει με τα καμώματά του. Ο αφηγητής αναφέρεται σ'αυτήν με μια λεπτή ειρωνία: «Ὁ νέος δήμαρχος ἦτον ἄγαμος, καὶ εἶχεν ἀναλάβει ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων του τὴν δασκάλισσαν, ὡς ξένην καὶ ἀπροστάτευτον νέαν, ἥτις ἐκατοικοῦσεν ἀντικρὺ τῆς οἰκίας του...».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]